Η συνάντηση με τον Φίκο έγινε μετά από πολλά μηνύματα στο Facebook και πολλές αναβολές, γιατί τον περισσότερο καιρό έλειπε στο εξωτερικό.
Ο Φίκος είναι ένας νεαρός καλλιτέχνης με ξεχωριστό στυλ και μια ξεκάθαρη ελληνικότητα στα έργα του, που τα τελευταία δέκα χρόνια έχει ζωγραφίσει σε πολλές χώρες τοιχογραφίες μεγάλου μεγέθους.
Μεταξύ πολλών άλλων έχει ζωγραφίσει πέντε ορόφους στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (το Πανεπιστήμιο που έβγαλε τον Αϊνστάιν) στο Κτήριο του Ινστιτούτου Υπολογιστικής Επιστήμης. «Είμαι λίγο πολύ τουρίστας, έχω εδώ τη βάση, έρχομαι, φεύγω, συνέχεια» λέει.
«Την τεχνολογία δεν την θεωρώ δεδομένη, το κινητό, ο υπολογιστής, το ίντερνετ, όλα αυτά πάντα με εντυπωσιάζουν, και το έχω σκεφτεί, πες ότι δεν υπήρχε το ίντερνετ τώρα, εγώ τι θα έκανα; Θα ζωγράφιζα στη γειτονιά μου, κανείς δεν θα με ήξερε στον κόσμο, θα ήμουν στο έλεος μιας γκαλερί, και πάλι πολύ περιορισμένα πράγματα. Γενικά είμαι πολύ ευγνώμων για τα πάντα γύρω μου».
Δεν έχω ξαναδεί πόλη πιο βρόμικη από την Αθήνα. Ήμουν στη Βουδαπέστη τώρα. Περπατάς στον δρόμο και χαίρεσαι και ζηλεύεις που είναι όλα τόσο όμορφα και περιποιημένα, βλέπεις τα κτίρια καθαρά, αρχοντικά, μια ομορφιά. Εδώ, ασχήμια. Αυτό είναι το ιδανικό της κοινωνίας μας, να ζούμε μέσα στη βρομιά;
— Γιατί είναι τόσο παρεξηγημένη η βυζαντινή ζωγραφική; Την έχουμε συνδέσει μόνο με εικόνες;
Story of my life! Όπως καταλαβαίνεις, ζω μέσα σε αυτή την παρεξήγηση. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη γέννηση αλλά και τη συντήρησή της. Ο σημαντικότερος, ο οποίος της δίνει και μια βάση, είναι πως η ζωγραφική αυτή στην πραγματικότητα εξυπηρέτησε αποκλειστικά την Ορθόδοξη χριστιανική θεολογία και πλαθόταν επί πολλούς αιώνες για να εκφράζει την πίστη και την αισθητική της εκάστοτε εποχής.
Αυτός είναι και ένας λόγος που οποιαδήποτε απόπειρα δημιουργίας σύγχρονης βυζαντινής ζωγραφικής θα έπρεπε σίγουρα να απέχει από αυτό το ζωγραφικό ύφος. Γιατί πολύ απλά σήμερα δεν ζούμε στο Βυζάντιο. Μιλάω, φυσικά, για την πραγματική δημιουργία, όχι το 99.9% της εικονογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα σήμερα που αποτελεί αντιγραφή. Αυτό δεν είναι τέχνη. Ένας άλλος λόγος που η βυζαντινή ζωγραφική είναι παρεξηγημένη είναι ο Κόντογλου, ο οποίος επαναφέροντας τη βυζαντινή ζωγραφική στην Ελλάδα -επί Τουρκοκρατίας είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται το βυζαντινό στυλ και επικρατούσε το Ναζαρηνό δυτικότροπο ύφος- έκανε ταυτόχρονα και κάτι κακό.
Υποστήριξε θεωρητικά τη λειτουργία των βυζαντινών εικόνων με τέτοιο τρόπο ώστε την εγκλώβισε σε μια αντιγραφική επανάληψη παλαιών προτύπων. Χοντρικά, αυτό που είπε είναι πως η δυτικότροπη ζωγραφική εκφράζει την επίγεια σωματική ομορφιά, ενώ η βυζαντινή ζωγραφική την πνευματικότητα. Έτσι, ταυτίζοντας την βυζαντινή ζωγραφική -όπως αυτή είχε εκφραστεί επιλεκτικά από το 14ο μέχρι το 16ο αιώνα- με κάτι τόσο άγιο, αυτομάτως κάθε τι νέο, άρα διαφορετικό, απαγορεύτηκε ως μη πνευματικό. Δυστυχώς αυτή η θεωρία επικράτησε και τα υπόλοιπα τα βλέπουμε στους ναούς της Ελλάδος. Προσπάθειες για κάτι νέο γίνονται, αραιά και πού, αλλά είναι ως επί το πλείστον αποτυχημένες. Και ο κυριότερος λόγος είναι πως η γραφή τους δεν είναι ζωντανή.
Αποτελείται δηλαδή από ετερόκλητα στοιχεία τα οποία δεν είναι οργανικά δεμένα μεταξύ τους. Το να ζωγραφίσεις βυζαντινά έναν άγιο και να του βάλεις ένα σύγχρονο σακάκι δεν κάνει το έργο σου σύγχρονο. Για να γίνει αυτό πρέπει η γραμμή σου να είναι σύγχρονη, όχι αυτά που θα απεικονίσεις. Ζωγράφισε νεάντερνταλ, βυζαντινούς αυτοκράτορες ή αστροναύτες, δεν έχει σημασία τι.
Σημασία έχει μέσα σε μια σύνθεση να έχουν όλα την ίδια γραμμή, το ίδιο ζωγραφικό ύφος. Και, φυσικά, όλες οι συνθέσεις να έχουν μεταξύ τους το ίδιο ζωγραφικό ύφος. Το πιο κλασικό λάθος που κάνουν οι αγιογράφοι είναι όταν απεικονίζουν σύγχρονα πρόσωπα, όπου πέφτουν στην παγίδα της αντιγραφής από φωτογραφίες. Και βλέπεις πχ. έναν άγιο με βυζαντινό τρόπο αποδοσμένο και ακριβώς δίπλα του τον Παΐσιο σαν να είναι φωτογραφία. Αυτό δεν είναι ζωγραφική πια, είναι κολάζ. Βλέπεις το ίδιο άτομο να ζωγραφίζει αλλιώς έναν άγιο, αλλιώς ένα πλοίο, αλλιώς ένα πορτρέτο. Για να καταλάβεις το μέγεθος του προβλήματος, είναι σαν να γράφεις στο τετράδιο σου κάθε λέξη με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα. Κάτι τέτοιο θα έχριζε ψυχιατρικής μελέτης, έτσι δεν είναι;
Όμως στη ζωγραφική για κάποιο λόγο αυτό είναι Οκ. Ξεχνάμε πως η ζωγραφική -γραφή της ζωής- είναι πάνω απ' όλα «γραφή». Και όπως ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του μοναδικό γραφικό χαρακτήρα, έτσι και κάθε καλλιτέχνης θα έπρεπε να έχει το δικό του μοναδικό ζω-γραφικό χαρακτήρα.
— Το πρόβλημα ξεκινάει μάλλον από το γεγονός ότι η ίδια η Βυζαντινή περίοδος είναι παρεξηγημένη. Και άγνωστη για τον πιο πολύ κόσμο.
Ακριβώς! Το πρόβλημα δεν έγκειται στην παρεξήγηση της βυζαντινής ζωγραφικής, αλλά ολόκληρης της Βυζαντινής περιόδου και γενικότερα της ιστορίας μας. Ιδιαίτερα για την ιστορία του νέου Ελληνισμού διατηρούμε μια στάση από αμήχανη έως κομπλεξική. Το Βυζάντιο σε γενικές γραμμές έχει διαγραφεί τελείως ως Μεσαίωνας.
Όμως αυτό είναι λάθος, γιατί η κατά την περίοδο από τους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι την Αναγέννηση, η Ευρώπη γνωρίζει δυο εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες. Η μία είναι ο δυτικός Μεσαίωνας και η άλλη το Βυζάντιο. Η Δύση ονόμασε έτσι αυτή την περίοδο διότι στην πραγματικότητα επικρατούσε ένα χάος το οποίο προκαλούσαν άγρια, γερμανικά κυρίως, φύλα. Οι πόλεις είχαν ερημωθεί, το εμπόριο είχε σταματήσει, οι θεσμοί είχαν καταστραφεί εντελώς. Η ανατολική, όμως, πλευρά γνώρισε μεγάλη ακμή αυτούς του χρόνους.
Το Βυζάντιο είναι μια από τις σπουδαιότερες αυτοκρατορίες του κόσμου-κι ας είχε και τα μελανά της σημεία, όλοι τα έχουν. Επειδή όμως η μεγαλύτερη πολιτισμική δύναμη του πλανήτη είναι η δυτική Ευρώπη, δεχθήκαμε άκριτα την άποψή της ότι αυτή η εποχή, γενικά, είναι Μεσαίωνας, και ως εκ τούτου απορρίπτουμε και ότι είναι σχετικό με αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση την τέχνη της. Γι' αυτό μιλάω για κόμπλεξ για την ιστορία μας. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Αν ένας Γερμανός πει σε έναν Έλληνα «Τι παράγετε εσείς οι Έλληνες, μόνο τα λεφτά της Ευρώπης θέλετε» ο Έλληνας ξέρεις τι θα απαντήσει; «Όταν εμείς είχαμε τον Πλάτωνα εσείς ήσασταν στα δέντρα». Δηλαδή, η αμέσως επόμενη αναφορά μας απ' το σήμερα πάει στην αρχαία Ελλάδα. Στο ενδιάμεσο, δυόμισι χιλιάδες χρόνια τώρα, δεν υπάρχει τίποτα.
Η άγνοιά μας, λοιπόν, θρέφει αυτή την άποψη περί μεσαίωνος, μας εγκλωβίζει και μας κρατάει πολύ πίσω γιατί, πρώτον, επαναπαυόμαστε στα επιτεύγματα ενός αρχαίου λαού και κατά δεύτερον, γιατί αυτή η άποψη είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Δεν έχουμε τίποτα να επιδείξουμε από τον Πλάτωνα μέχρι σήμερα; Το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, το οποίο ιδρύεται το 425 και είναι το πρώτο της Ευρώπης τι είναι; Η αρχιτεκτονική της αγίας Σοφίας τι είναι; Τα ψηφιδωτά της Βυζαντινής περιόδου τι είναι; Και άσε το Βυζάντιο, ξέρεις τι επιτεύγματα είχαμε μέσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας; Να μιλήσω για το 18ο αιώνα, την χρυσή εποχή της εμπορικής μας ναυτιλίας όταν τα ελληνικά πλοία δρούσαν όχι μόνο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, αλλά από την Αμερική έως τη Βαλτική και την Ινδία; Να πω για τον Στέφανο Δούγκα, ο οποίος έναν αιώνα πριν τον Αϊνστάιν, διατύπωσε -χωρίς μαθηματικές εξισώσεις- την αρχή της ενότητας ύλης-χώρου-χρόνου-κίνησης;
Να πω για τον Εμμανουήλ Τιμόνη και Ιάκωβο Πυλαρινό οι οποίοι πραγματοποίησαν την πρώτη επιστημονική εφαρμογή εμβολίου για την ευλογιά στις αρχές του 18ου αιώνα; Τον Ρήγα Βελεστινλή που γράφει το πρώτο Σύνταγμα ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου; Την ελληνική παιδεία όπου τον 18ο αιώνα είναι τόσο δυναμική, ώστε μεγάλα τμήματα λαών της βαλκανικής εξελληνίζονταν οικειοθελώς; Η Επανάσταση του '21; Και πιο πρόσφατα. Ο Παπανικολάου και τόσοι άλλοι Έλληνες ιατροί και επιστήμονες που διαπρέπουν σε ολόκληρο τον κόσμο δεν είναι λόγος να νιώθεις υπερήφανος; Ο Ελύτης; Η Κάλλας; Ο Καζαντζάκης; Η λίστα είναι ατελείωτη.
Μιλάμε για τεράστια επιτεύγματα ενός λαού που για χιλιάδες χρόνια τον χαρακτήριζε το ανήσυχο πνεύμα, ο έρωτας για τη ζωή, η φιλομάθεια, το παράτολμο, η οξυδέρκεια, η προσαρμοστικότητα. Από όλα αυτά κρατήσαμε έναν κατάκοπο Πλάτωνα ο οποίος μας «σώζει» σε κάθε περίπτωση.
— Γιατί αντιδράει η εκκλησία αν κάνεις μια τοιχογραφία που ξεφεύγει από αυτό που είναι συνηθισμένη;
Η εκκλησία είναι ο κόσμος, όλο το εκκλησίασμα, δεν είναι μόνο οι ιερείς. Γενικά όλοι οι άνθρωποι είμαστε συντηρητικοί από φύση μας, σε όλες τις κοινωνίες όλου του κόσμου. Κι αυτή η τροχοπέδη της συντηρητικότητας έχει μία σοφία, γιατί όπως και στη φύση καμία μεγάλη αλλαγή δε συμβαίνει ξαφνικά, έτσι και τα φίλτρα των κοινωνιών μετριάζουν τις μεγάλες και απότομες αλλαγές. Μιλάω γενικά, αλλά αυτό εφαρμόζεται και στην τέχνη.
Το πρόβλημα είναι ότι συνήθως είμαστε των άκρων, δηλαδή ή θα υπάρχει η στείρα αντιγραφή ή κάτι πολύ προχωρημένο, το οποίο δεν μπορεί να αφομοιωθεί, δεν μπορεί να το δεχτεί η εκκλησία, οπότε μένουμε στάσιμοι εντέλει.
Για μένα η λύση είναι η μέση οδός. Ο Γιώργος Κόρδης είναι ίσως ο μοναδικός στην Ελλάδα ο οποίος κάνει κάτι ενδιάμεσο στην εκκλησιαστική τέχνη. Εγώ δεν ασχολούμαι πλέον, έχω σταματήσει εδώ και καιρό.
— Δεν κάνεις πια έργα σε εκκλησίες; (σ.σ. Στην εφηβεία του δούλεψε για 6 χρόνια εικονογραφώντας εκκλησίες δίπλα στον Γιώργο Κόρδη)
Δεν κάνω από άποψη εικόνες και εκκλησίες, έχω αποστασιοποιηθεί και δεν με απασχολεί κιόλας το θέμα. Απλά, επειδή βλέπω ότι η εκκλησία ακόμα στην Ελλάδα παράγει ένα ήθος, τα θεωρώ όλα αλληλένδετα. Δηλαδή το ότι η τέχνη -και κατ' επέκταση η σκέψη- της εκκλησίας είναι στείρα πιστεύω ότι επηρεάζει όλη την κοινωνία κι όχι το αντίθετο -δηλαδή δεν είναι στείρα η εκκλησιαστική τέχνη επειδή όλη η κοινωνία είναι στείρα.
Δεν περιμένω τίποτα από την εκκλησία, ειδικά της Ελλάδος, αλλά πιστεύω πως αν είχε κάτι πραγματικά δημιουργικό και σύγχρονο να παρουσιάσει, σίγουρα θα επηρέαζε θετικά την κοινωνία, που καλώς ή κακώς, διατηρεί ακόμα δεσμούς με αυτήν.
— Πόσο ερωτικά είναι τα έργα σου;
Πρέπει να υπάρχει ερωτικό στοιχείο, δεν είναι κάτι το οποίο έχω σκεφτεί, ή το κάνω επίτηδες, κάποιοι μου το έχουν πει γιατί ίσως φαίνεται.
Είμαι ερωτικός τύπος. Δεν αναφέρομαι στο σεξουαλικό εδώ. Γενικά, όταν κάνω κάτι το κάνω με έρωτα. Αφοσιώνομαι. Κάνω λίγα πράγματα στη ζωή μου, αλλά τα κάνω με μεράκι. Κάποτε δούλευα σε σουπερμάρκετ π.χ. και μία από τις δουλειές που είχα να κάνω ήταν το face up, να ισιώνω τα προϊόντα στο ράφι, να είναι ίσια όλα μπροστά.
Ε, έμπαινες στο σουπερμάρκετ και ήταν λες και βγήκε το σελοφάν μόλις τώρα, έκανα κάτι τόσο απλό με αγάπη και το έκανα όμορφο.
Έχω έρωτα για τη ζωή, μου αρέσει, παρατηρώ τα πάντα γύρω μου, αναρωτιέμαι, γιατί βγαίνουν φυσαλίδες τώρα στο ποτήρι με το νερό; Τι τις αναγκάζει να δημιουργηθούν; Πώς λειτουργεί αυτό το μαγνητοφωνάκι; Η ελληνική φιλομάθεια που λέγαμε.
— Υπάρχουν μηνύματα που περνάς στα έργα σου;
Όχι, δεν έχω τέτοια υποχθόνια σχέδια! (γέλια) Είναι πολύ καλή η ερώτηση. Γενικά, αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα, ειδικά όσον αφορά τη street art, γιατί την έχουμε δει πολύ προσωπικότητες ρε παιδί μου οι σύγχρονοι καλλιτέχνες. Όλοι έχουμε κάτι να πούμε, όλοι είμαστε σπουδαίοι.
Ο καθένας επειδή ζωγραφίζει ή κάνει κάτι (ακόμα και αν είναι μουσική, ίσως) θεωρεί ότι έχει να πει κάτι. Δεν έχουμε όμως όλοι να πούμε κάτι σπουδαίο. Επομένως, προσπαθώ να βγάζω λίγο απ' έξω τον εαυτό μου και να εμπιστεύομαι μηνύματα και διδάγματα που υπάρχουν, για παράδειγμα στην ελληνική μυθολογία, τα οποία είναι διαχρονικά και διδακτικά. Κάποιος μπορεί να πει ότι δρω εκ του ασφαλούς, αφού τα μηνύματα-θέματα αυτά δεν είναι δικά μου, με τον τρόπο όμως τον οποίο τα παρουσιάζω γίνονται και δικά μου. Αυτή είναι η έννοια της παράδοσης, εξάλλου.
Πάντως, αν μπορούσα να δώσω μια συμβουλή στους street artists και τους τοιχογράφους, θα έλεγα λίγη προσοχή στο τι παρουσιάζουμε στο δημόσιο χώρο. Δεν θέλει όλος ο κόσμος να δει κάτι το οποίο θα τον προβληματίσει, ούτε ενδιαφέρεται νομίζω για την πολιτική μας άποψη.
Γενικά, δεν έχει όρεξη ο κόσμος να βλέπει τα προβλήματά μας, έχει δικά του. Δε λέω να μπει φίμωτρο στους καλλιτέχνες, αλλά να έχουν υπ' όψη τους ότι αυτό που κάνουν είναι δημόσια τέχνη. Κόσμος ζει με αυτήν κάθε μέρα.
— Πώς βλέπεις την street art της Αθήνας; Πώς τα βλέπεις τα πράγματα εδώ, γενικά;
Πολύ άσχημα. Είμαι πάρα πολύ απογοητευμένος σε σημείο που σκέφτομαι σοβαρά να μετακομίσω σε άλλη χώρα. Με πνίγει αυτή η κατάσταση. Δεν μπορώ να περπατάω σε μια τόσο άσχημη και βρόμικη πόλη. Δεν το αντέχω.
— Έχει περάσει προς τα έξω η εντύπωση ότι η Αθήνα είναι η Μέκκα του γκραφίτι επειδή κανείς δεν ενοχλεί τους street artist και είμαστε «μπάστε σκύλοι αλέστε»...
Στην πραγματικότητα έτσι είναι, και αυτό είναι το θλιβερό. Το περίεργο είναι ότι κάποιοι νιώθουν περήφανοι και τους αρέσει αυτό. Είδα ένα βίντεο που κυκλοφόρησε πρόσφατα που δείχνει ένα crew γερμανικό που λέγεται One Up, οι οποίοι έχουν στήσει ολόκληρη παραγωγή με drone που ξεκινάει από ένα σημείο στο κέντρο της Αθήνας και παρακολουθεί από ψηλά τον ταυτόχρονο βανδαλισμό αρκετών διαφορετικών σημείων, ανάμεσά τους κι ένα ΗΣΑΠ, μέρα μεσημέρι!
Και πλασάρεται σαν να είναι η Αθήνα «το νέο Βερολίνο». Αν είναι έτσι το νέο Βερολίνο εγώ δεν συμμετέχω σε αυτή την κατάντια. Ντρέπομαι προσωπικά να λέγομαι Έλληνας μετά από αυτό το βίντεο. Αν πάω εγώ στη Γερμανία και αρχίσω να βάφω κτήρια μέρα μεσημέρι, θα με πάνε δεμένο μέσα χειροπόδαρα. Όχι η αστυνομία, οι άνθρωποι της περιοχής θα με δείρουν. Κι εμείς λέμε «μπράβο, ελάτε κι άλλοι. Ελεύθερα».
Τι μήνυμα περνάει αυτή η πόλη; Ότι δεν ισχύουν νόμοι, δεν υπάρχει σεβασμός, τίποτα, σαν να είμαστε άγριοι, μια τριτοκοσμική χώρα, τεταρτοκοσμική μάλλον. Αλήθεια με θλίβει πάρα πολύ αυτή η κατάσταση. Αν γινόμουν για μια μέρα βασιλιάς, θα έβαζα να καθαριστεί όλη η Αθήνα και όλοι αυτοί θα βρίσκονταν στη φυλακή ή τιμωρημένοι με υπέρογκα πρόστιμα. Είναι πολύ εύκολο να τους βρεις, άμα θέλεις τους πιάνεις. Δε θέλουν όμως. Ξέρω περιστατικά που έχουν πιάσει άτομα που έβαφαν τρένο, τους πήγαν στο τμήμα για δυο ώρες και τους άφησαν. Είναι εξοργιστικό. Δεν έχω ξαναδεί σε άλλη χώρα να είναι βαμμένες οι πινακίδες στο δρόμο, να μην ξέρεις πού να πας -λέει STOP; Στρίψε δεξιά; Δεν βλέπεις από τις μουντζούρες. Έχω αυτή την τύχη να ταξιδεύω στον κόσμο εδώ και δέκα χρόνια και κάθε φορά που γυρνάω ντρέπομαι τόσο πολύ.
Δεν έχω ξαναδεί πόλη πιο βρόμικη από την Αθήνα. Ήμουν στη Βουδαπέστη τώρα. Περπατάς στο δρόμο και χαίρεσαι και ζηλεύεις που είναι όλα τόσο όμορφα και περιποιημένα, βλέπεις τα κτήρια καθαρά, αρχοντικά. Μια ομορφιά. Εδώ, ασχήμια. Αυτό είναι το ιδανικό της κοινωνίας μας, να ζούμε μέσα στη βρομιά; Δεν ξέρω, πάντως αν το σπίτι σου λέει πράγματα για την προσωπικότητά σου, φαντάζομαι πως και μια πόλη σίγουρα κάτι δείχνει για τους ανθρώπους της.
— Μπορείς να ζήσεις από την street art;
Από την street art όχι, πώς να ζήσεις; Εξάλλου, από την στιγμή που είτε θα μπει αυτό μέσα σε μια γκαλερί είτε θα γίνει commision work για κάποιον, δεν είναι street art πια.
— Από τους σπόνσορες που πληρώνουν για να ζωγραφίσεις έναν μεγάλο τοίχο.
Καταρχάς, εγώ δεν είμαι street artist. Ανήκω, θα έλεγα, στην επόμενη φάση της εξέλιξής του. Ξεκίνησε σαν γκραφίτι, εξελίχθηκε σε street art και τώρα έχει αρχίσει να αναδύεται ένα νέο είδος, το neo-muralism, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, το οποίο είναι στην ουσία ζωγραφική μεγάλων διαστάσεων.
Με αυτό το είδος ασχολούμαι εγώ, όχι την street art. Η street art είναι κάτι παράνομο, αυθαίρετο, συνήθως εκφράζεται ως μικρές γρήγορες παρεμβάσεις στο αστικό τοπίο και εκφράζεται με άλλα μέσα -συνήθως σπρέι, stencil κτλ.
— Το πιο μεγάλο σου όφελος από αυτό που κάνεις ποιο είναι;
Νομίζω ότι είναι η πνευματική μου καλλιέργεια, η οποία προκύπτει μέσω αυτού που κάνω. Το ότι μπαίνω δηλαδή στη διαδικασία και διαβάζω κάθε μέρα, μαθαίνω νέα πράγματα, συνδυάζω γνώσεις και τολμάω κάτι καινούργιο, «διαβάζω» αλλιώς τον κόσμο. Ναι, μπορεί να είναι κλισέ, αλλά νομίζω πως η ενασχόληση με την τέχνη με έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο. Θεωρώ ότι είναι χρέος κάθε ανθρώπου, αλλά ιδιαίτερα ενός καλλιτέχνη, να είναι ανήσυχος.
Να μη σταματάει να ψάχνει και να βρίσκει πράγματα, αλλά θέλει προσοχή γιατί μπορεί να πέσεις στην παγίδα της ατέρμονης αναζήτησης και να χαθείς. Το ζητούμενο δεν είναι να ψάχνεις, αλλά να βρίσκεις. Και για να το κάνεις αυτό θέλει focus. Είναι μια λέξη που κάποτε μου είπε κάποιος και μου έμεινε. Είναι, αν θες, από τα λίγα πράγματα που με έχουν ορίσει ως άνθρωπο. Να εστιάζω. Επικρατεί μια χαοτική κατάσταση στην τέχνη της εποχής μας.
Μπαίνεις στην Καλών Τεχνών να μάθεις ζωγραφική και σου λένε κάνε video art, κάνε φωτογραφίες, κάνε performance, κάνε τα πάντα «για να βρεις τον εαυτό σου». Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις τον εαυτό σου έτσι. Ακόμα και αυτό το λίγο που είχες, θα το χάσεις. Πρέπει να βρεις ένα πράγμα που σου αρέσει και να εστιάσεις, όχι με παρωπίδες, -αν και καμιά φορά κι οι παρωπίδες καλές είναι, όπως λέει κι ο Κόντογλου «το άλογο άμα το αφήσεις χωρίς παρωπίδες πάει από δω, πάει από 'κει και στο τέλος χάνει το δρόμο του, ενώ με τις παρωπίδες κοιτάζει τον προορισμό του, και εκεί πάει»- να κοιτάς γύρω σου και να παίρνεις πράγματα, σίγουρα, αλλά θέλει focus.
Δυστυχώς, στην Καλών Τεχνών κάθε τέτοια στάση υπονομεύεται -έως απαγορεύεται- και σε συνδυασμό με τη γνώμη τους περί βυζαντινής τέχνης ήταν κάτι το οποίο με οδήγησε στην οικειοθελή διαγραφή μου τον Ιανουάριο. Είχα άσχημη εμπειρία στην Καλών τεχνών. Από την αρχή.
— Θα μου πεις τι έκανε τόσο κακή αυτή την εμπειρία; Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το κείμενο που είχες γράψει στο Facebook την ημέρα που παρέλαβες τη διαγραφή σου από τη σχολή.
Μπορείς να το παραθέσεις ολόκληρο, είναι η απάντησή μου: «Στην αρχαία Ελλάδα, οι ζωγράφοι δε θεωρούσαν τον εαυτό τους καλλιτέχνη. Ήταν ταπεινοί τεχνίτες, διακοσμητές», είπε με τη σιγουριά του διδάσκοντος καθώς το ακροατήριο κρεμόταν από τα χείλη του.
«Συγνώμη», διέκοψα, «ξέρετε ποιος ήταν ο Ζεύξις;». «Ε;», αναφώνησε με γουρλωμένα μάτια και έναν απρόσμενο τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο. Ήταν φανερό πως δεν τον γνώριζε.
Πέρασαν περίπου 4 δευτερόλεπτα παύσης τα οποία πάγωσαν όλη την αίθουσα μέχρι να πεταχτεί σε ρόλο σωτήρα ο άλλος βοηθός καθηγητή: «Φυσικά και τον ξέρουμε! Και τον Ζεύξι, και τον Απελλή. Τι θέλεις να μας πεις τώρα μ' αυτό;!».
Στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν να πω κάτι άλλο. Ήταν η δεύτερη εβδομάδα φοίτησής μου στη Σχολή Καλών Τεχνών και η σκέψη να την παρατήσω άρχισε ήδη να με φλερτάρει. Από την αρχή δέχθηκα μεγάλο πόλεμο για το ζωγραφικό ύφος που έφερα από την προηγούμενη φοίτησή μου στη βυζαντινή ζωγραφική.
Ο καθηγητής του εργαστηρίου και πρύτανης τότε της σχολής, κος Πατρασκίδης, μου είπε επί λέξει: «Τα βυζαντινά δεν έχουν εξέλιξη. Άστα. Θα σου δείξουμε εμείς το δρόμο σου». Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτά τα λόγια.
Δεν ήταν το καλύτερο καλωσόρισμα, και ευτυχώς, δεν τον πίστεψα. Οι μήνες πέρασαν, ακολούθησαν αρκετές λογομαχίες σχετικά με το πνεύμα της ελληνικής-βυζαντινής τέχνης, 5 ως βαθμό εργαστηρίου στο πρώτο εξάμηνο, μετεξεταστέος στο δεύτερο και ακόμα ένα 5άρι το Σεπτέμβρη, παρότι στα ενδιάμεσα οι καθηγητές δήλωναν ότι «είναι φανερό πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άτομο με παραπάνω ικανότητες» και πως οι εργασίες μου «άνοιγαν νέους δρόμους στο εργαστήρι».
Σε ένα εχθρικό εργαστήρι βέβαια, τόσο από καθηγητές όσο και από συμφοιτητές. Έτσι πέρασαν 7 χρόνια φοιτητής. Με μοναξιά και ένα αίσθημα έλλειψης νοήματος. Έβλεπα φίλους συμφοιτητές με μεγαλύτερο ταλέντο από το δικό μου να υποκύπτουν στην πλύση εγκεφάλου, να παρατάνε τη ζωγραφική και να φτιάχνουν άσχημες και μη λειτουργικές ψευτοκατασκευές (installations τα λένε οι «σύγχρονοι» άνθρωποι), performance και άλλα τέτοια.
Έβλεπα γλείψιμο μαθητών σε καθηγητές. Είδα και άλλα, πολύ πιο ανήθικα πράγματα. Αναρωτιόμουν, τι κάνω εγώ εδώ; Γιατί δεν φεύγω; Τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά;
Η φράση «ζωγραφίζεις τέλεια! Είσαι στην Καλών Τεχνών;» που άκουγα από κάθε άτομο που γνώριζα στη ζωή μου ενέτεινε την εσωτερική μου πάλη με αυτή την απόφαση. Ποτέ δεν απάντησα καταφατικά. «Έχω σπουδάσει βυζαντινή ζωγραφική» απαντούσα.
Ένιωθα πως το όνομα και η τέχνη μου δεν αξίζει να μπει στην ιστορία αυτής της σχολής και ο καθένας ας το πάρει όπως θέλει αυτό. Ποσώς με ενδιαφέρει.
Παρ' όλ' αυτά συνέχιζα. Όχι για το πτυχίο. Όχι για να μπω κάποια στιγμή στο δημόσιο. Όχι για τους ψωνισμένους Έλληνες γκαλερίστες που δεν δέχονται καν να δούνε δουλειά σου αν δεν δείξεις το απολυτήριο της Καλών Τεχνών.
Τίποτα από αυτά. Προχωρούσα με μόνο κίνητρο τη φιλομάθεια. Να αλιεύσω γνώση για συγκεκριμένα πράγματα που μου φαίνονταν ενδιαφέροντα· ψηφιδωτό, φιλοσοφία, χαρακτική κ.α.
Μέχρι να μπω στρατό το '15 είχαν μείνει κάνα 3άρι μαθήματα για το πτυχίο, με την ιδέα της εγκατάλειψης να μη με έχει αφήσει ποτέ.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, νιώθω πολύ περήφανος που στα χέρια μου κρατώ όχι το χαρτί της αποφοίτησης, αλλά της οικειοθελούς διαγραφής μου από τη σχολή. Τελείωσε ο κύκλος της αναποφασιστικότητας.
Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζομαι ούτε τα πτυχία τους, ούτε να λέω πως είχα καθηγητή τον τάδε τον τάδε και τον τάδε προκειμένου να φανώ πιο σπουδαίος, όπως συνηθίζουν πολλοί. Τι ζωγραφίζεις δείξε, φίλε μου, αλλιώς μη μιλάς. Διότι αν η ζωγραφική είναι μια στρατιωτική παραλλαγή, είναι για να λασπώνεται και να σκίζεται από τις εσωτερικές σου μάχες για κατακτήσεις οχυρών, όχι για να κρεμάς γαλόνια τους καθηγητές και τους τίτλους σου.
Οι τίτλοι δεν λένε τίποτα σ' αυτό το αντικείμενο και ο καθηγητής είναι εκεί για να σου μάθει να περπατάς. Εγώ, δόξα τω Θεώ, είχα έναν από τους σπουδαιότερους, τον Γιώργο Κόρδη. Δεν χρειάστηκα άλλους. Έτσι κι αλλιώς, η ζωγραφική ξεκινάει από 'κει και πέρα.
Υ.Γ. Για τα πρακτικά, ο Ζεύξις ήταν ένας από τους σπουδαιότερους αρχαίους έλληνες ζωγράφους. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, «Απέκτησε τόσα πλούτη που έκανε επίδειξη στην Ολυμπία δείχνοντας τ' όνομά του κεντημένο με χρυσά γράμματα ανάμεσα στους μαιάνδρους του ιματίου του».
Όχι και τόσο "ταπεινός τεχνίτης", ε;».
— Είναι αλήθεια ότι ο όρος «Σύγχρονη Βυζαντινή Ζωγραφική» αποτελεί δική σου επινόηση; Τι ακριβώς είναι;
Ανέκαθεν όταν με ρωτούσαν τι ζωγραφίζω απαντούσα βυζαντινή ζωγραφική, θέλοντας να διαφοροποιήσω αυτό που κάνω από την «αγιογραφία», αλλά φαίνεται πως δεν αρκούσε, μιας και όλοι συμπλήρωναν «Α! Αγιογραφίες!» αφού δεν είχαν ξαναδεί κάτι αντίστοιχο ώστε να το φανταστούν.
Έτσι, στην προσπάθειά μου να περιγράψω όσο καλύτερα και συνοπτικότερα μπορώ αυτό που κάνω επινόησα τη «Σύγχρονη Βυζαντινή Ζωγραφική». Φυσικά ο όρος είναι συμβατικός, αφού δε γίνεται να είναι κάτι και βυζαντινό και σύγχρονο. Όμως, αυτό είναι κάτι που ήδη έχω αρχίσει να αφήνω πίσω μου, καθώς η αλήθεια είναι πως τα τελευταία 2-3 χρόνια βρίσκομαι σε μια έντονη καλλιτεχνική αναζήτηση και εξέλιξη η οποία με οδηγεί σε άλλα μονοπάτια -πάντα εντός του «δάσους» της ελληνικής παράδοσης.
Σε αυτή τη φάση ελκύομαι αρκετά από τον ελληνιστικό νατουραλισμό, τη ζωγραφική των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή, όπως αυτή της Πομπηΐας. Είναι μια τέχνη πολύ συγγενική με τη βυζαντινή -αφού στην πραγματικότητα είναι η πρόγονός της- αλλά πιο ρεαλιστική, ατμοσφαιρική, συναισθηματική. Πιο γήινη, πιο ανθρώπινη.
Έχει στοιχεία τα οποία πιστεύω πως ταιριάζουν περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία μου σαν άνθρωπο και μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με το ευρύ κοινό. Όλα αυτά πιστεύω πως έχουν αρχίσει να φαίνονται στα έργα μου (στις «Εσπερίδες» που έκανα στο Μαρόκο, στις «Ιέρειες της Αφροδίτης» στην Κύπρο).
— Με τι ασχολείσαι αυτή τη στιγμή;
Μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο το οποίο λέγεται «Όταν μεγαλώσω...» και είναι μια παιδική εικονογράφηση σε κείμενο της Ροδούλας Παππά. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη με τις οποίες είχα μια άψογη συνεργασία και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό γι' αυτό. Το βιβλίο εικονογραφεί επαγγέλματα με σκοπό να εμπνεύσει παιδιά σχετικά με το μέλλον τους.
Ήταν μια μεγάλη πρόκληση, καθώς εκτός του ότι δεν είμαι εικονογράφος, κλήθηκα να απεικονίσω σκηνές όπως η ανασκαφή ενός τυραννόσαυρου -ήταν το δικό μου παιδικό όνειρο και ήταν το πρώτο που ζωγράφισα-, μια δίκη στο δικαστήριο, έναν αγώνα πόλο κ.α., πράγματα δηλαδή, τα οποία δεν έχουν ξαναζωγραφιστεί ποτέ εντός της ελληνικής ζωγραφικής παράδοσης.
Info:
Το βιβλίο Όταν μεγαλώσω... σε κείμενο της Ροδούλας Παππά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Περισσότερες πληροφορίες για τον Φίκο στο http://fikos.gr/
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO