18.3 Δευτέρα
Διαβάζω τα κείμενα και το ρεπορτάζ που έγινε για το φτηνό φαγητό στην Αθήνα. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί αυτό το αφιέρωμα με ενθουσιάζει τόσο. Δεν είναι ότι δίνουμε λύσεις και επιλογές στον κόσμο που θέλει να τρώει οικονομικά, χωρίς να ξοδεύει μια περιουσία - αν και αυτός είναι πια ένας βασικός λόγος. Το να ψωνίζεις υλικά για να μαγειρέψεις στο σπίτι έχει γίνει μεγάλη πολυτέλεια και το να τρως έξω θέλει τέχνη, αλλιώς είναι μεγάλο έξοδο και κάπως ανώφελο στην Αθήνα. Σ' εμένα αυτό το αφιέρωμα έχει την εξής επίδραση: με γεμίζει ενθουσιασμό για κάτι που στα μεγάλα εστιατόρια της πόλης κοντεύει να εξαφανιστεί από την πολλή πόζα. Αυτά τα μικρά μέρη, που συχνά δεν νοιάζονται πολύ για το παρουσιαστικό τους και που τους ενδιαφέρει κυρίως να ταΐσουν ανθρώπους που είναι τακτικοί πελάτες, μπορεί να μην είναι «γκουρμέ» (φρικαλέα λέξη, αλλά πώς αλλιώς να το εξηγήσεις σε αυτόν που νομίζει πως το καλό φαΐ έχει να κάνει με ταμπέλες και ξέρω γω τι άλλο;), έχουν όμως πάθος γι' αυτό που κάνουν, αυτό το λίγο που σερβίρουν, που τελικά είναι πολύ. Έχω φάει μοναδικά σε αυτά τα μέρη. Παϊδάκια στον Μίτζελο και σε άλλα κρεατάδικα της Αθήνας, στο απίστευτο Ρόδι με τα αρμένικα, σε κάτι κουρδικά κεμπαπτζίδικα πίσω από την Πειραιώς, προχθές στο Mirch στην Ερμού, παλιότερα στον Αιγύπτιο. To να τρως σε τέτοια μέρη δεν είναι μόνο οικονομία, είναι περιπέτεια, είναι επαφή με την αληθινή πλευρά της πόλης σου. Την περσινή λίστα την είχα κολλήσει στο ψυγείο και δοκίμασα τα περισσότερα. Δεν είχα μεγάλες προσδοκίες και βγήκα κερδισμένος κι εντυπωσιασμένος. Φέτος είδα με μεγάλη χαρά πολλά από αυτά τα μέρη να το ψάχνουν λίγο περισσότερο. Όχι για να κάνουν γκλαμουριές. Κατάλαβαν, πιστεύω, πως αυτό που κάνουν πατάει σε μια ρίζα. Και αφού τα υλικά τα ξέρουν και έχουν τις άκρες, άρχισαν να πειραματίζονται, να σερβίρουν ωραία πιάτα, πάλι φτηνά, περιπετειώδη και νόστιμα. Έχω δει καλούς σεφ να μπαίνουν σε μικρά εστιατόρια και ταβέρνες και να θέλουν να φέρουν τα πάνω κάτω. Δεν πετυχαίνει πάντα. Όταν, όμως, πετύχει, είναι αριστούργημα. Και καινούργια μέρη που θεωρούν δεδομένο πως οι χαμηλές τιμές είναι βασικό συστατικό της επιτυχίας. Τα πράγματα θα πάνε καλύτερα στη φάση των ελληνικών εστιατορίων, όχι γιατί υπάρχουν τα πολλά αστέρια αλλά γιατί παίρνει φωτιά η βάση. Αυτά. Και να πω πως η λίστα δεν είναι εξαντλητική, ούτε είμαστε και απολύτως ειδικοί. Τρώγοντας μάθαμε κι εμείς. Οπότε, μη μας τη λέτε όταν κάτι δεν σας αρέσει. Γι' αυτό είναι φτηνά, για να πάτε να δοκιμάσετε, να σχηματίσετε άποψη, να μάθετε την πόλη σας.
19.3 Τρίτη
Λοιπόν, ο γάτος στη φωτογραφία είναι ο γάτος της γειτονιάς μου. Τον ξέρω εδώ και δέκα χρόνια. Πριν από μένα ήταν εκεί. Ατρόμητος τύπος. Χειμώνα-καλοκαίρι στον δρόμο. Πάνω κάτω τον δρόμο. Σταθερές ώρες μπροστά από τις κουζίνες των εστιατορίων τον χειμώνα και κάτω από το μπαλκόνι της απέναντι γειτόνισσας για να φάει. Το καλοκαίρι τσάρκα μπρος στα τραπεζάκια που τρώνε οι άνθρωποι. Όχι νάζια, όχι δουλοπρέπεια. Έτρωγε σαν να σου έλεγε «μου οφείλεις αυτή την κουτσομούρα. Τον χειμώνα κοιμόταν πάνω στα καπό των αυτοκινήτων που μόλις πάρκαραν και ήταν ακόμα ζεστά ή κρυμμένος στην καλυμμένη είσοδο μιας πολυκατοικίας, σε ένα χαλάκι πολύ βασιλικό. Το καλοκαίρι πάνω σε μια τέντα. Είχε συνάψει και κάτι σχέσεις με μια γάτα. Τους ακούγαμε να αλαλάζουν κάτι Μαΐους. Τέσσερα χρόνια πριν είχε μπλεχτεί σε έναν καβγά. Ένα σκυλί τού είχε σχεδόν κόψει το λαιμό. Η Εύχαρις τον περιποιήθηκε. Αντιβιώσεις, επιδέσμους κ.λπ. Ανέρρωσε. Βγήκε το καλοκαίρι ξανά υπέροχος στον δρόμο να φάει το καλαμάρι. Το καλοκαίρι με χαστούκισε άγρια, όταν τόλμησα να τον χαϊδέψω. Τον λάτρευα. Ήταν από τους βασικούς μου δεσμούς στην πόλη αυτός ο τύπος. Πριν από τρεις βδομάδες διαπίστωσα την εξαφάνισή του. Αν πέθανε την ώρα της μάχης, του εύχομαι καλό ταξίδι, είμαι σίγουρος πως έπεσε μαχόμενος. Πιστεύω, όμως, πως κάποιος του έκανε κακό. Και (λυπάμαι που το λέω) μακάρι αυτός ο άνθρωπος να βρει τα ίδια και χειρότερα. Σόρι για το δυσάρεστο, αλλά μου φαίνεται αδιανόητο να πειράζεις τα ζώα. Ελπίζω να βρεθεί. Λοιπόν, βουρ στα ταβερνάκια για μπακαλιάρο σκορδαλιά. Σας φιλώ.
[Από την στήλη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΟΥΖΙΝΑΣ του Μιχάλη Μιχαήλ]