ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο βελτιώνει το προσδόκιμο ζωής μας, ενώ το να μην πηγαίνουμε σχολείο ή στο πανεπιστήμιο είναι εξίσου θανατηφόρο με το κάπνισμα ή το βαρύ ποτό, σύμφωνα με την πρώτη συστηματική μελέτη που συνδέει άμεσα την εκπαίδευση με τα κέρδη στη μακροζωία.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία από 59 χώρες (ανάμεσά τους και η Ελλάδα), η μελέτη διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος θνησιμότητας ενός ενήλικα μειώνεται κατά 2% για κάθε χρόνο στην εκπαίδευση πλήρους φοίτησης. Η ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ισοδυναμεί με μια ζωή υγιεινής διατροφής, μειώνοντας τον κίνδυνο θανάτου κατά 34% σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν λάβει επίσημη εκπαίδευση, σύμφωνα με την μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Lancet Public Health.
Στο αντίθετο άκρο, το να μην πηγαίνεις σχολείο σε οποιοδήποτε επίπεδο είναι τόσο κακό για την υγεία των ενηλίκων όσο η κατανάλωση πέντε ή περισσότερων αλκοολούχων ποτών κάθε μέρα ή το κάπνισμα 10 τσιγάρων κάθε μέρα για μια δεκαετία.
«Η εκπαίδευση είναι σημαντική από μόνη της, όχι μόνο για τα οφέλη της στην υγεία, αλλά αποτελεί σημαντική εξέλιξη το γεγονός ότι μπορούμε πλέον να ποσοτικοποιήσουμε το μέγεθος αυτού του οφέλους».
Ενώ τα οφέλη της εκπαίδευσης στο προσδόκιμο ζωής έχουν αναγνωριστεί εδώ και καιρό, η μελέτη αυτή, που έγινε από πανεπιστημιακούς του Νορβηγικού Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας (NTNU) και του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, είναι η πρώτη που υπολογίζει τον αριθμό των ετών εκπαίδευσης και τις συνδέσεις του με τη μείωση της θνησιμότητας.
Ο Νιλ Ντέιβις, καθηγητής ιατρικής στατιστικής στο University College του Λονδίνου και ειδικός στις σχέσεις μεταξύ εκπαίδευσης και υγείας, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, τη χαρακτήρισε ως «μια άκρως εντυπωσιακή εργασία».
Τα υψηλότερα ποσοστά σχολικών απουσιών θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν τα παιδιά να χάσουν μελλοντικά οφέλη σε ό,τι αφορά την κοινωνική τους ασφάλιση και τις παροχές υγείας, σημειώνει ο Ντέιβις, προσθέτοντας: «Η σχέση μεταξύ του χρόνου που δαπανάται στην εκπαίδευση και των μελλοντικών αποδοχών έχει μελετηθεί πολύ καλά στη συγκεκριμένη έρευνα. Ειλικρινά, οι σχέσεις μεταξύ εκπαίδευσης και θνησιμότητας είναι το λιγότερο που μας ανησυχεί σχετικά με τα αυξημένα ποσοστά απουσίας από το σχολείο – το πιο σημαντικό είναι οι συνέπειες στην αγορά εργασίας».
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η μετα-ανάλυση, η οποία υποστηρίζεται από το ερευνητικό ταμείο της νορβηγικής κυβέρνησης και το ίδρυμα Bill & Melinda Gates, αποτελεί «πειστική απόδειξη» υπέρ της αύξησης των επενδύσεων στην εκπαίδευση ως τρόπου μείωσης των ανισοτήτων στα παγκόσμια ποσοστά θνησιμότητας.
«Η εκπαίδευση είναι σημαντική από μόνη της, όχι μόνο για τα οφέλη της στην υγεία, αλλά αποτελεί σημαντική εξέλιξη το γεγονός ότι μπορούμε πλέον να ποσοτικοποιήσουμε το μέγεθος αυτού του οφέλους», δήλωσε ο Δρ. Αντρέας Έικεμο, συν-συγγραφέας της μελέτης. Η ανάλυση διαπίστωσε επίσης ότι οι βελτιώσεις στη μακροζωία είναι παρόμοιες σε πλούσιες και φτωχές χώρες και ισχύουν ανεξάρτητα από το φύλο, την κοινωνική τάξη και τις δημογραφικές ανακατατάξεις.
Ο Ντέιβιντ Φιντς, βοηθός διευθυντή του Βρετανικού Ιδρύματος Υγείας, ο οποίος έχει μελετήσει το προσδόκιμο ζωής ως μέλος της ομάδας «Υγιείς ζωές», δήλωσε ότι η εκπαίδευση «βοηθά στην οικοδόμηση καλύτερων κοινωνικών σχέσεων και στην κατανόηση πληροφοριών που μπορούν να σε βοηθήσουν να κάνεις καλύτερες επιλογές, είτε οικονομικές είτε κοινωνικές. Καλύτερη δουλειά σημαίνει υψηλότερα κέρδη και αυτό με τη σειρά του σε βοηθά να έχεις πρόσβαση σε πολλά άλλα πράγματα που είναι πραγματικά σημαντικά, όπως καλύτερη ποιότητα στέγασης και καλύτερη διατροφή».
Προσθέτει όμως ότι το κατά πόσον θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής όσοι περνούν περισσότερο χρόνο στην εκπαίδευση εξαρτάται από το κατά πόσον τα κοινωνικά οφέλη θα παραμείνουν σε ισχύ: «Θα μεταφραστεί αυτό σε καλύτερο βιοτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, στο μέλλον; Θα έχουν πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή στέγαση; Είναι η πορεία των επαγγελματικών αποδοχών των νέων ανθρώπων ίδια με αυτή που ήταν για τους ανθρώπους πριν από 30 ή 40 χρόνια, στην ίδια ηλικία; Οι προοπτικές δεν είναι και τόσο ρόδινες».
Με στοιχεία από The Guardian