ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΠΟΥ μας πέρασε, περισσότεροι από 20 επιστήμονες συναντήθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Κιότο για το μεγαλύτερο συνέδριο συγκριτικής θανατολογίας – τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα ζώα βιώνουν το θάνατο – που έχει διεξαχθεί ποτέ. Ο κλάδος μπορεί να είναι μικρός, αλλά η βιβλιογραφία του χρονολογείται από τον Αριστοτέλη.
Το 350 π.Χ., ο Έλληνας φιλόσοφος έγραφε για ένα ζευγάρι δελφινιών που είχε δει να γλιστρά κάτω από την επιφάνεια του Αιγαίου Πελάγους κουβαλώντας ένα νεκρό μοσχάρι, «προσπαθώντας από συμπόνια να αποτρέψει την καταβρόχθιση του». Οι επιστήμονες θέλουν να καταλάβουν ποια συναισθήματα αναβλύζουν στα ζώα όταν χάνουν συγγενείς. Θέλουν να μάθουν αν τα ζώα στοιχειώνονται από τον θάνατο, όπως εμείς.
Τους εμποδίζουν όμως ορισμένα πρακτικά ζητήματα. Δεν μπορούν προφανώς να πάρουν συνεντεύξεις από τα ζώα (ή τουλάχιστον όχι ακόμα). Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να παρακολουθούν τις ορμονικές μεταβολές τους –τα επίπεδα κορτιζόλης των μπαμπουίνων αυξάνονται όταν χάνουν κάποιον οικείο τους– αλλά αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να πυροδοτούνται από άλλους στρεσογόνους παράγοντες. Δεν μπορούν να μας δίνουν την υφή και την ουσία του πένθους τους, αν όντως είναι πένθος αυτό που νιώθουν.
Τα είδη που φαίνονται να αντιδρούν με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο στο θάνατο είναι οι συνήθεις ύποπτοι: τα πρωτεύοντα θηλαστικά, όπως οι φάλαινες και ελέφαντες που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής.
Μέχρι στιγμής, τα καλύτερα δεδομένα προέρχονται από παρατηρήσεις ζώων στη φύση ή πληθυσμών που βρίσκονται σε αιχμαλωσία σε ζωολογικούς κήπους. Αλλά και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν προβλήματα. Τα είδη που φαίνονται να αντιδρούν με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο στον θάνατο είναι οι συνήθεις ύποπτοι: τα πρωτεύοντα θηλαστικά, όπως οι φάλαινες και ελέφαντες που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Οι κοινότητές τους δεν χάνουν μέλη τους πολύ συχνά και συνεπώς η καταγραφή συστηματικών δεδομένων σχετικά με τις αντιδράσεις τους στο θάνατο τείνει να απαιτεί εργασία ετών ή δεκαετιών.
Οι άνθρωποι είμαστε ζώα που τους χαρακτηρίζει η εμμονή με τον θάνατο και αυτό ισχύει από την αυγή της καταγεγραμμένης ιστορίας, αν όχι νωρίτερα. Το παλαιότερο έργο της επικής λογοτεχνίας μας αφηγείται την ιστορία του βασιλιά Γκιλγκαμές και την πάλη του με τη θνητότητα. «Ο θάνατος κάθεται στην κάμαρά μου, και όπου κι αν γυρίσω, υπάρχει κι εκεί ο θάνατος», λέει, προτού ξεκινήσει την αναζήτηση ενός μαγικού βοτάνου που υπόσχεται αθανασία.
Οι ανθρώπινοι πολιτισμοί έχουν επινοήσει πλούσιες σε συμβολισμό τελετουργίες που προηγούνται ή έπονται του θανάτου. Έχουμε φανταστεί πολλές μεταθανάτιες ζωές για τους νεκρούς μας, ψηλά στον ουρανό ή εδώ στη Γη, στον μεγάλο κυκλικό τροχό της μετενσάρκωσης. Προβάλλουμε το πεπερασμένο της ύπαρξής μας ακόμα και στο ίδιο το σύμπαν. Οι επιστήμονες μας λένε ότι και αυτό θα πεθάνει όταν σβήσουν και οι τελευταίοι γαλαξίες και εξατμιστούν οι μαύρες τρύπες, σωματίδιο-σωματίδιο, τρισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια χρόνια από τώρα.
Αυτές οι σύνθετες ανθρώπινες αντιλήψεις για τον θάνατο δεν μεταβιβάζονται μέσω των γονιδίων μας. Αναπτύσσονται επί δεκαετίες στο μυαλό των ατόμων και συσσωρεύονται επί αιώνες στην κουλτούρα μας. Τα παιδιά τείνουν να μαθαίνουν ότι ο θάνατος δεν είναι μια προσωρινή ή αναστρέψιμη κατάσταση κάπου μεταξύ 4 και 7 ετών, ή λίγο νωρίτερα αν χάσουν ένα αγαπημένο μέλος της οικογένειας ή ένα ζώο. Μια δημοσίευση του 2004 στο επιστημονικό περιοδικό Cognition υποστήριζε ότι, σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο, τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον θάνατο ως μια μόνιμη απώλεια αυτενέργειας.
Στο νέο της βιβλίο σχετικά με τον τρόπο πρόσληψης του θανάτου από τα ζώα που έχει τίτλο “Playing Possum: How Animals Understand Death”, η Ισπανίδα φιλόσοφος Susan Monsó υποστηρίζει ότι πολλά άλλα ζώα πιθανώς μοιράζονται μια βασική αντίληψη του θανάτου. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν κοινή λογική, αλλά χωρίς πρόσβαση στο μυαλό τους, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Τα θηλαστικά, τα ψάρια, τα πτηνά, τα ερπετά και τα έντομα έχουν όλοι επίγνωση της αυτενέργειας στον φυσικό κόσμο.
Παρακολουθώντας τις κινήσεις στο περιβάλλον τους μπορούν να διακρίνουν μεταξύ άψυχων αντικειμένων και εκείνων που σέρνονται ή κολυμπούν επιδιώκοντας κάποιο στόχο. Και ορισμένα από αυτά συμπεριφέρονται με τρόπους που υποδηλώνουν μια κατανόηση ότι τα άλλα ζώα μπορούν να χάσουν αυτή την αυτενέργεια για πάντα. Το δύσκολο είναι να μάθουμε αν αυτές οι συμπεριφορές απορρέουν από μια εννοιολογική αναγνώριση του θανάτου ή αν είναι απλώς ενστικτώδεις.
Οι μεγάλοι, πολύπλοκοι εγκέφαλοι των χιμπατζήδων είναι εξοπλισμένοι για να συλλάβουν μια έννοια όπως ο θάνατος, και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι αισθάνονται κάτι σαν θλίψη. Είναι γνωστό επίσης ότι αρκετά είδη πρωτευόντων θηλαστικών συγκεντρώνονται γύρω από ένα μέλος της κοινότητας που πέθανε πρόσφατα. Σε πολλές περιπτώσεις, αγγίζουν απαλά το σώμα του. Αυτές οι συγκεντρώσεις τείνουν να διαλύονται αργά και με ένα συγκεκριμένο τρόπο: τα ζώα που ήταν πιο κοντά στο νεκρό παραμένουν περισσότερο. Η διάσημη Αγγλίδα πρωτευοντολόγος και ανθρωπολόγος Τζέιν Γκούντολ είχε παρατηρήσει έναν οκτάχρονο χιμπατζή να παραμένει δίπλα στη νεκρή μητέρα του τόσο πολύ μέχρι που πέθανε και ο ίδιος.
Άλλα θηλαστικά τείνουν επίσης να συγκεντρώνονται γύρω από τους νεκρούς τους. Όταν το κάνουν οι καμηλοπαρδάλεις, κουνάνε τους μακριούς λαιμούς τους προς τα σαρκοφάγα για να τα κρατήσουν μακριά. Στην Ινδία, τα πτώματα πέντε νεαρών ελεφάντων βρέθηκαν με κλαδιά και χώμα διασκορπισμένα πάνω τους, γεγονός που οδήγησε ορισμένους επιστήμονες να υποθέσουν ότι επρόκειτο για ταφή.
Ο André Gonçalves, ειδικός στη συγκριτική θανατολογία από το Πανεπιστήμιο του Κιότο, προειδοποιεί να μη δίνουμε μεγάλη σημασία σ’ αυτό το ανέκδοτο. Οι ελέφαντες βρέθηκαν σε τάφρους στους οποίους μπορεί να είχαν πέσει, είπε. Το χώμα και τα κλαδιά θα μπορούσαν να έχουν συσσωρευτεί καθώς τα μέλη της οικογένειας προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τους ξεθάψουν.
Αν όντως οι χιμπατζήδες κατέχουν μια έννοια του θανάτου, το σίγουρο είναι ότι αυτή δεν είναι τόσο πολυεπίπεδη ή περίπλοκη όσο η δική μας. Οι άνθρωποι ξέρουμε τι είναι ο θάνατος και ξέρουμε ότι κάποια μέρα θα μας συμβεί. Ο James Anderson, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιότο, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο νονός της συγκριτικής θανατολογίας, έχει υποστηρίξει ότι οι χιμπατζήδες δεν έχουν παρόμοια μ’ εμάς αίσθηση της θνητότητάς τους.
Δεν πιστεύει ότι κάποιος έχει δει ποτέ πραγματικά έναν χιμπατζή να επιχειρεί να αυτοκτονήσει, σε όλες τις πολλές χιλιάδες ώρες που τους έχουμε παρατηρήσει. Σύμφωνα με τον Άντερσον, μόνο ένα ζώο που γνωρίζει ότι μπορεί να πεθάνει θα προσπαθήσει να επιφέρει τον θάνατό του. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες αναφορές για χιμπατζήδες, λέει, ή για οποιοδήποτε άλλο ζώο, που να επιδίδεται σε αυτή τη συμπεριφορά, υποδηλώνει ότι το υπαρξιακό βάρος της θνητότητας είναι αποκλειστικά δικό μας.
Φυσικά, δεν μπορεί να γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα. Η συγκριτική θανατολογία δεν είναι σε θέση να δώσει οριστικές απαντήσεις, τουλάχιστον όχι ακόμη. Μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι η αντίληψη ενός χιμπατζή για τον θάνατο είναι πολύ πιο ευρεία από εκείνη ενός τερμίτη, αλλά πολλά άλλα στοιχεία είναι μυστηριώδη και ίσως να παραμείνουν για πάντα τέτοια. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι συνεχίζοντας να παρακολουθούμε τους χιμπατζήδες, θα παρατηρήσουμε νέες συμπεριφορές που θα προδίδουν όλο και περισσότερα στοιχεία του εσωτερικού τους κόσμου, προσφέροντας μας τις βάσεις για νέες εικασίες.
Με στοιχεία από The Atlantic