Ο δρόμος για τη λίμνη Στεφανιάδα είναι ορεινός, δύσβατος και γεμάτος στροφές. Σε πολλά σημεία αναγκάζεσαι να ακολουθήσεις εναλλακτικές διαδρομές, αφού οι ανυπολόγιστες ζημιές που προκάλεσαν τα δύο ακραία καιρικά φαινόμενα, ο Ιανός και ο Daniel, είναι ακόμα εμφανείς. Τόσους μήνες μετά, ακόμα προκαλεί έκπληξη το μέγεθος της καταστροφής. Ωστόσο, η διαδρομή σε αποζημιώνει, η ευεργετική δύναμη της φύσης κάνει παντού αισθητή την παρουσία της. Ατελείωτα ελατοδάση, υπεραιωνόβιες οξιές, καστανιές, βελανιδιές, πανύψηλες βουνοκορφές, χαράδρες και ποτάμια μαγνητίζουν το βλέμμα του επισκέπτη. Οι περισσότεροι δυσπρόσιτοι οικισμοί που συναντώ κατά μήκος της διαδρομής είναι σχεδόν ερειπωμένοι. Κάποιες επιγραφές, μάρτυρες του παρελθόντος, σε συνδυασμό με κάποια αρχοντικά, προσφέρουν ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο.
Τελικός προορισμός μου είναι η νεότερη φυσική λίμνη της Ελλάδας, η οποία δημιουργήθηκε το 1963 εξαιτίας μιας γιγαντιαίας κατολίσθησης, ύστερα από πολλές μέρες έντονων βροχοπτώσεων, και πήρε το όνομά της απ’ το γειτονικό χωριό. Παντού επικρατεί ησυχία. Στις όχθες της ένας μεσήλικας ψαρεύει και δυο νεαροί κάνουν πικνίκ, απολαμβάνοντας το γαλήνιο τοπίο. Εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι στον πυρήνα της οροσειράς των Αγράφων στη νότια Πίνδο. Ντόπιοι θα μου πουν ότι η λίμνη δημιουργεί ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς, αποτελεί ωστόσο και έναν από τους λόγους παρακμής του οικισμού, αφού οι κατολισθήσεις παρέσυραν πολλά σπίτια – μερικά βρίσκονται ακόμα και σήμερα στον βυθό της. Το θετικό είναι ότι η λίμνη αποκτά ζωή τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε πραγματοποιούνται αθλητικές δραστηριότητες.
Δεν υπάρχει ίντερνετ, ούτε η δυνατότητα για εξ αποστάσεως εργασία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια κάπως έχει βελτιωθεί το οδικό δίκτυο, γιατί υπήρχαν φορές κατά το παρελθόν που περνούσαμε περισσότερες από δέκα μέρες αποκλεισμένοι, χωρίς ρεύμα, τηλέφωνο και πρόσβαση.
Σ’ αυτόν τον κρυμμένο παράδεισο, ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία που αξίζει να επισκεφθεί κανείς είναι η Ιερά Μονή Σπηλιάς που ιδρύθηκε το 1604. Χτισμένη σε υψόμετρο 900 μέτρων, ξεπροβάλλει πάνω από έναν εντυπωσιακό απόκρημνο βράχο, προκαλώντας δέος στους προσκυνητές. Μέσα στη μονή υπάρχουν δύο εκκλησίες οι οποίες χτίστηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που είναι ο παλιότερος, και αυτός της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος χτίστηκε μεταγενέστερα και είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος. Η μονή διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, αποτέλεσε πολλές φορές ορμητήριο του αγωνιστή Γεωργίου Καραϊσκάκη, λόγω της στρατηγικής της θέση. Εκεί ο ήρωας του Αγώνα έκανε πολεμικές συσκέψεις και συμβούλια.
Σε απόσταση αναπνοής, στον οικισμό Ραγάζια, λειτουργεί μία από τις ελάχιστες ταβέρνες, που έχει ενοικιαζόμενα δωμάτια και παραδοσιακά φαγητά. Εκεί με υποδέχεται ο κ. Βάιος Πόζιος, ο ιδιοκτήτης, μια ξεχωριστή μορφή της περιοχής. Αρχικά, μου εξηγεί με περήφανο ύφος ότι το χωριό του, τα Κουμπουριανά, είναι ένας ιδιαίτερος τόπος, αφού βρίσκεται στα σύνορα Θεσσαλίας, Στερεάς, Δυτικής Ελλάδας και Ηπείρου. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι είναι κρίμα που η Λίμνη Πλαστήρα μονοπωλεί το ενδιαφέρον των επισκεπτών. «Είμαστε μέρος μιας Ελλάδας ξεχασμένης, η οποία αργοπεθαίνει εδώ και δεκαετίες» λέει και διακρίνω στην έκφρασή του μια πικρία. Και είναι αλήθεια ότι όσο ήμουν εκεί αισθανόμουν πως διέσχιζα έναν ανεξερεύνητο κόσμο ο οποίος απουσιάζει από κάθε τουριστικό οδηγό. Οι άνθρωποι εδώ παλεύουν μόνοι τους με μοναδικό τους κίνητρο την αγάπη για τον τόπο όπου γεννήθηκαν. Ο κ. Βάιος διατηρεί την επιχείρηση με τη σύζυγό του, Βάσω, και προσφέρουν παραδοσιακά πιάτα με κρέας δικό τους και ζαρζαβατικά από τον κήπο τους. Δυστυχώς, τον χειμώνα είναι ελάχιστοι οι επισκέπτες, μοναδική εξαίρεση αποτελούν κάποιοι ορειβατικοί σύλλογοι.
Καθισμένος μπροστά στο τζάκι, μιλάει για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ αυτόν τον τόπο. Όλα αυτά τα χρόνια έφυγα μόνο για μια πενταετία, όταν άνοιξα ένα κέντρο δημοτικής μουσικής στο κέντρο της Αθήνας που το είχα ονομάσει “Γκόλφω”. Αποφάσισα, όμως, να επιστρέψω. Η καθημερινότητα έχει πολλές αντιξοότητες, αλλά το χειρότερο είναι ότι η πολιτεία δεν μας δίνει κίνητρα. Αρχικά, δεν εξαιρούμαστε από τη χρήση των μηχανημάτων POS κι αυτό είναι κωμικοτραγικό, διότι η τράπεζα μάς υποχρεώνει πλέον να το έχουμε σε λειτουργία, παρότι δεν έχει ίντερνετ το χωριό. Επίσης, πριν από λίγες μέρες μού έβαλαν ένα πρόστιμο περίπου εκατό ευρώ επειδή φαινόταν ανενεργό. Μα πώς θα το λειτουργήσω όταν ούτε κόσμο έχω ούτε η σύνδεση είναι εφικτή; Κάποιοι πελάτες εκνευρίζονται, και δικαιολογημένα. Επίσης, εξαιτίας ενός κεραυνού το τερματικό βραχυκύκλωσε. Χρειάστηκε να δώσω διακόσια ευρώ στον λογιστή και τελικά πρέπει να μου σταλεί καινούργιο από την Αθήνα.
»Αδιανόητες καταστάσεις για ηλικιωμένους ανθρώπους όπως εγώ, που δεν έχουμε ούτε την οικονομική ευχέρεια αλλά ούτε και τις γνώσεις. Υπήρχε μια ρύθμιση που μας εξαιρούσε επειδή είμαστε οικισμός με ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, αλλά καταργήθηκε κι αυτή. Σήμερα, για να φανταστείτε, έχω δώσει μόνο δύο καφέδες από το πρωί σε ένα χωριό όπου οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους δέκα. Φυσικά, όσοι εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές δεν έχουν κατά νου πόσο μεγάλο είναι το κόστος μεταφοράς των προϊόντων προκειμένου να διατηρήσουμε ανοιχτό το μαγαζί ή να έχουμε κάποια δωμάτια ώστε οι άνθρωποι που έρχονται να βρίσκουν ένα πιάτο φαΐ κι ένα κρεβάτι για να κοιμηθούν. Όλοι αυτοί είναι λόγοι που τα χωριά μας ερημώνουν και οι νέοι δεν έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν μόνιμα εδώ. Δεν υπάρχει ίντερνετ, ούτε η δυνατότητα για εξ αποστάσεως εργασία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια κάπως έχει βελτιωθεί το οδικό δίκτυο, γιατί υπήρχαν φορές κατά το παρελθόν που περνούσαμε περισσότερες από δέκα μέρες αποκλεισμένοι, χωρίς ρεύμα, τηλέφωνο και πρόσβαση. Ένα άλλο μεγάλο μας πρόβλημα είναι εκείνο της αγέλης των λύκων που αποδεκατίζουν τα κοπάδια μας και μας φέρνουν σε απόγνωση και οικονομικό αδιέξοδο».
Οι τοίχοι της ταβέρνας είναι διακοσμημένοι με οικογενειακά κειμήλια, υφαντά, βιβλία, γκλίτσες, μουσικά όργανα, φωτογραφίες και σπάνια αντικείμενα. Όση ώρα συζητάμε, η κυρία Βάσω μαγειρεύει στον ξυλόφουρνο τον πλαστό, την πιο γνωστή πίτα της Θεσσαλίας. «Ο πλαστός είναι μια πολύ παλιά πίτα της Θεσσαλίας, μια παραδοσιακή χορτόπιτα η οποία γίνεται με καλαμποκάλευρο, που βγαίνει άφθονο στον Θεσσαλικό Κάμπο, με χόρτα και, φυσικά, με τυρί φέτα, μπόλικο βούτυρο και ελαιόλαδο». Στη συνέχεια φέρνει λαχανικά από το περιβόλι, τηγανίζει πατάτες και ψήνει μπιφτέκια στη στόφα.
«Κατολισθήσεις, πάγος και χιόνι διακόπτουν ακόμα και σήμερα την επικοινωνία μας από την υπόλοιπη Ελλάδα», λέει λίγο αργότερα, ενώ φέρνει ξύλα για το τζάκι. Και συνεχίζει: «Ούτε στιγμή δεν έχουμε μετανιώσει που λειτουργήσαμε την ταβέρνα σε αυτόν τον απομακρυσμένο τόπο, αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια από την πολιτεία. Αν κλείσουμε κι εμείς, θα ερημώσει τελείως το χωριό μας». Ο Βάιος και η Βάσω κάνουν τα πάντα για να αισθανθείς ότι βρίσκεσαι σπίτι σου. «Εδώ πάνω είμαστε φιλόξενοι άνθρωποι, αλλά μας στενοχωρεί που αναγκαζόμαστε να λέμε στους επισκέπτες μόνο τους καημούς και τα προβλήματά μας», λένε με μελαγχολικό ύφος.
Αφήνοντας πίσω σου αυτό το ειδυλλιακό τοπίο των Αγράφων, νιώθεις σαν να ταξίδεψες στην τελευταία γωνιά της Ελλάδας. Σκέφτομαι, όμως, τους ανθρώπους αυτούς που, παρά τις δυσκολίες και τα πολλαπλά εμπόδια, δεν διστάζουν να σ’ ευχαριστήσουν που επισκέφθηκες τον τόπο τους και με διαχυτικότητα σε αποχαιρετούν με ένα πηγαίο και αυθεντικό χαμόγελο. Φτάνοντας στη Λίμνη Πλαστήρα, η φράση του Βάιου παραμένει στο μυαλό μου – μου θύμισε τι έλεγαν παλιότερα οι συγχωριανοί του όταν αισθάνονταν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο: «Βασίλειον της Ελλάδος πλην Αργιθέας».