Η ΑΡΕΟΠΟΛΗ ΧΤΙΣΤΗΚΕ στους πρόποδες του Σαγγιά, σε υψόμετρο 250 μέτρων, μεταξύ του κόλπου του Διρού και του Οιτύλου και αποτελεί το κέντρο της ανατολικής Μάνης. Πρόκειται για έναν οικισμό-οχυρό με πλακόστρωτα σοκάκια, πέτρινα σπίτια, πύργους και πολλές εκκλησίες.
Κάθε καλοκαίρι, μόλις έκλεινε το σχολείο, ερχόμασταν με τον αδελφό μου στο χωριό, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η μητέρα μου, και μέναμε με τους παππούδες μας. Ήταν ευκαιρία να απολαύσουμε το μπάνιο στο Λιμένι αλλά και σε άλλες παραλίες της Μάνης, να παίξουμε πιο ελεύθερα απ’ ό,τι στην Αθήνα, να μάθουμε να οδηγούμε από μικροί με τη βοήθεια του παππού, αλλά και σκοποβολή.
Η Μάνη είναι ένας τόπος ιδιαίτερος, κυρίως το ανατολικό της τμήμα. Είναι ξερός, καλυμμένος με ελαιόδεντρα, φραγκοσυκιές και θυμάρι, γεμάτος βράχους και πέτρες, ένας τόπος που η θάλασσα τον τρώει, γι' αυτό έχει πολλές σπηλιές στις παραλίες της. Πάντα μου έρχεται στο μυαλό το επίθετο «τραχύς» όποτε θέλω να περιγράψω τον τόπο ή τους ανθρώπους της, μια και ο άνθρωπος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τόπο όπου ζει. Είναι όμορφος, επιβλητικός, κάποιες φορές τρομακτικός με τη γοητεία που του δίνει η ιστορία του. Έτσι κάπως είναι και οι άνθρωποί του. Για να καταλάβει κανείς τι εννοώ, αρκεί να επισκεφθεί το Λιμένι, το Οίτυλο, την Αρεόπολη, τη Βάθεια, τα σπήλαια του Διρού, τα Μουντανίστικα, την Αλύπα, το Μέζαπο, το Ταίναρο.
Πάντα μου έρχεται στο μυαλό το επίθετο «τραχύς» όποτε θέλω να περιγράψω τον τόπο ή τους ανθρώπους της Μάνης, μια και ο άνθρωπος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τόπο όπου ζει. Είναι ένας τόπος όμορφος, επιβλητικός, κάποιες φορές τρομακτικός και με τη γοητεία που του δίνει η ιστορία του.
Εδώ και χρόνια ο αδελφός μου ήθελε να μετακομίσει στη Μάνη και να ανοίξει ένα μαγαζί. Όταν γνωρίστηκε με τον σύντροφό μου κάπως έδεσε αυτή η ιδέα μεταξύ τους. Αρχικά, δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί, λόγω και της απόστασης, καθώς μέναμε όλοι στην Αθήνα ακόμα. Την πρώτη χρονιά ήταν αρκετά δύσκολα, μια και το δικό μας μαγαζί λειτουργεί μόνο σεζόν, περίπου πέντε-έξι μήνες· λόγω του περιορισμένου εσωτερικού χώρου δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Επίσης, επειδή εγώ και ο σύντροφός μου εργαζόμαστε ως ηθοποιοί, τη χειμερινή περίοδο έχουμε συνήθως πρόβες και παραστάσεις. Επομένως, ήταν συνειδητή απόφαση πως πια θα μοιράζουμε τον χρόνο μας μεταξύ Αθήνας και Αρεόπολης.
Το μαγαζί μας ονομάζεται Μάνη τ’ Άρη ή Mani t’Ari. Πήρε το όνομά του από τον θεό Άρη και την περιοχή. Όπως η Αρεόπολη, έτσι και η Μάνη ολόκληρη θα μπορούσε να είναι αφιερωμένη στο θεό Άρη. Συμπίπτει και με το όνομα του αδελφού μου, οπότε κούμπωσε. Η επιχείρηση ήταν μια ιδέα που ξεκίνησε ο ίδιος μαζί με τον σύντροφό μου Πολύκαρπο και στη συνέχεια με έπεισαν κι εμένα να συμμετέχω. Πρόκειται για ένα cocktail bar στην καρδιά του πεζόδρομου της πόλης με πρωτότυπα κοκτέιλ, συχνά εμπνευσμένα από πειρατές ή πειρατικά anime, όπως το γνωστό «One piece».
Το μαγαζί είναι διακοσμημένο με χειροτεχνίες, ποιήματα γραμμένα σε παραθυρόφυλλα, στιχάκια στους δίσκους μας και άλλα. Κάθε μέρα μπορείς να ακούσεις διαφορετικά είδη μουσικής με ιδιαίτερες μουσικές που επιλέγει η κουμπάρα μου Ελευθερία. Όπως καταλαβαίνεις, είναι ένα οικογενειακό μαγαζί. Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, καθώς εκεί στεγαζόταν το τσαγκάρικο του παππού μας και στη σοφίτα του το ραφείο της γιαγιάς. Είναι σαν ένα κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας που συνεχίζεται.
Λόγω του χρόνου που αφιερώναμε με τον αδερφό μου στο χωριό, γνωρίζουμε μόνιμους κατοίκους – ο αδερφός μου περισσότερους. Αλλά και πολλοί που δεν μας γνώριζαν προσωπικά μας έμαθαν και υποδέχτηκαν θερμά το εγχείρημά μας και την απόφασή μας να μένουμε μεγαλύτερο διάστημα στο χωριό. Πολλοί προσπαθούν να μας πείσουν να μείνουμε και τον χειμώνα και έρχονται με την πρώτη ευκαιρία να μας δουν στο θέατρο.
Είναι συγκινητικό όταν συμβαίνει αυτό, καθώς πάντα θα υπάρχει και η αντίθετη πλευρά που θα σε στενοχωρεί. Δηλαδή άνθρωποι που επειδή δεν γεννήθηκες και δεν μεγάλωσες στο χωριό σε θεωρούν ξένο και σε αντιμετωπίζουν με καχυποψία ή απλώς με κακία. Δυστυχώς, αυτή η πλευρά είναι αναπόφευκτη, αλλά νιώθω και ευγνώμων καθώς, γνωρίζοντάς μας σταδιακά, πιστεύω ότι γίνονται όλο και λιγότεροι. Οι φίλοι μας στην Αθήνα είδαν με καλό μάτι την ιδέα μας και την απόφασή μας, παρακινώντας μας κιόλας προς αυτή.
Στα θετικά σημειώνω σίγουρα τη δημιουργία δεσμών με τους ανθρώπους, την επαφή με τη φύση, τη θάλασσα, τον καθαρό αέρα, τη χαρά της υλοποίησης του σχεδίου και της συνεργασίας με δικούς σου ανθρώπους. Αρνητικό στοιχείο είναι η απόσταση που σε χωρίζει από φίλους, συγγενείς που μένουν στην Αθήνα, η έλλειψη ποικιλίας δραστηριοτήτων.
Αλλά, να σου πω την αλήθεια, κι αυτά δυσκολεύομαι να τα δω έτσι, καθώς τον μισό χρόνο μπορούμε να τα απολαμβάνουμε. Στην πραγματικότητα, νιώθω τυχερή που συνδυάζουμε έτσι τον χρόνο μας, καθώς, όποτε έχεις ανάγκη τον άλλον, μπορείς να τον συναντάς. Δηλαδή, καλά-καλά δεν προλαβαίνει να μας λείψει κάτι. Ίσα που προλαβαίνουμε να το νοσταλγήσουμε και πάλι βρισκόμαστε εκεί που θέλουμε· αυτό δικαιώνει και την επιλογή μας.
Προς το παρόν, στον τομέα του τουρισμού δεν έχουμε δρομολογήσει κάτι άλλο, όμως, επειδή πολλοί από εμάς είμαστε καλλιτέχνες, έχουμε σκεφτεί πως θα θέλαμε κάποια στιγμή να δημιουργήσουμε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα και κάποιο εργαστήρι.
Δεν είμαι κατάλληλος άνθρωπος για συμβουλές, μια και πριν κάνω αυτό το βήμα έλεγα πάντα ότι δεν μπορούσα να μείνω πολύ στην επαρχία, ήμουν παιδί της πόλης, σίγουρα και λόγω του επαγγέλματός μου. Όμως, μπορώ να πω από τη δική μου εμπειρία πως η επαρχία σού προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής. Η Αθήνα με τους ρυθμούς της δεν είναι βιώσιμη, δεν προλαβαίνεις να ζήσεις καλά, ακόμα κι αν το θέλεις.
Για την ακρίβεια, επιβιώνεις και καταφέρνεις να κερδίσεις 10 μέρες διακοπών που ονομάζεις ζωή… Από την άλλη, ακριβώς επειδή νιώθω τυχερή και πιστεύω ότι βρίσκομαι σε «πλεονεκτική» θέση αφού έχω καταφέρει τον συνδυασμό που ανέφερα, ίσως να μη βλέπω καθαρά. Δηλαδή αν ερχόταν το δίλημμα «Αθήνα ή Αρεόπολη», δεν νομίζω να μου ήταν εύκολη η επιλογή!