Το ταξίδι στην Προβηγκία υπήρξε για χρόνια το «εσωτερικό» μας αστείο. Κάθε χρόνο η ιδέα ήταν να δούμε επιτέλους τα ατελείωτα λιβάδια με τις λεβάντες, αλλά εν τέλει δεν «βγαίναμε» και οργανώναμε μια πιο σεμνή και ταπεινή εξόρμηση. Μέχρι που ήρθε ο Covid και μας έκλεισε εντός και επί τα αυτά.
Όταν επιτέλους ο ιός αποφάσισε να μαλακώσει και αφού προηγουμένως είχαμε περάσει διά πυρός και σιδήρου, ξεχυθήκαμε σαν τους τρελούς, με σύνθημα «μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε». Μαζέψαμε την ακούσια αποταμίευση του εγκλεισμού και ξεκινήσαμε για Γαλλία οδικώς, να γλεντήσουμε τα «νιάτα» μας «πριν μας πιάσει λάστιχο».
Les Baux-de-Provence (Λε Μπο-ντε-Προβάνς)
Ένα από τα ομορφότερα χωριά της Γαλλίας έχει χαρακτηριστεί το Les Baux-de-Provence, ένα πέτρινο μεσαιωνικό χωριό που βρίσκεται «γαντζωμένο» στην άκρη ενός βράχου. Τα πούλμαν πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, οι τουρίστες συνωστίζονται στα στενά καλντερίμια και τα σουβενίρ ξεπουλάνε με ταχύτατους ρυθμούς – τα άπαντα της λεβάντας, κυριολεκτικά.
Όσο κι αν έχει κανείς την παρόρμηση να σνομπάρει τέτοιους προορισμούς, στην πραγματικότητα αυτό που θέλει είναι να τους απολαύσει με την ησυχία του. Κάτι τέτοιο είχαμε στο μυαλό μας όταν καταφθάσαμε σούρουπο και είδαμε με ικανοποίηση ότι τα πούλμαν είχαν φύγει, αφήνοντάς πίσω τους λιγοστά αυτοκίνητα.
Μπιστρό, πολυτελή ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφέ ήταν γεμάτα κόσμο, που έμοιαζε, ομολογώ, αρκετά «καλοβαλμένος». Εντάξει, εδώ δεν είναι ανάγκη να φάτε. Μπορείτε όμως να ζήσετε τον μύθο σας πίνοντας έναν καφέ ή μια μπίρα στο «Les deux garcons», την brasserie όπου σύχναζαν ο Σεζάν, ο Ζολά και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Τον Μεσαίωνα το χωριό ήταν το προπύργιο μιας φεουδαρχικής επικράτειας που κάλυπτε 79 πόλεις και χωριά και οι πρίγκιπές του απέκτησαν τρομερή φήμη – ισχυρίζονταν μάλιστα πως ήταν απόγονοι του βιβλικού μάγου Βαλτάσαρ και είχαν για οικόσημο ένα δεκαεξάκτινο αστέρι.
Βλέποντας τον οχυρωμένο οικισμό από μακριά, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τα τείχη, που προδίδουν την ισχύ του παρελθόντος και εξηγούν ταυτόχρονα τη σημερινή δημοφιλία της περιοχής. Πέτρινο, γραφικό και κουκλίστικο είναι το Les Baux-de-Provence, δεν χορταίνεις να το βλέπεις.
Εξερευνώντας τα δρομάκια, δεν αργήσαμε να εντοπίσουμε πού θα δοκιμάσουμε το ασορτί με τον τόπο παγωτό λεβάντα. Αφού είχαμε χαρεί τις μοβ πλαγιές, είχε έρθει και η ώρα να φάμε το αντικείμενο του πόθου μας. Φοβάμαι, ωστόσο, πως πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν ό,τι πιο κοντά σε μαλακτικό ρούχων έχω γευτεί.
Η επόμενη επιλογή ευτυχώς στέφθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία, μιας και απολαύσαμε το aperitivo μας δίπλα στα τείχη του 13ου αιώνα, με θέα την ευλογημένη γη της Προβηγκίας. Όλα θα ήταν ιδανικά, αν κατά τις δέκα δεν μας ενημέρωναν ότι «σχόλασε ο γάμος» και το μαγαζί πρόκειται να κλείσει. Μαζί του ουσιαστικά έκλεινε για βράδυ και το χωριό, μόλις είκοσι μόνιμοι κάτοικοι έχουν απομείνει εκεί εξάλλου…
Aix-en-Provence (Εξ-αν-Προβάνς)
Στην Aix-en-Provence διστάζαμε να πάμε, φοβόμαστε ότι θα μπλέξουμε με το αυτοκίνητο, καθώς πρόκειται για μια πόλη με κοντά 150.000 κατοίκους. Πώς να αντισταθείς όμως στην αγαπημένη πόλη του Πολ Σεζάν, που υπήρξε κέντρο των γραμμάτων, των τεχνών αλλά και της πολυτέλειας, και να περάσεις ακριβώς δίπλα της; Προφανώς δεν μας πήγαινε η καρδιά, κι έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε μια απόπειρα, μήπως και βρούμε πάρκινγκ χωρίς να βασανιστούμε.
Ο άγιος που προστατεύει τους αυθόρμητους ταξιδιώτες –κάποιος θα υπάρχει, δεν μπορεί– φαίνεται πως ήταν με το μέρος μας και λίγα λεπτά αργότερα βρεθήκαμε να βαδίζουμε στη φημισμένη οδό Μιραμπό με τα πλατιά πεζοδρόμια, τις δύο σειρές πλατάνια και τα εντυπωσιακά κτίρια εκατέρωθεν.
Μπιστρό, πολυτελή ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφέ ήταν γεμάτα κόσμο, που έμοιαζε, ομολογώ, αρκετά «καλοβαλμένος». Εντάξει, εδώ δεν είναι ανάγκη να φάτε. Μπορείτε όμως να ζήσετε τον μύθο σας πίνοντας έναν καφέ ή μια μπίρα στο «Les deux garcons», την brasserie όπου σύχναζαν ο Σεζάν, ο Ζολά και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Αν αγαπάτε την αρχιτεκτονική, αξίζει να επισκεφθείτε τον Καθεδρικό του Σωτήρα, που έχει καταφέρει να συνδυάζει αρχιτεκτονικά στοιχεία δώδεκα αιώνων – δεν το λες και λίγο. Από εκεί και πέρα, το ιστορικό κέντρο σάς περιμένει. Τριγυρίστε στα δρομάκια, εντοπίστε τα άπειρα σιντριβάνια –να μην ξεχνάμε ότι η πόλη έχει και θερμές πηγές–, κάντε τις προμήθειές σας σε τοπικά προϊόντα και τιμήστε τους φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία. Δεν θα το μετανιώσετε.
Cucuron (Κουκουρόν)
«Θα σας πάω για καφέ κάπου που θα σας αρέσει πολύ», υποσχέθηκε ο Τάσος, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Τα διάσημα χωριά της περιοχής τα ξέραμε, αυτήν τη φορά όμως κατευθυνόμαστε σε έναν πιο ταπεινό προορισμό.
Το Cucuron είχε τα δικά του «δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας» όταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ, που ζει στην κοιλάδα Luberon, το επέλεξε για τα γυρίσματα της ταινίας του «A good year» (2006). Μπορεί ο έρωτας του Ράσελ Κρόου με τη Μαριόν Κοτιγιάρ να μην έκλεψε της καρδιές των θεατών, το μικρό χωριό με το κάστρο, όμως, έζησε στιγμές δόξας.
Όλα έχουν επανέλθει, πλέον, στη γαλήνια καθημερινότητά τους: χαριτωμένα πεντακάθαρα στενά, πολλές γλάστρες με λουλούδια, μπόλικες γάτες. Ωραία όλα αυτά, αλλά ας μπω και στο ψητό: μια πλατεία με πολύχρωμα κτίρια, ψηλά σκιερά δέντρα και μια μεγάλη στέρνα με χρυσόψαρα στο κέντρο ήταν ό,τι χρειαζόμαστε εκείνο το ζεστό μεσημέρι. Μαζί με ικανές ποσότητες παγωτού.
Ménerbes (Μενέρμπ)
Η Ménerbes βρίσκεται κι αυτή στην κοιλάδα Luberon, αλλά το προφίλ της δεν είναι χαμηλό. Έδρα των Προτεσταντών κατά την περίοδο των θρησκευτικών πολέμων, πολιορκήθηκε από τις δυνάμεις του Πάπα Πίου Ε’ από το 1573 έως το 1578, για να υπογράψει τελικά μια «ένδοξη συνθηκολόγηση», αφού τα ταμεία της είχαν κυριολεκτικά αδειάσει και η ακρόπολή της είχε δεχτεί περισσότερα από 900 χτυπήματα και 14 τόνους μολύβι από τα ευλογημένα κανόνια των Καθολικών.
Η πολύπαθη μεσαιωνική ακρόπολη εξακολουθεί να στέκει αγέρωχη και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι επισκέπτες καταφθάνουν στο χωριό που μοιάζει σαν ψεύτικο, μιας και είναι «απιθωμένο» σε έναν λόφο και περιβάλλεται από τη μαγευτική ύπαιθρο της Προβηγκίας. Τα μεσαιωνικά και αναγεννησιακά αρχοντικά που χτίστηκαν την περίοδο της μεγάλης ακμής είναι ευλαβικά συντηρημένα και ανήκουν σε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών – σε γενικές γραμμές.
Πουλώντας έναν και μόνο πίνακά του είχε αγοράσει ο Πάμπλο Πικάσο ένα από αυτά τα ζηλευτά σπίτια, την εποχή που η περιοχή ρήμαζε, βυθισμένη στη φτώχεια. Όταν το 1945 θα αποφασίσει να αντικαταστήσει τη σουρεαλίστρια φωτογράφο, ζωγράφο και ποιήτρια Ντόρα Μάαρ με τη δροσερή Φρανσουάζ Ζιλό, ο γνωστός για την κακοποιητική του συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες ζωγράφος θα χαρίσει το πέτρινο σπίτι στην επί σειρά ετών μούσα του.
Η Ντόρα Μάαρ δεν θα ξεπεράσει ποτέ αυτόν τον χωρισμό. Θα πέσει σε βαριά κατάθλιψη, θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, θα υποστεί ηλεκτροσόκ και δεν θα μπορέσουν να τη βοηθήσουν, παρά τις προσπάθειές τους, ούτε ο φίλος της Πολ Ελιάρ, ούτε και ο ίδιος ο Ζακ Λακάν. Απομονωμένη στη Ménerbes θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της ως σκιά του εαυτού της, ενώ η σημαντική καλλιτεχνική της υπόσταση έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται μόλις τα τελευταία χρόνια.
Μετά τον θάνατό της, στο αρχοντικό –το οποίο σήμερα φιλοξενεί καλλιτέχνες που αναζητούν την έμπνευση– οι κληρονόμοι της θα ανακαλύψουν ότι φυλούσε ως κόρη οφθαλμού ακόμα και το παραμικρό σημείωμα που της είχε γράψει ο μεγάλος ζωγράφος.
Lourmarin (Λουρμαρέν)
Αν ο Πικάσο αγόρασε με μια «Νεκρή φύση» το σπίτι του στη Ménerbes, ο Αλμπέρ Καμί εξαργύρωσε την επιταγή του βραβείου Νόμπελ (1957) για να αποκτήσει το δικό του στο Lourmarin, ένα από τα πιο γοητευτικά χωριά της Προβηγκίας. Κρυμμένο μέσα στις ελιές, τις αμυγδαλιές, τα αμπέλια και τα κυπαρίσσια, το Lourmarin διαθέτει το απαραίτητο αναγεννησιακό κάστρο, πλακόστρωτα, ρομαντικές γωνιές, γκαλερί και τουρίστες, φιλαναγνώστες και μη.
Λουσμένο στον λαμπρό ήλιο που αγαπούσε ο Καμί και πνιγμένο στην άναρχη βλάστηση, το νεκροταφείο του χωριού κρύβει –κυριολεκτικά– τον τάφο του συγγραφέα. Κάτω από μια ανθισμένη πικροδάφνη μετά βίας μπορέσαμε να διακρίνουμε την πέτρα με το όνομα του νομπελίστα, που συνήθιζε να παίζει στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα και που πέθανε ακαριαία σε ηλικία 46 ετών, όταν το «μουράτο» αυτοκίνητο του εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ, καρφώθηκε σε ένα πλατάνι με ταχύτητα κοντά στα 150 χιλιόμετρα, καθώς επέστρεφαν οικογενειακώς στο Παρίσι.
Η γυναίκα και η κόρη του συγγραφέα θα σταθούν τυχερές, ενώ ο Γκαλιμάρ θα χάσει τη μάχη πέντε μέρες αργότερα, σε ένα δυστύχημα το οποίο μέχρι και σήμερα συνοδεύουν θεωρίες συνομωσίας, που υποστηρίζουν ότι η KGB «ξεφορτώθηκε» τον ενοχλητικό συγγραφέα με την αντιρωσική ρητορική – άποψη που ασπαζόταν και ο Πολ Όστερ.
Όπως και να έχει, εμείς, αφού αποτίσαμε φόρο τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους Γάλλους διανοητές, απολαύσαμε σε ένα μικρό καλαίσθητο μπιστρό ένα εξαιρετικό γεύμα, που εκτός από τα απαραίτητα medium rare φιλέτα και μια πεντανόστιμη σαλάτα νισουάζ, περιελάμβανε τοπικό κρασί που μας φάνηκε σαν νέκταρ. Μπορεί να έφυγε νέος ο Καμί, είμαι ωστόσο σίγουρη πως ήξερε να ζει. Γι’ αυτό και λάτρεψε την Προβηγκία.