ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΝΕΟΙ που παρά το δυσμενές οικονομικό κλίμα, ακολουθούν το παράδειγμα των γονέων τους: εργάζονται σκληρά και αποταμιεύουν, αγοράζουν ένα σπίτι και δημιουργούν ένα σχέδιο συνταξιοδότησης. Πολλοί άλλοι όμως έχουν χάσει την πίστη τους στις παραδοσιακές μεθόδους που φαίνονταν να λειτουργούν για τις προηγούμενες γενιές και προτιμούν να τζογάρουν, κυριολεκτικά, το μέλλον τους.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι, ιδίως όσοι είναι μεταξύ 20 και 35 ετών, επικεντρώνονται σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου, όπως τα κρυπτονομίσματα, τα NFTs, τα αθλητικά στοιχήματα και οι «μετοχές meme», η αξία των οποίων εξαρτάται αποκλειστικά από το αν ένα διαδικτυακό φόρουμ έχει συμφωνήσει να ωθήσει την τιμή προς τα πάνω. Αυτές οι εναλλακτικές μέθοδοι προσφέρουν τη δυνατότητα υψηλών βραχυπρόθεσμων αποδόσεων, αλλά και σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο.
Οι ειδικοί που προειδοποιούν για τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις του φαινομένου εδώ και αρκετό καιρό, έχουν εντοπίσει αυτή τη συμπεριφορά των νέων ως σύμπτωμα αυτού που αποκαλούν «οικονομικό μηδενισμό». Ο όρος υποδηλώνει την απώλεια της πίστης στην ορθή λειτουργία της αγοράς και στην πραγματική αξία του χρήματος.
Ο Κοφινάς ορίζει τη φιλοσοφία αυτή ως την αντίληψη ότι τα κερδοσκοπικά assets δεν έχουν εγγενή αξία. Κάποιος δηλαδή αγοράζει ένα κρυπτονόμισμα όχι επειδή πιστεύει στις τεχνολογικές δυνατότητες ή τη χρησιμότητά του, αλλά απλώς επειδή αναμένει ότι η τιμή του θα αυξηθεί, λόγω ζήτησης.
Για έναν «οικονομικό μηδενιστή», το να στοιχηματίσει εκατό δολάρια ότι η Ρεάλ Μαδρίτης θα κερδίσει 3-2 μια άλλη ομάδα ή να επενδύσει σε ένα κρυπτονόμισμα για το οποίο άκουσε στο YouTube, αποτελεί μια χρήση του χρήματος εξίσου έγκυρη με οποιαδήποτε άλλη, δεδομένης της όλο και πιο αμφισβητούμενης υποκείμενης αξίας της παγκόσμιας οικονομίας. «Είναι δύσκολο να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που θέλουν να πλουτίσουν γρήγορα, από τη στιγμή έχουν χάσει την πίστη τους στην ικανότητά τους να πλουτίσουν αργά», καταλήγει ο Andrew Edgecliffe-Johnson, σε πρόσφατο άρθρο των Financial Times.
Ο όρος «οικονομικός μηδενισμός» επινοήθηκε από τον Ελληνοαμερικανό οικονομολόγο Δημήτρη Κοφινά που στα νιάτα του υπήρξε οπαδός του φιλελεύθερου οικονομολόγου Φρίντριχ Χάγιεκ και του libertarian πολιτικού Ρον Πολ. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο και, σε ηλικία μόλις 30 ετών, εμφάνισε άνοια, σε σημείο που ήταν αναγκασμένος να στερεώνει τα κλειδιά του στη ζώνη του από φόβο μήπως δεν μπορέσει να μπει στο σπίτι του. Τελικά, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και όταν ξύπνησε, πληροφορήθηκε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εκλεγεί στην προεδρία. «Έπρεπε να γυρίσω πίσω και να αλλάξω ολόκληρο το πλαίσιο της σκέψης μου για να καταλάβω τι είχε συμβεί», εξηγεί σήμερα.
Ο Κοφινάς άφησε πίσω τα παλιά, κοίταξε καλά το παρόν και ανέπτυξε την έννοια του «οικονομικού μηδενισμού», την οποία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 2020, σε ένα επεισόδιο του δημοφιλούς podcast του Hidden Forces, που είχε τίτλο Financial Nihilism: Price Discovery in a World Where Nothing Matters (Οικονομικός μηδενισμός: Η ανακάλυψη της αξίας σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν μετράει).
Ο Κοφινάς ορίζει τη φιλοσοφία αυτή ως την αντίληψη ότι τα κερδοσκοπικά assets δεν έχουν εγγενή αξία. Κάποιος δηλαδή αγοράζει ένα κρυπτονόμισμα όχι επειδή πιστεύει στις τεχνολογικές δυνατότητες ή τη χρησιμότητά του, αλλά απλώς επειδή αναμένει ότι η τιμή του θα αυξηθεί, λόγω ζήτησης. «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα μεταμοντέρνο επενδυτικό πλαίσιο, όπου η τιμή έχει αυτοαναφορική αξία», λέει. «Για τους χρηματοοικονομικούς μηδενιστές, το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι η αφήγηση».
Ο Κοφινάς υποστηρίζει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όπως τα πακέτα διάσωσης των τραπεζών και οι τεράστιες ποσότητες χρήματος που τυπώθηκαν για την τόνωση της οικονομίας, δημιούργησαν μια αντίληψη αδικίας στον γενικό πληθυσμό και κατέρριψαν τη «μυθολογία του χρήματος», δείχνοντας ότι η αξία του δεν είναι εγγενής, αλλά εξαρτάται από την εμπιστοσύνη και τις κυβερνητικές πολιτικές.
«Η ιδέα ότι όλοι παίζουμε με τους ίδιους κανόνες κατέρρευσε», συνοψίζει, συμπληρώνοντας ότι τα κρυπτονομίσματα ήταν το «μεγάλο όχημα» μέσω του οποίου εξαπλώθηκε «ο καρκίνος του χρηματοπιστωτικού μηδενισμού». Ο Κοφινάς εξηγεί ότι οι πρώτοι οπαδοί του Βitcoin ήταν ιδεαλιστές που επεδίωκαν να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό, αποκεντρωμένο και χωρίς μεσάζοντες νομισματικό σύστημα, όπου η αξία του νομίσματος δεν θα υπόκειται σε χειραγώγηση από κυβερνήσεις ή μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ωστόσο, από το 2017, με την άνοδο των ICOs (Initial Coin Offerings), ενός εργαλείου που προσφέρει στους επενδυτές κρυπτονομίσματα ή κουπόνια αντί για μετοχές εταιρειών, η αντίληψη για τα κρυπτονομίσματα έχει μετατραπεί από ουτοπική σε μηδενιστική. «Οι ιδεαλιστές μετατράπηκαν σε κερδοσκόπους... και οι πιο επιτυχημένοι άνθρωποι στον κόσμο των κρυπτονομισμάτων αποδείχθηκαν οι παραμυθάδες, όχι οι μηχανικοί», εξηγεί. «16 χρόνια μετά τη γέννηση του Bitcoin, ποιος πραγματικά πιστεύει ακόμα ότι αυτό μπορεί να αλλάξει το σύστημα;»
Με στοιχεία από EL PAÍS