Η Τιμισοάρα της Ρουμανίας είναι από εκείνες τις πόλεις με τη μακρά ιστορία μέσα στους αιώνες, που κάποια στιγμή οφείλουν να της αναγνωρίσουν τη μεγάλη προσφορά στον πολιτισμό και την παιδεία και να στρέψουν τα φώτα επάνω της. Έτσι, δεν ήταν έκπληξη ότι επιλέχθηκε ως Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Πολιτισμού αρχικά για το 2021, αλλά, όπως και στην περίπτωση της Ελευσίνας, λόγω της πανδημίας η διοργάνωση μεταφέρθηκε για το 2023 – τον τίτλο μοιράζεται με την ελληνική πόλη αλλά και με το Βέσπρεμ της Ουγγαρίας.
Οι λόγοι που την κάνουν να ξεχωρίζει είναι τόσο πολλοί, που είναι απορίας άξιο γιατί ο τίτλος δεν ήρθε νωρίτερα. Μια πόλη που σε εντυπωσιάζει με το που πατάς το πόδι σου, κεντροδυτικά της Ρουμανίας, κοντά στα σύνορα με τη Σερβία και την Ουγγαρία, που μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε τμήμα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Οι πιο πρόσφατες μετρήσεις αναφέρουν πληθυσμό 300.000 κατοίκων, αν και συνολικά η μητροπολιτική περιφέρεια αγγίζει το μισό εκατομμύριο. Η φήμη της στην υπόλοιπη Ρουμανία είναι αυτή μιας πόλης με προφίλ δυτικό, ιστορικά μέρος της κεντρικής Ευρώπης. Τα δεδομένα μιλάνε από μόνα τους, καθώς το 1771 εκεί ξεκίνησε να εκδίδεται η πρώτη γερμανική εφημερίδα της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, η «Temeswarer Nachrichten».
Σε κάθε γειτονιά, μικρότεροι ή μεγαλύτεροι πολιτιστικοί σύλλογοι και κινήσεις πολιτών συμμετέχουν στη μεγάλη διοργάνωση. Χώροι ανακαινίζονται, παλιές και εν μέρει παροπλισμένες κινηματογραφικές αίθουσες προσφέρονται για δράσεις, προβολές και δημιουργικές ιδέες, νέοι αλλά και παιδιά με τις μητέρες τους οργανώνουν δημιουργικές εκδηλώσεις κάθε τύπου.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει καταγράψει τεκμήρια εκατοντάδων ετών, ενώ υπάρχουν και απομεινάρια ρωμαϊκού τείχους. Τα υπέροχα κτίρια του ιστορικού κέντρου της αποτελούν δείγματα λαμπρής αρχιτεκτονικής, που της έχουν προσδώσει τον χαρακτηρισμό «Μικρή Βιέννη». Δείγματα εξαιρετικών αρχιτεκτονημάτων, συχνά δίπλα σε κτίρια σοβιετικής αισθητικής, τα οποία βρίσκονται γύρω από συνοικίες με ονομασίες που παραπέμπουν στο ένδοξο παρελθόν: Τσετάτε, Ιοσεφίν, Ελισαβετίν (προς τιμή της πριγκίπισσας Σίσι), Φάμπρικ.
Οικοδομικά τετράγωνα χωμένα μέσα στο πράσινο, αφού αρχές του 20ού αιώνα ήταν αγροτικές εκτάσεις που περιέβαλλαν την πόλη, την οποία διαπερνά ο ποταμός Μπέγκα, διασχίζοντας υπέροχα πάρκα αναψυχής. Δεν είναι τυχαίο ότι συν τοις άλλοις έχει την ονομασία «Πόλη των πάρκων», και δικαιολογημένα, αφού με το που ξεκινάς να την εξερευνάς, σου αποκαλύπτεται μια απέραντη εξοχή.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Τιμισοάρα ήταν ξεχωριστή. Βιομηχανικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της επαρχίας Μπαράτ, με επιδόσεις σε όλες τις μορφές τέχνης όπως η μουσική, η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική, η πανεπιστημιακή της κοινότητα συνέβαλε σε μια σειρά από επιστημονικά επιτεύγματα. Είναι αναρίθμητες οι πρωτιές για τις οποίες οι ντόπιοι υπερηφανεύονται, όπως ότι το 1884 υπήρξε η πρώτη πόλη της Ευρώπης που απέκτησε ηλεκτρικό φωτισμό στους δρόμους. Αυτός είναι και ο λόγος που το σλόγκαν της πολιτιστικής πρωτεύουσας είναι «Shine your light - Light up your city!», δηλαδή «Λάμψε με το φως σου - Φώτισε την πόλη σου!» – κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.
Εκείνο όμως που την κάνει όντως ξεχωριστή είναι η πολυεθνικότητά της. Επίσημα αριθμεί περισσότερες από 21 εθνικές μειονότητες, με κυρίαρχες τη γερμανική, την ουγγρική και τη σερβική. Ακολουθούν η βουλγαρική, η ιταλική, η ουκρανική, η κοινότητα των Ρομά και άλλες. Αν και η πλειονότητα είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως και στην υπόλοιπη Ρουμανία, καταγράφονται συνολικά 18 θρησκευτικές κοινότητες και, όπως συμβαίνει σε όλους τους τόπους με μακρά ιστορία, όλοι συμβιώνουν αρμονικά μεταξύ τους.
Οι δύο μεγάλες μειονότητες είναι οι Γερμανοί και οι Ούγγροι, γι' αυτό έχουν το προνόμιο να διατηρούν κάτω από τη στέγη του Εθνικού Θεάτρου και της Όπερας (Πολιτιστικό Μέγαρο) τα δικά τους θέατρα, το γερμανικό και το ουγγρικό. Από το κεντρικό μπαλκόνι του θεατρικού αυτού συμπλέγματος ξεκίνησαν το 1989 οι ομιλίες οι οποίες οδήγησαν στην επανάσταση που έριξε τον Τσαουσέσκου. Κι αν σήμερα η Τιμισοάρα είναι διάσημη διεθνώς, το οφείλει σε εκείνη την ηρωική εποχή και στα γεγονότα που ακολούθησαν, προκαλώντας δυστυχώς πολλούς θανάτους λόγω των διαδηλώσεων που έγιναν στόχος της διαβόητης Σεκιουριτάτε και του στρατού.
Οι ντόπιοι, αυτό το πολυπολιτισμικό αμάλγαμα θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων (Ούγγρος καλβινιστής πάστορας ξεκίνησε τους πύρινους λόγους εναντίον του τυραννικού καθεστώτος), δεν μπορούσαν να ανέχονται το διεφθαρμένο κατεστημένο, καθώς η Τιμισοάρα αποτελούσε ανέκαθεν μια κοινωνία με μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη. Αυτό το χαρακτηριστικό διατηρεί μέχρι σήμερα χάρη στα οκτώ δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια και τους 40.000 φοιτητές τους, που την καθιστά μία από τις σημαντικότερες φοιτητουπόλεις της χώρας.
Το μικρό αεροδρόμιο που αντίκρισα το βράδυ που προσγειώθηκα στη Τιμισοάρα θυμίζει τα αεροδρόμια στην Ελλάδα του ’70. Περπάτησα από το αεροσκάφος μέχρι την υποδοχή και περίμενα αρκετή ώρα για να φτάσουν οι αποσκευές στον μικρό και μοναδικό διάδρομο των αφίξεων. Στην έξοδο με περίμενε μια λιμουζίνα με έναν πρόσχαρο και απολύτως ενήμερο για όλα όσα αφορούν την Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2023 εθελοντή.
Στην έξοδο του αεροδρομίου παρατήρησα έναν γιγάντιο σταυρό και αμέσως σκέφτηκα ότι είχα φτάσει σε πόλη θρησκευόμενη. Αυτό μου το επιβεβαίωσε και η κίνηση του φίλου που, καθώς οδηγούσε, περνώντας έξω από την πρώτη εκκλησία που αντικρίσαμε, έκανε το σταυρό του. Παρ' όλα αυτά, όσο πλησιάζαμε στο ξενοδοχείο, σχεδόν μεσάνυχτα, με πληροφόρησε για όλα τα μπαρ που ήταν πιθανό να είναι ανοιχτά. Λίγη ώρα αργότερα, σε μια πρώτη εξερεύνηση, έφτασα στην πλατεία Ουνίρι (Piața Unirii), ένα τεράστιο τετράγωνο παλιού μεγαλείου που όντως θύμιζε Βιέννη από άποψη αρχιτεκτονικής. Τα διάσπαρτα εστιατόρια και μπαρ, κάτω από τη σκιά των μεγαλοπρεπών οικοδομημάτων, έδιναν μια αίσθηση κοσμοπολιτισμού που δεν είχα νιώσει σε παλιότερες επισκέψεις μου στη Ρουμάνια.
Από το επόμενο πρωί η ολιγοήμερη επίσκεψη μου έδειξε μια ολοζώντανη πόλη που όλα όσα είχα διαβάσει γι’ αυτήν ήταν απλώς εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Η πραγματική της εικόνα είναι απαστράπτουσα! Γιατί βέβαια σπάνια συναντάς τόσο συμπυκνωμένο πολιτισμό σε μια μικρή πόλη βαλκανικής χώρας, ίσως ακριβώς γιατί έχει αυτό το παρελθόν με την ιδιαίτερη πορεία μέσα στην Ιστορία. Η πλατεία Ουνίρι, κάτω από το δυνατό φως της μέρας, αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο, με το συγκλονιστικό μπαρόκ πρώην ανάκτορο που σήμερα στεγάζει το Εθνικό Μουσείο Τέχνης δίπλα στον σερβικό καθεδρικό ναό, ουσιαστικά μια πινακοθήκη πανεθνικής σημασίας με εξαιρετικές μόνιμες συλλογές.
Στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας φιλοξενούσε αναδρομική έκθεση του θρυλικού Ρουμάνου σουρεαλιστή Victor Brauner (1903-1966). Ακριβώς εκείνες τις μέρες εγκαινιαζόταν η 5η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης «Art Encounters» με τίτλο «My Rhino is not a myth», άμεση αναφορά στο εμβληματικό έργο του Ρουμάνου συγγραφέα του θεάτρου του παραλόγου Ευγένιου Ιονέσκο και σε άμεση σύνδεση με το πολιτικό μήνυμα σχετικά με την άνοδο του ναζισμού, το οποίο δυστυχώς μοιάζει σήμερα εξίσου επίκαιρο.
Η τρομερά ενδιαφέρουσα οπτική ταυτότητα είναι εμπνευσμένη από τον «Ρινόκερο» του Ντίρερ, ενώ η κύρια θεματική της Μπιενάλε διερευνά τη συνάντηση τέχνης, επιστήμης/τεχνολογίας, μυθοπλασίας και προοπτικής με σκοπό την επανεκτίμηση της πραγματικότητας ως ενός πλέγματος πολύπλοκων διαδικασιών. Εκτείνεται σε 15 εκθεσιακούς χώρους, συν τρία μοντέρνα κτίρια γραφείων σε όλη την πόλη και πέντε τοποθεσίες που φιλοξενούν δημόσια δρώμενα. Συγκεντρώνει σπουδαίους Ρουμάνους αλλά και διεθνείς καλλιτέχνες (ανάμεσά τους ο Μεξικανός Carlos Amorales) και προσφέρει στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα μια διεθνή και σημαντική παράμετρο. Το εντυπωσιακό πρόγραμμα, το οποίο έχει την υπογραφή του επιμελητή Adrian Notz και μιας συλλογικής επιμελητικής ομάδας, θα ολοκληρωθεί στις 16 Ιουλίου.
Ωστόσο, μια εξαιρετική έκθεση γλυπτικής φιλοξενείται και σε ένα από τα πιο υποβλητικά κτίρια, όχι μακριά από την πλατεία Ουνίρι, τον παλιό στρατώνα που ονομάζεται «U Barracks». Η έκθεση με τίτλο «after SCULPTURE / SCULPTURE after» παρουσιάζει νέους κυρίως Ρουμάνους καλλιτέχνες σε αναζήτηση μιας νέας γλώσσας της πλαστικής τέχνης στη μετα-Μπρανκούζι εποχή μας (ένας ακόμα θρυλικός Ρουμάνος διεθνής καλλιτέχνης) – θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Νοεμβρίου. Μια άλλη έκθεση ιστορικο-κοινωνικού χαρακτήρα είναι η «(r)evolution?» του Revolution Memorial, όπου παρουσιάζονται ντοκουμέντα και στοιχεία που έχουν αντληθεί από αρχεία και ανασυνθέτουν την περίοδο 1945-1989-2022. Μπορείτε να την επισκέπτεστε μέχρι το τέλους του έτους.
Ολόκληρο το κέντρο ανακατασκευάζεται, κάτι που, όπως πληροφορήθηκα, δεν συμβαίνει λόγω του 2023 αλλά έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια, εκτινάσσοντας τον τουρισμό και την επιχειρηματικότητα – νόμιζα ότι βρισκόμουν σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Ωστόσο, τα γεμάτα νέους καφέ και τα πάμπολλα εστιατόρια πρόσφεραν στον επισκέπτη την αισιόδοξη και ευφρόσυνη πλευρά της νέας γενιάς. Η πλατεία Βικτόριεϊ (Piața Victoriei), όπου βρίσκεται το Εθνικό Θέατρο, συνδέεται μέσω μιας ευθείας με τον εντυπωσιακό μητροπολιτικό καθεδρικό ναό, έναν από τους μεγαλύτερους της Ρουμανίας. Κάθε κτίριο εκατέρωθεν της πεζοδρομημένης παραλληλόγραμμης πλατείας έχει τη δική του, ξεχωριστή ιστορία.
Πιο κοντά στο Πολιτιστικό Μέγαρο, που στεγάζει τις κρατικές σκηνές, η Πολιτιστική Πρωτεύουσα έστησε με τη συνδρομή του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Ρουμανίας, των πανεπιστημίων και των βοτανολόγων μια μεταλλική κατασκευή-installation, έναν ολάνθιστο πύργο πέντε επιπέδων, το «The Nursery 1306 - Plants for Timisoara», στο οποίο μπορεί το κοινό να ανέβει και να ατενίσει από ψηλά τη γύρω περιοχή, π.χ. τη σκεπασμένη με πολύχρωμες ομπρέλες οδό Άλμπα Ιούλια αλλά και όλη την πόλη. Ο κύριος στόχος, όμως, είναι ο κατακόρυφος αυτός κήπος-θερμοκήπιο να προτείνει μια άλλη προσέγγιση της βιοποικιλότητας εντός του αστικού περιβάλλοντος, επίσης να εγείρει θέματα κλιματικής αλλαγής, την έλλειψη πόρων και φυσικής κληρονομιάς.
Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν γιατί, κατά τη γνώμη τους, «κόβει» τη θέα στον καθεδρικό ναό – να, λοιπόν, η θρησκοληψία που αντιλήφθηκα με το που έφτασα στην Τιμισοάρα. Πάντως, η θέα από εκεί επάνω, τόσο της πλατείας όσο και του ναού, είναι υπέροχη, ενώ τις νύχτες ο ατμοσφαιρικός φωτισμός προσδίδει καλλιτεχνικό χαρακτήρα στην πόλη. Θα βρίσκεται εκεί μέχρι το τέλος του έτους.
Φυσικά, όπως σε όλες τις πόλεις που γίνονται πολιτιστικές πρωτεύουσες, έτσι και στην Τιμισοάρα έχουν επιστρατευτεί οι πάντες για να πετύχει το εγχείρημα. Σε κάθε γειτονιά, μικρότεροι ή μεγαλύτεροι πολιτιστικοί σύλλογοι και κινήσεις πολιτών συμμετέχουν στη μεγάλη διοργάνωση. Χώροι ανακαινίζονται, παλιές και εν μέρει παροπλισμένες κινηματογραφικές αίθουσες δίνονται για δράσεις, προβολές και δημιουργικές ιδέες, νέοι αλλά και παιδιά με τις μητέρες τους οργανώνουν δημιουργικές εκδηλώσεις κάθε τύπου. Αν μπεις στο επίσημο σάιτ, καταλαβαίνεις ότι η πόλη βρίσκεται σε οργασμό με εκθέσεις, συναυλίες, παραστάσεις. Ανάμεσα στα μουσεία που επισκέφθηκα ήταν και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, το οποίο φιλοξενεί νέους καλλιτέχνες, αναδεικνύοντας τα νέα ταλέντα και τις νέες τάσεις της εικαστικής σκηνής της Ρουμανίας.
Ωστόσο η έκπληξη ήταν δύο μικρές γκαλερί σε ένα εκπληκτικό κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα στην πλατεία Λιμπερτάτι (Piața Libertății) όπου στεγάζεται το West City Radio, η minitremu και η Indecis. Στην τελευταία θα στηθεί μεταξύ 28 Ιουνίου και 20 Ιουλίου το Museum of Queer History and Culture of Timisoara, παράλληλα με το Pride που θα γιορταστεί υπό την αιγίδα της Πολιτιστικής την 1η Ιουλίου. Κατά την επίσκεψή μου παρακολούθησα στο Ουγγρικό Κρατικό Θέατρο τη νεανική παράσταση «Trans Lucid» για τους αγώνες αναγνώρισης των transgender και των non binary ατόμων από τη ρουμανική κοινωνία, ενώ στην ίδια σκηνή, δύο μέρες αργότερα, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης αποθεωνόταν με το «Relic». Παρεμπιπτόντως, μια ενδιαφέρουσα πληροφορία που έμαθα είναι ότι η Τιμισοάρα είναι η γενέτειρα του Ταρζάν, δηλαδή του Τζόνι Βαϊσμίλερ.
Και το μουσικό πρόγραμμα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία, περιλαμβάνει από μπαρόκ μουσική μέχρι τζαζ και ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Η μεταφορά της διοργάνωσης της Πολιτιστικής το ’23 άλλαξε τα δεδομένα και σε επίπεδο διοίκησης, έτσι τώρα δεν υπάρχει καλλιτεχνικός διευθυντής αλλά επιμελητική ομάδα. Εδώ να πούμε ότι η Τιμισοάρα έχει την τύχη να έχει εκλέξει δήμαρχο από το 2020 έναν νέο πολιτικό και Γερμανό υπήκοο, τον σαραντάχρονο Dominic Fritz, που έχει δώσει νέο αέρα στην ιστορική πόλη.
Με προϋπηρεσία στο κόμμα των Πρασίνων της Γερμανίας, έχει φέρει μια σειρά από πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό όραμα, καθώς η Ρουμανία αγωνίζεται να αποτινάξει το παρελθόν της πρώην ανατολικής ευρωπαϊκής χώρας και να συνεισφέρει στο δημοκρατικό μέλλον της ισότητας, της συμπερίληψης και της δημοκρατίας. Ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας όχι μόνο τον αφορά αλλά εργάζεται γι’ αυτόν, στηρίζοντας κάθε αξιόλογη πρωτοβουλία και πιστεύοντας ότι το πολυπολιτισμικό παρελθόν της Τιμισοάρα αποτελεί ιδανική προϋπόθεση της επιτυχίας της διοργάνωσης 2023 αλλά και μάθημα για τη σημερινή Ευρώπη.
Σε μια δημοσιογραφική συνάντηση-brunch το πρωί του Σαββάτου σε κεντρικό καφέ μίλησε μπροστά σε ακροατήριο ξένων δημοσιογράφων για όλα όσα ο ίδιος και η ομάδα της Timisoara 2023 οραματίζονται αλλά και για προβλήματα, όπως το ότι η Ε.Ε. δεν δέχτηκε τη Ρουμανία στη συνθήκη Σένγκεν, κάτι που πριν από λίγους μήνες προκάλεσε σωρεία αντιευρωπαϊκών εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα.
Μεταξύ άλλων, είπε: «Καθώς η τρέχουσα συζήτηση στην Ευρώπη σήμερα είναι πώς να αντιπαραβάλουμε στην αυξανόμενη ατομικιστική λογική την έννοια της κοινότητας, πώς να αντιμετωπίσουμε την αυξανόμενη διαφορετικότητα και την τεχνολογική πρόοδο, πώς να αφομοιωθεί η παράδοση από την έννοια του μέλλοντος, έχω να πω ότι η Τιμισοάρα αντιμετωπίζει όλα αυτά τα θέματα εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Εδώ η διαφορετικότητα όχι μόνο αποτελεί κάτι φυσικό αλλά και πηγή έμπνευσης και ευημερίας. Γιατί όταν μεγαλώνεις με ανθρώπους που σκέφτονται σε διαφορετικές γλώσσες, όταν έχεις αναπτύξει την ικανότητα να μεταπηδάς συνεχώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, όταν θεωρείς φυσιολογικό το ότι οι φίλοι σου πηγαίνουν σε διαφορετική εκκλησία από τη δική σου, τότε μαθαίνεις ότι η διαφορετικότητα διδάσκει, ότι η περιέργεια σε πάει μπροστά αντί να σου προκαλεί φόβο. Ότι η ποικιλομορφία και ο σεβασμός κάνουν την Τιμισοάρα να διαφέρει. Το στοίχημα, λοιπόν, είναι να συνεχίσουμε να λειτουργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, να συνεχίσουμε την κοινή μας ιστορία και να διδάξουμε στην υπόλοιπη Ευρώπη τι σημαίνει αυτό για την κοινή μας ιστορία».
Λίγο αργότερα, διασχίζοντας για τελευταία φορά την πολύχρωμη και γεμάτη νεολαία πλατεία Λιμπερτάτι μαζί με μια παρέα από την Κροατία και την Αυστρία, μας σταμάτησαν τρεις μαθητές γυμνασίου με μαγνητόφωνο στο χέρι για μια έρευνα. Δεχτήκαμε να συμμετάσχουμε. Η ερώτηση ήταν: «Τι γνώμη έχετε για τον ρατσισμό;».