ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ του όρου post-truth και το λεξικό Cambridge (Cambridge English Dictionary), οι άνθρωποι είναι πιο πιθανόν να δεχτούν ένα επιχείρημα βασισμένο στα συναισθήματα και τα πιστεύω τους παρά ένα επιχείρημα βασισμένο σε αυτά καθαυτά τα γεγονότα.
Η μετα-αλήθεια του 1821 δείχνει να είναι απόλυτα και αρμονικά συνεπής με την ερμηνεία του όρου post-truth· φτάσαμε να πιστεύουμε για την Επανάσταση του '21 άλλα αντ' άλλων, αγνοούμε παντελώς την ουσιαστική, την πραγματική ιστορία του.
Αυτό θα μου πείτε (τινές εξ υμών) δεν είναι κάποιου είδους καινοτομία, έτσι δουλεύει το σύστημα της ιστορίας και των ιστορικών από καταβολής κόσμου, και θα συμφωνήσω απολύτως μαζί σας. Όντως, η ιστορία (η κάθε ιστορία) που διαβάζουμε στις σελίδες των βιβλίων (και στις σχετικές ιστοσελίδες) ελάχιστη σχέση έχει με την ιστορική αλήθεια (την πραγματική ιστορία δηλαδή), δεν είναι παρά μια μετα-αλήθεια. Και τούτο γιατί (μεταξύ όλων των άλλων) ο τρόπος παρουσίασης των εθνικών συμβάντων διευκολύνει τη μετατροπή ενός γεγονότος ήσσονος αξίας σε σύμβολο και περνάει σε δεύτερη μοίρα το πραγματικά σημαντικότερο συμβάν: Έτσι οι περισσότεροι σημερινοί Έλληνες προτιμούν να συνδέουν τα Δερβενάκια και όχι τη ναυμαχία του Ναυαρίνου με την επιτυχία της Επανάστασης του '21.
Η αντίδραση στην ιστορική αλήθεια είναι ψυχολογικά κατανοητή, ποιος θέλει να θυμάται ότι μια επανάσταση, η Επανάσταση του '21 επί του προκειμένου, πέτυχε μόνο και μόνο γιατί το θέλησαν οι ξένες Δυνάμεις, επειδή τα κανόνια τους βύθισαν τα πλοία του εχθρού μας;
Έτσι δεν υπάρχει στο εθνικό μας εορτολόγιο η 20ή Οκτωβρίου 1827, η χρονολογία που οι ξένες Δυνάμεις βούλιαξαν τα πλοία του Ιμπραήμ κατανικώντας τον και σώζοντας τη μέχρι εκείνη τη στιγμή εντελώς χαμένη επανάσταση, ενώ υπάρχει στο εθνικό μας εορτολόγιο η 25η Μαρτίου 1821, που τάχα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης στην αγία Λάβρα.
Η λέξη Επανάσταση ήταν ένας σπασμός της ιστορίας μας, πριν καταλήξει στον σωρό μαζί με τις χιλιάδες άλλες λέξεις που βρίσκονται σε διαρκή λήθαργο στις σελίδες των λεξικών μας.
Η δρ. Κλερ Χαρντέικερ του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ εξηγεί πως όταν μελετά κανείς το λεξικό του Cambridge, διαπιστώνει ότι κάποιες από τις λέξεις που περιέχει αποτελούν «έναν σπασμό της ιστορίας», πριν αυτές περιπέσουν εκ νέου σε αχρηστία: «Άλλες πάλι επιβιώνουν και γίνονται κομμάτι της γλώσσας μας».
Η λέξη Επανάσταση ήταν ένας σπασμός της ιστορίας μας, πριν καταλήξει στον σωρό μαζί με τις χιλιάδες άλλες λέξεις που βρίσκονται σε διαρκή λήθαργο στις σελίδες των λεξικών μας.
Τώρα όμως, με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από το 1821, άγεται και φέρεται ως... υποψήφια για πολλαπλά Όσκαρ, θα γίνει η λέξη της χρονιάς (2021). Όχι αυτή καθαυτή φυσικά, αλλά η μετα-αλήθειά της. Και όταν θα σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας και οι σερβιτόροι θα... μαζεύουν τα κολονάτα ποτήρια για τις πανάκριβες σαμπάνιες και τις πιατέλες με τα υπολείμματα των αστακών που υπαινίσσεται ο Γιάννης σκαρίμπας, τότε (η περί ης ο λόγος λέξη) θα περιπέσει και πάλι σε αχρηστία.
Αν είμαι απολύτως σίγουρος πως θα συμβούν έτσι ακριβώς τα πράγματα και όχι κάπως αλλιώς; Όχι, όχι! Δεν είμαι τόσο σίγουρος, απλώς πιθανολογώ βάσιμα. Η «εξέλιξη [των λέξεων]» είναι άλλωστε «εξαιρετικά απρόβλεπτη», όπως μας διαβεβαιώνει η δρ. Κλερ Χαρντέικερ, η πανεπιστημιακός του Λάνκαστερ. Που πάει να πει πως κανείς μας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη συμπεριφορά των λέξεων και των εννοιών τους στο εγγύς και (πολύ περισσότερο) στο απώτερο μέλλον. Ο όρος post-truth μπορεί κάποτε να σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από τη σημερινή του σημασία. Το ίδιο και η λέξη Επανάσταση. Ή η αριθμητική λέξη 1821. Ή ακόμα και η λέξη Κολοκοτρώνης.
Ο καιρός θα δείξει!
Τελικά ποιο το συμπέρασμα από την αποκωδικοποίηση της ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ 1770 ΕΩΣ ΤΑ 1836;
Πως χωρίς αυτήν (την αποκωδικοποίηση δηλαδή) μένεις με την εντύπωση διαβάζοντάς τα απομνημονεύματα του γέρου του Μοριά (την ΔΙΗΓΗΣΗ δηλαδή) πως σε όλη του τη ζωή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άλλο δεν έκανε από το να πολεμάει και να σκοτώνει τους κακούςΤούρκους. Πράγμα παντελώς αναληθές. Ο Κολοκοτρώνης στο μεγαλύτερο μέρος του βίου του ήταν ληστοκλέφτης και κάπος, βιοπορούσε ληστεύοντας τους ατυχείς ομοθρήσκους του (συνήθως τους ανήμπορους φτωχούς χωριάτες) ή πουλώντας τις υπηρεσίες του ως πιστολάς σε κονζαμπασῆδες (κοτζαμπάσηδες) του Μορέως, επικεφαλής σεκιουριτάς των βαθύπλουτων. Οι Τούρκοι δεν ήσαν στις προτεραιότητές του μέχρι και τα πενήντα ένα του χρόνια που (για τους δικούς του λόγους) πέρασε στην Επανάσταση: ο Κολοκοτρώνης, ήταν ένας από αυτούς, τους «χιλιάδες» μισθοφόρους «πολεμιστές» που, όπως γράφει ο Ντέικιν, «δεν είχαν, κυριολεκτικά, που να πάνε», έμεναν εντελώς άνεργοι, «μετά τη διάλυση των ελληνικών συνταγμάτων στα Ιόνια Νησιά και την εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας στο Ιονικό Προτεκτοράτο».
Το θέμα, λοιπόν, είναι πως δεν ξεχωρίζεις στα απομνημονεύματά του την επαναστατική του ζωή από την προηγούμενη. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρεται (στα απομνημονεύματά του) σε περιστατικά, σε ονόματα, σε χρόνους και σε πράγματα που εάν δεν ξέρεις τι ακριβώς έγινε τότε και σ' εκείνο το συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο και ποιοι είναι ποιοι και γιατί επακριβώς βρίσκονταν εκεί, δεν καταλαβαίνεις τίποτα απολύτως. Δεν υπάρχει ένας σαφής (ημιασαφής έστω) διαχωρισμός της ληστρικής από την επαναστατική ζωή του.
Έχει, λόγου χάρη, μια σκηνή όπου τον καταδιώκουν οι Τούρκοι και με την ψυχή στο στόμα καταφέρνει κάποια στιγμή να γλιτώσει. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης φαντάζεται έναν ατρόμητο πατριώτη ο οποίος μάχεται τους Τούρκους σε όλη του τη ζωή. Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Το γεγονός στο οποίο αναφέρεται είναι ένα περιστατικό που συνέβη στα 1805, συμβάν το οποίο εξόργισε βαθύτατα κι αμετάκλητα το Πατριαρχείο. Ήταν τέτοιο το μένος του Πατριαρχείου που προκάλεσε συνειδητά (μέσω της Υψηλής Πύλης) τη συστηματική εξολόθρευση των ληστοκλεφτών του Μορέως. Για την επιτυχία δε του σχετικού πογκρόμ ο Πατριάρχης Καλλίνικος από το Φανάρι εξέδωσε φοβερό επιτίμιο (κατάρα δηλαδή) εναντίον τους (αλλά και εναντίον όσων τους συνέδραμαν καθ΄οιονδήποτε τρόπο), που διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες του Μοριά (όποιος δεν βοηθούσε στην καταδίωξη και εξόντωση των κλεφτών θα καίγονταν στο πυρ το εξώτερον στους αιώνας των αιώνων, όσο θα υπήρχε Κόλαση).
Τον λόγο που συναποφάσισαν Πατριαρχείο και οθωμανικές αρχές τον αφανισμό της κλεφτουριάς χρειάστηκαν κάποια χρόνια αναζητήσεων για να τον μάθω: γιατί, λέει, ο Κολοκοτρώνης με την παρέα του κι ένας φίλος του, ο καπετάν Γιώργας (με τους φουστανελοφόρους συντρόφους του), απήγαγαν ένα πολύ σημαίνον πρόσωπο της εποχής, έναν μεγαλοπαπά, τον πρωτοσύγκελο Ανδριανόπουλο, τον οποίο καταεξευτέλισαν κι αυτός έκανε τα πάντα για να πάρει το αίμα και την τιμή του πίσω.
Ο Ανδριανόπουλος ήταν μια σημαντική προσωπικότητα της εποχής. Ήταν αυτός που μάζευε από τις εκκλησίες το copyright που πλήρωναν στο Πατριαρχείο. Κάθε εκκλησία πλήρωνε πνευματικά δικαιώματα στο πατριαρχείο. Αυτόν, λοιπόν, τον είχαν έναν μήνα τσίτσιδο σε ένα πηγάδι και του έκαναν πολλά και διάφορα. Όταν δόθηκαν τα λύτρα και γύρισε στο Πατριαρχείο ο λεγάμενος, κίνησε γη και ουρανό για να εκδικηθεί. Έτσι ξεπαστρεύτηκε η κλεφτουριά, από την μήνιν του πρωτοσύγκελου Ανδριανόπουλου και την αποκοτιά του Κολοκοτρώνη και των φίλων του.
Ξαναγυρίζω σε αυτό που λέει ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος χρησιμοποιεί μια λέξη που προκαλεί τη συμπάθεια στον αναγνώστη που δεν ξέρει τι ακριβώς έχει κάνει: «Όλα τα στρατεύματα, τα Καπετανάτα, τα κλέφτικα της Ρούμελης είχαν καταφύγει εις την Επτάνησον από τον ίδιον κατατρεγμόν τον εδικόν μου».
Μιλάει ο Κολοκοτρώνης για κατατρεγμό δεν κάνει, όμως, καμία κουβέντα, καμία αναφορά για ποιο λόγο ήταν κατατρεγμένος. Έτσι, όσοι τον διαβάζουν μένουν με την εντύπωση ότι ήταν κατατρεγμένος επειδή πολεμούσε τους Τούρκους. Δεν κάνει κιχ για το πάπλωμα, την προσωπική του τεράστια ευθύνη για το ξεπάστρεμα της κλεφτουριάς, παρουσιάζει το θέμα λες κι αυτός ήταν το θύμα της όλης υπόθεσης, ένας χωρίς λόγο κατατρεγμένος, ας πούμε.
«Οπότε τι;» Θα μου πείτε.
«Δεν ήταν ένας ήρωας της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης;»
Φυσικά και ήταν. Και μάλιστα κάτι πολύ περισσότερο.
Ένας θρύλος.
Ένας ζωντανός θρύλος.
Ο απόλυτος ήρωας της Επανάστασης των σχολικών βιβλίων.
Απλά δεν ήταν, δεν είναι ο ήρωας μου.
Ποιος ήταν ο ήρωάς μου; αυτό θα σας το αποκαλύψω στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στον επίλογο.
Και κάποιες «λεπτομέρειες» από τα περιεχόμενα του βιβλίου.
Διαβάζοντας το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ, πέραν των όσων αμιγώς επαναστατικών «ρεπορτάζ», ο αναγνώστης έχει πρόσβαση και σε πλήθος «λεπτομερειών» που η επίσημη ιστορία αποσιωπά εξ συστήματος, όπως λόγου χάρη: Ότι στα Απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει πουθενά πως αυτός κήρυξε την Επανάσταση: «Η κοινή λογική λέει πως αν είχε κηρύξει μια Επανάσταση... θα το θυμόταν». Σωστά;
Ότι ο Γεώργιος Κουντουριώτης πήγε να πολεμήσει τον Ιμπραήμ καβάλα σε χρυσοστόλιστο άλογο, υποβασταζόμενος (εκατέρωθεν) από δυο υπηρέτες του (έχανε την ισορροπία του και έπεφτε, σωριάζονταν καταγής): «Ασυνήθιστος ιππεύς, τον βαστούσαν δύο Αραπάδες, αιχμάλωτοι ιπποκόμοι, να μην πέσει από το περίφημον άλογον το οποίον κατείχεν και εις το οποίον δύσκολον εβαστούνταν ο πλέον καλύτερος ιππεύς.»
Ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βίασε δημοσίως κάποιον ονόματι Πασπάλη. Γιατί, λέει, περιφερόταν από χωρίου εις χωρίον με ράγια (προσκυνοχάρτια). Είναι η μόνη φορά που κατονομάζονται διεστραμμένες ορέξεις οπλαρχηγού «αν και σε στρατιωτικά σώματα που ακολουθούνταν πάντα από πολυάριθμους ψυχογιούς παρόμοια κρούσματα πιθανώς δεν θα σπάνιζαν», όπως... μας πληροφορούν από την κονσόλα.
Ότι κατά κανόνα, χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση, μία φρεγάτα είχε ένα κυβερνήτη, έναν αρχικαπετάνιο∙ εκτός από την φρεγάτα «Ελλάς» που είχε τρεις αρχικαπετάνιους): «Στην φρεγάτα "Ελλάς" διορίσθησαν τρεις κυβερνήτες. Οι ναύαρχοι Μιαούλης (Υδραίος), Ανδρούτσος (Σπετσιώτης) και Αποστόλης (Ψαριανός).Το γελοίο αυτό μέτρο, γράφει ο Heideck, "ήταν αποτέλεσμα της αντιζηλίας και της δυσπιστίας που επικρατούσαν ανάμεσα στα τρία νησιά.
Ότι τα ορφανά του πολέμου κυκλοφορούσαν παντέρημα, ολόγυμνα και πειναλέα στους δρόμους της Αίγινας. Από πουθενά έλεος. Ο Αμερικανός εθελοντής και φιλέλληνας Jonathan Miller που βρισκόταν στην Αίγινα τον Μάιο του 1827, είδε μια μέρα ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι 9 και 7 χρόνων να περπατούν χέρι – χέρι σχεδόν γυμνά, γράφει στο Ημερολόγιό του (που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά): «Ήταν ορφανά από το Αϊβαλί.» Ο Miller αποφάσισε να υιοθετήσει το αγοράκι. "Το κορίτσι, μόλις έμαθε ότι προτίμησα το αδερφάκι του, έκλαιγε απαρηγόρητο. Αλλά τι μπορούσα να κάνω;"» αναρωτήθηκε εγγράφως.
Ότι το μένος των επαναστατών δεν μετριαζόταν στα γυναικόπαιδα του εχθρού, δεν υπήρχε έλεος για κανένα τους. Άκρως συγκλονιστική, γι' αυτές τις φρικτές μέρες της εκδίκησης, η μαρτυρία, του νεαρού αξιωματικού Brengeri, ο οποίος έζησε τις ωμότητες και τη σφαγή των αιχμαλώτων Κορινθίων Τούρκων και τις ιστορεί: «Μια μέρα, περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι Έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια. Το θύμα σύρθηκε όλη τη νύχτα με τα γόνατα και έφθασε στην πλατεία για να ζητήσει βοήθεια. Οι Έλληνες που την τριγύριζαν, την έφτυναν, ξέσχιζαν τα ρούχα της και την έβριζαν πουτάνα Τουρκάλα. Τα ανοιχτά τραύματά της που αιμορραγούσαν θα μπορούσαν να συγκινήσουν και πέτρινη καρδιά. Έτρεξα στο σπίτι του Κωλέττη, μινίστρου του πολέμου, και τον παρακάλεσα να στείλει δύο στρατιώτες για να απομακρύνουν αυτό το δύστυχο πλάσμα και να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό του. Ο Κωλλέτης έδωσε αμέσως εντολή. Σε λίγο ήρθαν στην Αγορά δύο άνδρες, άρπαξαν την Τουρκάλα με βάρβαρο τρόπο, την πήραν παράμερα, τη σκότωσαν με τρεις σπαθιές και την παράτησαν στα σκυλιά. Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκρυζα καθημερινά» (Σιμόπ. τ. 2, σ. 33).
Ότι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, παρά τη φήμη του μέσα και έξω από τη Μάνη, στρατιωτικά ήταν μηδαμινός και ουδέποτε έπραξε κάτι αξιομνημόνευτο.
Και τέσσερις επιμέρους μικροϊστορίες από το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ.
Ἄρτα, η (Ιστ. Γεωγρ.): Η Άρτα με το γιοφύρι της. Η κατάληψή της από τους Οθωμανούς έγινε αναίμακτα, με συνθήκη (όχι με πόλεμο) και διήρκεσε 432 ολόκληρα χρόνια (1449-1881): «Η "ερίβωλος" [εύφορος] γη της Άρτας, η ομορφιά της και το ήπιο κλίμα της, σαγήνευσαν ως και αυτόν τον Τούρκο κατακτητή της Φαΐκ Πασά που εγκαταστάθηκε σ' αυτή μόνιμα». (visitarta.gr/) Στην ακμή της είχε 2.000 διώροφα, πολυτελή σπίτια με κεραμοσκεπές, 400 εμπορικά καταστήματα, 4 τζαμιά και 17 συνοικίες, από τις οποίες οι 3 μόνο ήταν μουσουλμανικές, οι 4 ήταν εβραϊκές και οι υπόλοιπες χριστιανικές. Ο πλούτος της κέντρισε το ενδιαφέρον των Βενετζάνων (Ενετών) και των Μανιατών· οι πρώτοι αρκέστηκαν σε έναν βαρύ φόρο, οι δεύτεροι στην καταλεηλάτησή της και στη συστηματική σφαγή όσων Αρτινών είχαν την ατυχία να διασταυρωθούν απλώς μαζί τους: «Ήταν άλλωστε νωπή ακόμη η βάρβαρη λεηλασία της πόλης απ' το διαβόητο τυχοδιώκτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη (το 1696), ο οποίος μπρος στον εύκολο πλουτισμό δε δίσταζε να καταστρέφει ελληνικές πόλεις και να ρημάζει ναούς, πηγαίνοντας πότε με τους Τούρκους και πότε με τους Βενετούς. (Ό,τι δεν είχε κάνει ο Τούρκος κατακτητής στην Άρτα, το έκανε ο ανισόρροπος Μανιάτης στους ομοεθνείς του)». (πρ. π.) Ο Κολοκοτρώνης μία φορά μόνο αναφέρεται στην Άρτα, σε έναν αιχμηρό του διάλογο με τον Ἰγνάτιο (όπου με πολύ ξεκάθαρο τρόπο δηλώνει πως άλλο η Ελλάδα κι άλλο η Άρτα): «[...] μοῦ 'λεγες τόσα γιὰ τὸν Μαυροκορδάτο... πῶς εἰς ἕνα μήνα ἔγινε καλός;" Ἀπεκρίθηκε: "Ὁ καλὸς εἶναι καὶ κακός". – "Σὰν τὸν ἔκλεξες γιὰ καλόν, πάρτον εἰς τὴν Ἄρτα, ὄχι ἐδῶ εἰς Ἑλλάδα... καὶ μὴ μοῦ βροντᾶς τὸ πόδι, γιατὶ βροντῶ τὸ σπαθὶ καὶ σοῦ κόβω τὸ κεφάλι"[...]». (Διήγ.)
Κόχραν, Τόμας Ἀλεξάντερ (Πινακ.): Thomas Alexander Cochrane. Άνθρωπος της θάλασσας, του μισθοφορικού πολέμου και του χρηματιστηριακού τζόγου. Ένας φανφαρόνος και αδίστακτος τυχοδιώκτης. Ένας «επαγγελματίας ελευθερωτής» και «όχι εντελώς ανιδιοτελής», κατά τον ιστορικό Douglas Dakin. Κυνηγός πειρατών στα νιάτα του. Την περίοδο του Γαλλοβρετανικού πολέμου αιχμαλωτίστηκε, αλλά κατόρθωσε να διασωθεί, οπότε και διορίστηκε πλοίαρχος μεγάλου καταδρομικού, με το οποίο απέκτησε σημαντική περιουσία από πειρατικές λείες (έκλεβε τους πειρατές). Στα 1806 εξελέγη βουλευτής του Χόνιτο και εν συνεχεία του Γουεστμίνστερ: «Εκείνη την εποχή έγινε διάσημος όταν αποκάλυψε στοιχεία για καταχρήσεις που γίνονταν στο ναυτικό. Το έτος 1809 ορίστηκε κυβερνήτης μιας φρεγάτας και κατέστρεψε με πυρπολικά στο λιμάνι του Εξ τέσσερα γαλλικά πλοία». (greek_greek.enacademic.com) Ενώ βρισκόταν στην Αγγλία και αποτελούσε σεβάσμιο μέλος του αγγλικού κοινοβουλίου, κατηγορήθηκε (στα 1814) ως συκοφάντης και ψευδομάρτυρας και παραπέμφθηκε σε δίκη: «είχε διαδώσει την πτώση του Ναπολέοντα Α΄ προσβλέποντας σε χρηματιστηριακά κέρδη. Έπειτα από αυτή την υπόθεση η καλή του φήμη στο αγγλικό περιβάλλον κατέρρευσε, γεγονός που τον ανάγκασε να εκπατριστεί». (πρ. π.)
Αποδεχόμενος την πρόσκληση των εξεγερμένων Χιλιανών, οργανώνει τον στόλο τους, διορίζεται μάλιστα και ναύαρχός τους, τους κάνει διάφορα μασκαριλίκια και πρωταγωνιστεί σε απίστευτες σκηνές φιλαργυρίας, χάρη σ' αυτόν όμως οι επαναστάτες γεύονται σημαντικές επιτυχίες σε βάρος των Ισπανών. Ακολούθως πηγαίνει στο Περού και αμέσως μετά στη Βραζιλία και αναλαμβάνει ναύαρχος στις επιχειρήσεις εναντίον των Πορτογάλων, αλλά αιφνιδίως αφήνει σύξυλους τους επαναστάτες και το σκάει: «Η φυγή του αμαύρωσε τη δόξα του και η Βραζιλία ποτέ δεν θα του συγχωρέσει αυτή την άθλια αχαριστία», γράφει ο Βραζιλιάνος ιστορικός Alberto Baltthazar da Silveira. (Σιμόπ., τ. 5, σ. 125) Επιστρέφει στην Ευρώπη, όπου και συνεχίζει να παρέχει τις υπηρεσίες του ως μισθοφόρος επαναστάτης· αποδεχόμενος την αμοιβή των 57.500 χρυσών στερλινών* αναλαμβάνει να γίνει ἀρχιθαλάσσιος των εξεγερμένων Ελλήνων (φορώντας τη στολή του ναυάρχου των Βραζιλιάνων, που είχε... λησμονήσει να επιστρέψει): «Καὶ ἡμεῖς τὸν Μάρτιον μήνα, σὰν ἐγινήκαμε πλήρεις ἐνενήντα, ἀρχίσαμεν τὲς ἐργασίες μας καὶ ἐβάλαμεν πρόεδρον τὸν Σισίνην. Τότενες ἔφθασε καὶ ὁ Κόχραν καὶ τὸν ἐψηφίσαμεν ἀρχιθαλάσσιον εἰς τὲς τρεῖς μοῖρες Σπετσῶν, Ὑδραίων καὶ Ψαρῶν».(Διήγ.)
Έτσι το έτος 1827 ο Κόχραν καταπλέει στη νήσο Πόρο, όπου γίνεται δεκτός με τον συνήθη σε αυτές τις περιπτώσεις εθνικό ενθουσιασμό, ορκίζεται, αναλαμβάνει καθήκοντα στολάρχου, η παρουσία του όμως αποδείχθηκε απολύτως καταστροφική για τα θέματα των εξεγερμένων Ελλήνων (φέρεται μάλιστα πως είχε παίξει στον τζόγο του εγγλέζικου χρηματιστηρίου τις μετοχές του, οι ελληνικές ήττες του αποκόμισαν τεράστια κέρδη): «Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις για την άλωση της Ακρόπολης, αλλά τα επιτελικά του σχέδια, τα οποία ήταν επιπόλαια, καθώς και η διαφωνία του με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη απέφεραν ολέθρια αποτελέσματα στην έκβαση των επιχειρήσεων». (greek_greek.enacademic.com) Αξίζει να ειπωθεί πως ο μεγαλεπήβολος τούτος τυχοδιώκτης, όπως μας πληροφορεί ο συμπατριώτης του ιστορικός Φίνλεϊ, ήρθε στην Ελλάδα «με μια θ α υ μ α σ ί α εγγλέζικη θαλαμηγό, που είχε αγορασθεί ειδικά γι' αυτόν από τα χ ρ ή μ α τ α τ ο υ δ α ν ε ί ο υ, για να επιταχυνθεί η άφιξή του στην Ελλάδα, από τον Ιούνιο του 1826» (Σταματ., τ. δ, σ. 58)· από αυτή τη θαλαμηγό παρακολουθούσε τα δρώμενα, ως «αρχιθαλάσσιος» που ήταν (και όταν σκούραιναν κάπως τα πράγματα, άνοιγε πανιά γι' αλλού, τρέχοντας όπως και τότε που το έσκασε από την Βραζιλία).
κύρ, ο (Γλώσ.): Από τις βυζαντινές λέξεις κύρης και κύρις (προερχόμενες αυτές από την αρχαιοελληνική λέξη κύριος, η οποία φαίνεται να προήλθε από του έννοια του κύρους, το κύρος δηλαδή). Προσφώνηση διά της οποίας απεδίδετο ιδιαίτερος σεβασμός σε εκείνον που απευθυνόταν. Ο κυρ επί Οθωμανικής κυριαρχίας (Τουρκοκρατίας) ανήκε στην ανώτερη κοινωνική και οικονομική τάξη, είχε κύρος· εξουσίαζε διαφέντευε σπίτια, ανθρώπους, περιοχές. Ο κυρ Ανδρέας (ο Ζαΐμης) ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Ο Κολοκοτρώνης, μολονότι αρχιστράτηγος και έξαλλος με τα καμώματά μου) δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια ανάμεσά τους: κυρ τον ανέβαζε κυρ τον κατέβαζε: «Ἐμαλώσαμε μὲ τὸν κύρ Ἀνδρέα καὶ ἤλθαμεν εἰς λόγια: "Διατί, κὺρ Ἀνδρέα, δὲν ἔστειλες εἰς τὸν ἀνεψιόν σου τὸν Γιάννη νὰ μὴν κάψει τὸ Σοφικό, ὁποὺ ἦτον τὸ πρῶτο χωριὸ τῆς ἐπαρχίας;" Μὲ ἀπεκρίθηκε, ὅτι δὲν εἶχεν ἄνθρωπον νὰ στείλει. Τοῦ λέγω: "Τίνος τὰ λὲς αὐτά, κὺρ Ἀνδρέα; Ἐσὺ εἶχες μαζί σου 4.000 ἀνθρώπους καὶ δὲν ἔστελνες ἕνα καβαλλάρη, διὰ νὰ μὴν καοῦν 200 σπίτια;"» (Διήγ.)
νερό, το (Εν Γέν.): Το ύδωρ. Υγρό άχρωμο, άοσμο, άγευστο, που σε καθαρή μορφή αποτελείται από δύο μέρη υδρογόνου και ένα μέρος οξυγόνου. Είναι το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση. Η διαρκής έλλειψή του φέρνει σε απόγνωση τους πολιορκημένους των κάστρων, ο Κολοκοτρώνης είχε το νερό μέσα στα βασικά πολιορκητικά του μέσα: «Οἱ Τοῦρκοι ἐστενοχωρήθησαν πολὺ εἰς τὸ Κάστρο, καὶ ἀπὸ νερό, καὶ κατὰ τὸν τρόπο ὁποὺ τοὺς ἐστενοχώρησα, εἰς ἕνα μήνα ἤθελε παραδοθοῦν». Το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό και το νερό των λιμνών γλυκό, ενώ το νερό του πολέμου εμπεριέχει ενίοτε πολλά και μακάβρια, ο αγωνιστής του '21 Νικόλαος Κασομούλης μας δίνει μια γενική εικόνα του από το πολιορκημένο Μισολόγγι:«...τὸ νερὸ τῶν δεξαμενῶν εἶχεν γίνει ἕνα μίγμα ἀλλόκοτον· ὅ,τι ἤθελες μέσα εὕρισκες· μυαλά, εντόσθια, αἷμα, κεφάλια – καὶ οἱ Ἕλληνες ἔπιναν καὶ ὑπέμνεσκαν μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν». (Κασομ.)
____________________
Τα παραπάνω που διαβάσατε και είδατε είναι παρμένα από το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ του Νίκου Πλατή που μόλις κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ.Τι ακριβώς είναι το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ;
Είναι η συνέχεια και η ολοκλήρωση του μικροΜέγα ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2019 και εξαντλήθηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες. Το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ είναι ένα αυτοτελές λεξικογραφημένο ιστορικό δοκίμιο με δεκάδες συναρπαστικές μικροϊστορίες και μοναδικές, σπάνιες εικόνες καθημερινότητας από την Επανάσταση του ΄21∙ αλλά και άγνωστα πορτρέτα πολέμαρχων ανδρών (που ουδεμία σχέση φυσικά δεν έχουν με την τρε μπανάλ πινακοθήκη των γνωστών τραγικών σχολικών εορτασμών): όπως αυτή με το αγιογραφικό ολόσωμο πορτρέτο του Κολοκοτρώνη, ας πούμε ή το Παλληκάρι από την ανθρωπογεωγραφία του Τεοντόρ Λεμπλάν, και ασφαλώς (και παρά τις όποιες... εθνοπατριωτικές ενστάσεις) το διπλό εκείνο ερωτικό πορτρέτο των νεαρών από το ηρωικό Σούλι, που εικονογραφούν το παρόν δημοσίευμα.
* 3 57.500 λίρες ή 1.437.000 φράγκα: Οι καταβολές στον ναύαρχο Κόχραν ήταν κάτι περισσότερο από μια υπέρογκη αμοιβή, ήταν μια σωστή λεηλασία: «περίπου 50 ετών εισόδημα μιας μεσοαστικής αγγλικής οικογένειας εκείνης της εποχής». (Δερτ., σ. 196)
σχόλια