Στην «Ευνοούμενη», ο Γιώργος Λάνθιμος κλήθηκε να φτιάξει μια ταινία με μια πλοκή εντελώς ρεαλιστική. Το υποδειγματικό μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, μόνιμου συνεργάτη του και παρόντα σε όλη τη φιλμογραφία του, από την εποχή του «Καλύτερού μου Φίλου» και της «Κινέττας», ήταν ένα από τα στοιχεία που θα τον βοηθούσε να διατηρήσει την περιβόητη κινηματογραφική του γλώσσα.
Αλλά και για τον ίδιο τον μοντέρ –ο οποίος, αρχικά, λόγω χρονικών περιορισμών σχετικών με την προηγούμενη ταινία του Λάνθιμου, τη «Θυσία του Ιερού Ελαφιού», ήταν να μη συμμετάσχει στην «Ευνοούμενη»– οι προκλήσεις εδώ ήταν μεγαλύτερες. Κατάφερε να δημιουργήσει έναν ασυναγώνιστο ρυθμό πάνω σε μια ιστορία σχεδόν απλή (απλούστερη από τις άλλες, τουλάχιστον) και να προσδώσει επιπλέον φρεσκάδα στην ανανέωση ενός ολόκληρου κινηματογραφικού είδους, αυτού της ταινίας εποχής, που επιφύλασσε ο Έλληνας δημιουργός.
Με πορεία που εκτείνεται σε 4 δεκαετίες, ο Μαυροψαρίδης έχει κυριολεκτικά συνεργαστεί με όλο το σύγχρονο ελληνικό σινεμά: Πανουσόπουλος, Περάκης, Τσαγγάρη, Μπουλμέτης, Τριανταφυλλίδης, Τσιώλης, Τσεμπερόπουλος, Μαλέα, Σμαραγδής, Ηλιάδης και το name dropping συνεχίζεται.
Τώρα γίνεται ο πρώτος Έλληνας μοντέρ που λαμβάνει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές τα στοιχήματα τον δίνουν ως φαβορί στην κατηγορία του.
Όταν πρωτοεμφανίστηκε η «Κινέττα», μόνο ξύλο που δεν φάγαμε. Δεν ήταν καλή η υποδοχή. Αλλά ούτε και στον «Κυνόδοντα» ήταν καλή η υποδοχή. Όμως την επιμονή του και τη σιγουριά τη θαυμάζω. Μένει σε αυτό που θέλει να κάνει, παρά τις αντιξοότητες και την εύκολη αντίδραση των παραγωγών, τα «δεν το καταλαβαίνω, δεν το κάνω»... Αν μπλέξεις εκεί, δύσκολα είσαι ο εαυτός σου.
Έχοντας ήδη βραβευτεί πριν από μερικά εικοσιτετράωρα από την Αμερικανική Ένωση των Μοντέρ (ένα βραβείο που του δίνει έξτρα προβάδισμα και το οποίο ο ίδιος θεωρεί εξίσου βαρύνουσας σημασίας, αφού ισοδυναμεί με την αναγνώριση από τους ομότεχνούς του), βρίσκεται στη Δανία, όπου δουλεύει πάνω στη νέα ταινία του Γιόνας Αλεξάντερ («When Animals Dream») που φέρει τον προσωρινό τίτλο «Suicide Tourist», με πρωταγωνιστή τον Νικολάι Κόστερ-Βαλντάου του «Game of Thrones».
Τον πετυχαίνω, μέσω Skype, σε μέρα χαλάρωσης και του ζητώ να με εισαγάγει στον μαγικό κόσμο του μοντάζ, στα όχι και τόσο λαμπερά και συχνά παραγνωρισμένα μετόπισθεν της δημιουργίας μιας ταινίας, σε μια διαδικασία που συνήθως είναι υπεύθυνη για την απογείωση ή την καταστροφή της.
— Μου είχες πει ότι αυτές τις μέρες βρίσκεσαι σε κρίσιμο σημείο της νέας ταινίας. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό για τη δική σου δουλειά;
Αρχίζει το post-production και πρέπει να συνδεθούν πολλοί άνθρωποι. Οι μισοί είναι στη Σουηδία, οι άλλοι είναι στη Γαλλία όπου κάνουν τα εφέ. Αυτό το Σαββατοκύριακο ο συνεργάτης μου παρουσίασε το cut που προτείνουμε στους παραγωγούς. Είμαστε σχετικά ικανοποιημένοι με τη δομή και με τον ρυθμό και περιμένουμε να λάβουμε feedback για να προχωρήσουμε σε πιο τελικές φάσεις, γιατί μετά έρχονται οι χρηματοδότες και πρέπει να είναι έτοιμα όλα όσα θα δούνε. Περιμένουμε τα notes που θα πάρουμε.
— Βάλε με στο κλίμα της δουλειάς σου, γιατί πολύς κόσμος δεν γνωρίζει ποια είναι ακριβώς η διαδικασία του μοντάζ μιας ταινίας. Κατ' αρχάς, από χρόνους πώς πάτε; Τώρα, για παράδειγμα, που δουλεύεις σε μία ευρωπαϊκή παραγωγή.
Δεν είναι βέβαια του ίδιου μεγέθους με το «The Favourite». Είναι low budget ταινία. Εδώ έχω ένα συμβόλαιο για 16 εβδομάδες, που είναι περίπου ο μέσος όρος για την Ευρώπη. Αν χρειαστεί, θα πάμε παραπάνω.
Υπάρχουν βέβαια και ταινίες που γίνονται πολύ πιο γρήγορα, υπάρχει και ο Τζόναθαν Γκλέιζερ που μπορεί να μοντάρει για 12 ή 16 μήνες. Ο Λάνθιμος είναι ιδιαίτερα απαιτητικός, έχει καταφέρει και κρατάει το final cut και αυτό σημαίνει 6 με 7 μήνες δουλειάς. Στην τελευταία του κράτησε παραπάνω κι εγώ μπήκα μετά.
— Στις προηγούμενες συνεργασίες σου με τον Λάνθιμο ήσουν παρών και στα γυρίσματα;
Στις αγγλοσαξωνικές παραγωγές, ταυτόχρονα με το γύρισμα συνήθως γίνεται και το assembly, δηλαδή η διαδικασία τού να βάλεις τις σκηνές στη σειρά του σεναρίου, μια πρώτη συρραφή για να δουν οι παραγωγοί και ο σκηνοθέτης κατά τη διάρκεια του γυρίσματος αν το έχουμε, αν λείπει κάτι. Φαντάσου να γίνεται μια σκηνή και ξαφνικά να αρχίσει να βρέχει. Φτάνει το υλικό ή πρέπει να πάρουμε άλλη μια μέρα; Το πιο δύσκολο πράγμα σε αυτές τις παραγωγές είναι να ζητήσεις άλλη μια μέρα γυρίσματος.
— Βγάζει τελείως off και το μπάτζετ και τον προγραμματισμό.
Ακριβώς. Γι΄ αυτό είναι σημαντικό ο μοντέρ να μοντάρει κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Αλλά είναι μια φάση κατά κάποιο τρόπο άχαρη για το δημιουργικό μοντάζ, γιατί στην ουσία καλείσαι να κάνεις κάτι πρακτικό.
— Και μόλις τελειώσει το assembly;
Μετά από δυο εβδομάδες περίπου –τόσος χρόνος δίνεται συνήθως για να τελειώσει αυτή η διαδικασία– ο μοντέρ δείχνει το αποτέλεσμα στον σκηνοθέτη και αρχίζει η δουλειά. Έχει συνήθως άλλες 8 βδομάδες για να παρουσιάσει το cut στους παραγωγούς, που είναι μια τυπική διαδικασία.
Μετά, σε αυτές τις περιπτώσεις, βρίσκεσαι στα χέρια των παραγωγών κι εκεί συμβαίνουν πολλά, εκτός αν είσαι ο Γιώργος Λάνθιμος και έχεις στο συμβόλαιό σου τον όρο του final cut.
Αποδέχεσαι βέβαια τα notes, γιατί είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις μαζί με άλλους την ταινία. Σαφέστατα έχεις κάτι στο μυαλό σου, ιδιαίτερα όταν έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που γνωρίζεις, ξέρεις την ιδιοσυγκρασία του, ξέρεις τον τρόπο δουλειάς του, τους, ας πούμε, «κανόνες» που υπεισέρχονται μέσα σε αυτό το κινηματογραφικό πλαίσιο που ονομάζουμε «περσόνα του Λάνθιμου». Εκεί μπαίνει και η δική σου αντίληψη, διάθεση, φιλοσοφία.
— Πώς εξελίσσεται λοιπόν η συνεργασία σας, όταν αναλαμβάνεις εσύ;
Του αρέσει να με αφήνει να ερμηνεύω. Δεν θέλει να μπλέκεται από την αρχή καθόλου. Δεν θέλει να βλέπει τις σκηνές, το σιχαίνεται. «Εγώ το 'κανα, να το ντεκουπάζ, μέσα εκεί υπάρχουν άπειρες δυνατότητες. Δώσε μου εσύ μια ερμηνεία σου».
— Το «The Favourite» κυκλοφόρησε μόλις έναν χρόνο μετά τη «Θυσία του Ιερού Ελαφιού». Πώς κατάφερες να προλάβεις;
Το «The Favourite» είχε προγραμματιστεί να γίνει πριν από το «Ελάφι» αλλά δεν μπορούσαν οι τρεις πρωταγωνίστριες. Έκανα λοιπόν το «Ελάφι» και όταν είχαμε σχεδόν ένα τελικό cut της ταινίας, τον Μάρτιο (σ.σ. του '17), το δείξαμε στις Κάννες, αλλά δεν είχε τελειώσει το post production, είχε ακόμα πάρα πολλή δουλειά.
Έπρεπε να μείνω εγώ γιατί ο Λάνθιμος είχε συμβόλαιο να ξεκινήσει τα γυρίσματα του «The Favourite». Κυριολεκτικά του απαγορευόταν να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Επομένως δεν μπορούσα να μπω εγώ στο assembly.
Ήρθαμε σε επαφή με τον Σαμ Σνιντ, που έχει δουλέψει με τον Γκλέιζερ στο «Birth» και το «Sexy Beast». Πολύ καλός μοντέρ. Του ζητήσαμε να συνεργαστούμε, αλλά μας είπε ότι δεν δουλεύει έτσι.
Ξεκίνησαν, έκαναν το assembly, άρχισαν να δουλεύουν μαζί, αλλά μετά από δυο μήνες φάνηκε ότι δεν προχωρούσε δημιουργικά η διαδικασία, τα πράγματα είχαν λίγο βαλτώσει. Κλήθηκα τον Ιούλιο να πάω στο Λονδίνο για να αναλάβω.
— Επρόκειτο δηλαδή να είναι η πρώτη ταινία του Λάνθιμου χωρίς εσένα;
Ε βέβαια, οι χρόνοι έτρεχαν, δεν γινόταν αλλιώς. Τέλος πάντων, όλα αυτά δεν έχουν τόση σημασία. Όταν πήγα, ζήτησα τον χρόνο μου από τον Γιώργο γιατί έπρεπε να μπω εξαρχής στην ταινία. Ήταν τέλη Ιουλίου και του ζήτησα, θυμάμαι, δυο μήνες τουλάχιστον.
Ο βαθμός δυσκολίας ήταν πολύ μεγάλος. Είναι ένα σενάριο «All About Eve». Έπρεπε να χωθώ μέσα στις σκηνές, να δω ερμηνείες, και στις 30 Σεπτεμβρίου είχαμε ένα rough cut, στη σειρά, πάνω-κάτω, του σεναρίου, και τότε –αυτή είναι η διαφορά με τον Γιώργο, για να καταλάβεις– που κάποιοι θα έλεγαν «ok, σε έναν μήνα τελειώνουμε», ήταν το σημείο που εμείς αρχίζαμε τη δουλειά.
— Πώς καταλήξατε στις τεχνικές που χρησιμοποιήσατε εδώ;
Η ταινία ξεκινούσε στο σενάριο με κλασικής αφήγησης τρόπο: νεαρή κοπέλα που έχει χάσει την ευγένειά της πάει στο παλάτι για να ζητήσει βοήθεια από την ξαδέρφη της, η οποία είναι η ευνοούμενη της βασίλισσας.
Από την αρχή ο Γιώργος ήθελε να το σπάσει αυτό και μάλλον το καταφέραμε γιατί όλοι μιλάνε για τρεις πρωταγωνίστριες. Το έχουμε ξανακάνει και στον «Κυνόδοντα». Η θέση σου δηλώνεται στην αρχή. Όταν λες στον άλλο ότι θα δεις μια ταινία για την Άμπιγκεϊλ και τις φιλοδοξίες της είναι ένας άλλος τρόπος.
Εμείς αλλάξαμε το μοντάζ και ξεκινάμε με μια σκηνή που στο σενάριο βρισκόταν παρακάτω: η βασίλισσα και η Σάρα μιλάνε για την αγάπη. Καταλαβαίνεις τότε ότι θα μας μιλήσει για την αγάπη, όπως μας μίλησε και στο «Lobster». Στον «Κυνόδοντα», αντίστοιχα, ξεκινούσαμε με ένα κασετοφωνάκι: «σήμερα θα μάθουμε καινούριες λέξεις».
Ο θεατής μπαίνει έτσι σε μια άλλη κατάσταση που εγώ έχω την τάση να την ονομάζω υπαρξιακή. Αυτό είναι βασικό όχι μόνο στη θεματολογία του Γιώργου αλλά και στον τρόπο αντιμετώπισης των ηθοποιών. Βλέπεις ότι τους αντιμετωπίζει ως όντα που έχουν μια παρουσία. Ναι, μεν παίζουν ρόλους, αλλά επιδιώκει αυτήν τη ρωγμή, να φανεί κάτι πιο ουσιαστικό και παρόν συνειδησιακά. Δεν τον νοιάζει τόσο οι ηθοποιοί να ερμηνεύσουν γιατί είναι της σχολής του Μπρεσόν, όπου ο ηθοποιός είναι ένα μανεκέν, ένα κομμάτι σε ένα ευρύτερο σύμπαν.
— Άρα το τι θα επιλέξετε στις πρώτες σκηνές καθορίζει πώς θα εξελιχθεί η ταινία;
Νομίζω ναι. Κι εδώ έχουμε αυτό το αστείο παιχνίδι που σταδιακά, με τον τρόπο του Λάνθιμου, σκοτεινιάζει και στο τέλος μπαίνουμε σε καταστάσεις καθαρά υπαρξιακές που πιστεύω ότι αφορούν και τον Γιώργο. Την πρώτη φορά που το είδα του είπα «καταλαβαίνω τι φάση περνάς τώρα». Στο τέλος αυτό που εγώ βλέπω είναι το «και τι έγινε;».
— Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το «και τι έγινε;» χαρακτηρίζει τον Λάνθιμο αυτή τη στιγμή, για όσα έχει πετύχει;
Εγώ έτσι σκέφτηκα. Ξέρεις, έχουμε αυτό το κοινό, μας αρέσουν οι ερμηνείες. Κάποιες φορές μου τη λέει ότι είμαι πολύ intellectual. Βέβαια, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που δουλεύουμε. Θέλουμε οι ταινίες να αποπνέουν μια ελευθερία στον θεατή για να βάλει κι αυτός τον δικό του ψυχικό κόσμο και να ερμηνεύσει αυτό που καταλαβαίνει. Δεν τον εγκλωβίζουμε.
— Θεωρείς ότι η απουσία του Ευθύμη Φιλίππου από το σενάριο ήταν αισθητή εδώ; Σας οδήγησε σε άλλα μονοπάτια;
Νομίζω ότι αυτό που έλειπε από το πρώτο σενάριο το βρήκε ο Γιώργος με τον ΜακΝαμάρα. Ταιριάξανε πολύ, τον εμπιστεύτηκε, δουλέψανε πολλά χρόνια. Αυτό που ονομάζεις απουσία του Ευθύμη είναι ένας περίεργος συνδυασμός Ευθύμη-Λάνθιμου.
Έχω μοντάρει κι άλλη ταινία σε σενάριο του Ευθύμη, το «Chevalier», έχω δει τον «Οίκτο» που έχει κάνει με τον Μπάμπη (Μακρίδη). Είναι άλλη η ερμηνεία σε αυτές τις ταινίες απ' ό,τι στον κόσμο που έχει αναπτύξει με τον Λάνθιμο.
Μ' αυτή την έννοια είναι πιο μέινστριμ η πλοκή της ταινίας και αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στα αισθητικά μέσα ώστε αυτό να σπάσει και να γίνει μέρος του Λάνθιμου.
Ναι, δεν είναι Ευθύμης το σενάριο, δεν έχει αυτό το παράξενο που έχει ο Ευθύμης. «Α, αυτή η τρελή ταινία που οι ήρωες γίνονταν ζώα». Εδώ βασιζόμαστε στη γνωστή ιδέα του «All About Eve», των «Επικίνδυνων Σχέσεων».
Ο τρόπος του Γιώργου, που αυτήν τη γνωστή ιδέα τη μεταπλάθει σε κάτι δικό του, είναι η ιδιαιτερότητα της ταινίας. Είπανε σε κάποιο άρθρο ότι το Χόλιγουντ πήγε στον Λάνθιμο και όχι ο Λάνθιμος στο Χόλιγουντ. Ελπίζω να το κρατήσει. Έχουμε δει πολλά ταλέντα να καταστρέφονται στην Αμερική.
— Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες την έχουν πατήσει έτσι στο Χόλιγουντ.
Είναι το σύστημα τέτοιο, αν δεν έχεις τη δύναμη να πιστεύεις στον εαυτό σου – και δεν υπάρχει πιο σίγουρος άνθρωπος από τον Γιώργο.
Όταν πρωτοεμφανίστηκε η «Κινέττα», μόνο ξύλο που δεν φάγαμε. Δεν ήταν καλή η υποδοχή. Αλλά ούτε και στον «Κυνόδοντα» ήταν καλή η υποδοχή. Όμως την επιμονή του και τη σιγουριά τη θαυμάζω. Μένει σε αυτό που θέλει να κάνει, παρά τις αντιξοότητες και την εύκολη αντίδραση των παραγωγών, τα «δεν το καταλαβαίνω, δεν το κάνω»... Αν μπλέξεις εκεί, δύσκολα είσαι ο εαυτός σου.
— Τώρα θα σου κάνω μερικές πολύ κλισέ ερωτήσεις για τα Όσκαρ, αλλά καταλαβαίνεις ότι τέτοιες διακρίσεις δεν τις συναντάμε συχνά στην Ελλάδα. Πώς ενημερώθηκες για την υποψήφιότητά σου και ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση;
Ήμουν στη δουλειά. Η παραγωγός μας είχε μια ταινία στη shortlist των 9, για την κατηγορία της ξενόγλωσσης, το «Birds of Passage» (σ.σ. δεν μπήκε τελικά στην πεντάδα), παρακολουθούσε την ανακοίνωση και ήρθε τρέχοντας μέσα.
Εντάξει, κάναμε μια μικρή γιορτή, ανοίξαμε σαμπάνιες. Σιγά σιγά άρχισαν τα τηλέφωνα. Πραγματικά με χαροποιεί το ότι έχει χαροποιήσει φίλους και συναδέλφους. Απλά αρχίζω και νιώθω τώρα κάπως. Ok, ρε παιδιά, αν δεν το πάρουμε, δηλαδή, θα είμαι προδότης; (γέλια).
Ό,τι ήταν να κάνω το έκανα και συνειδητοποίησα πως είναι ένα κλικ. Θα μπορούσα να μην είμαι υποψήφιος. Η εκτίμηση που έχω από τον κόσμο της δουλειάς μου στην Αθήνα και η αναγνώριση από τη συντεχνία μου μού είναι αρκετά.
Αλλά καταλαβαίνω και τη χαρά που μπορεί να δημιουργήσει. Είμαστε Έλληνες, δεν έχουμε μεγαλώσει στο Χόλιγουντ, κάνουμε τη δική μας ιδιαίτερη ταινία και αυτή αναγνωρίζεται.
— Εκτός των άλλων, όμως, η δική σου υποψηφιότητα είναι κομβική για τη γενικότερη ώθηση της ταινίας. Είναι μία από τις σημαντικές υποψηφιότητες.
Είναι μεγάλη η αναγνώριση για το έργο του Λάνθιμου. Αν το «The Favourite» είναι υποψήφιο για τόσα Όσκαρ, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταινία του Λάνθιμου. Οι άνθρωποι εκεί σου δίνουν τα μέσα. Αλλά με την πρώτη αποτυχία έφυγες. Ξέρω τουλάχιστον 4 περιπτώσεις μοντέρ που άλλαξαν (στη διάρκεια γυρισμάτων), το σύστημα θέλει κάτι σίγουρο.
Επίσης χαίρομαι που η ταινία πάει και καλά εισπρακτικά στην Αμερική. Δεν είναι στούντιο παραγωγή, παρόλο που την έκανε η Fox. Είναι μια ταινία του Γιώργου. Έχει και την ικανότητα να προσελκύει τους ηθοποιούς, τον αγαπάνε και θέλουν να δουλέψουν μαζί του.
— Τους 4 αντιπάλους σου τους έχεις δει;
Έχω δει το «BlacKkKlansman», το «Vice» και το «Green Book». Δεν έχω δει το «Bohemian Rhapsody». Σου λέω, είναι ένα κλικ. Κάποιος θα είναι ο νικητής, οι άλλοι δεν θα είναι. Στην πορεία του Τσιτσιπά, έρχεται ένας Ναδάλ και τον βγάζει έξω. Τι να κάνουμε;
Σημασία έχει να είσαι σε αυτό το πεδίο και νομίζω ότι είμαστε σε αυτό το πεδίο. Δεν θα χάσω και τίποτα, αν δεν πάρω το Όσκαρ. Αναγνωρισμένη θα είναι η δουλειά μου και στην Αθήνα αλλά και στο εξωτερικό.
— Ναι, όμως ένα τέτοιο βραβείο αλλά και η υποψηφιότητα από μόνη της δεν θα φέρουν περισσότερες (προτάσεις για) διεθνείς παραγωγές;
Κοίταξε, δεν θέλω περισσότερες διεθνείς παραγωγές. Θέλω να μείνω σε αυτές που κάνω. Δεν μπορώ να μπλέξω με τίποτα σε μια ταινία παραγωγού. Δεν τα καταφέρνω. Υπάρχουν καλύτεροι από μένα γι' αυτό. Θέλω αυτή την προσωπική σχέση με τον σκηνοθέτη.
Δεν με ενδιαφέρει τα μπάτζετ να είναι τρελά, οι απαιτήσεις τότε είναι διαφορετικές. Να κάνω action movie με τα γνωστά standards, να μοντάρω ήρωες σε green screen;
Πριν γίνουν όλα αυτά, μου έκαναν πρόταση. Στην Αγγλία κάποιος σκηνοθέτης ήθελε να μιλήσει μαζί μου και με έφερε σε επαφή με τους παραγωγούς. «Action movie έχεις κάνει;». Όχι, δεν έχω κάνει. Οπότε δεν πήρα τη δουλειά.
Μου έλεγε ο βοηθός μου για το «Baby Driver». Άλλος μοντέρ έκανε τα εφέ, άλλος τα action scenes, άλλος τη δραματουργία, άλλος επέβλεπε.
— Καλά, αυτή ήταν μια ταινία-μοντάζ, ούτως ή άλλως.
Όμως ήταν μια ταινία παραγωγού. Δεν έχει τη ματιά του σκηνοθέτη και του μοντέρ. Μου φαίνεται παράξενο να σε παίρνει ένας παραγωγός και να σου λέει «θέλουμε να κάνεις αυτή την ταινία». Συγγνώμη, αλλά ο σκηνοθέτης πρέπει να σε διαλέξει, για κάποιους λόγους δικούς του.
— Έχεις συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους Έλληνες σκηνοθέτες, με τόσο διαφορετικά ονόματα, και όντως οι περισσότερες ήταν ταινίες δημιουργών. Όσο η «Πολίτικη Κουζίνα» ήταν ταινία του Μπουλμέτη, άλλο τόσο το «Chevalier» ήταν της Τσαγγάρη κ.λπ. Πώς καταφέρνεις να ελίσσεσαι μεταξύ πιο εμπορικών παραγωγών και ανεξάρτητων ταινιών;
Όταν γύρισα από την Αγγλία, από τις σπουδές μου στο London International Film School, μπήκα σε μια εταιρεία παραγωγής, τη STEFI, τότε που άρχιζε η διαφήμιση στην Ελλάδα. Όταν δουλεύεις με έναν δάσκαλο σαν τον Πανουσόπουλο, θα πάρεις κάτι από την ιδιοσυγκρασία του – γιατί όλοι που μαζευτήκαμε εκεί κινηματογράφο θέλαμε, κάναμε διαφήμιση για να ζήσουμε.
Τότε είχα αμφιβολίες για το αν έπρεπε να κάνω διαφήμιση. Με έστειλε ο Πανουσόπουλος να βοηθήσω τον Δαμιανό στον «Ηνίοχο». Δούλεψα μαζί του 2-3 μήνες ως βοηθός. Ήταν φιλόσοφος. Τον ρώτησα «να κάνω διαφημιστικά;». «Η διαφήμιση είναι ποίηση της εποχής» μου είπε. Και ησύχασα.
Πραγματικά δεν πιστεύω ότι θα ήμουν ο ίδιος μοντέρ, αν είχα μείνει στην Αγγλία και δούλευα εκεί. Είσαι βοηθός για πάρα πολλά χρόνια και οι απαιτήσεις της δουλειάς του βοηθού είναι τρομακτικές, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς δημιουργικά.
Η σχέση με τον σκηνοθέτη, αυτό μας ένωσε και με τον Λάνθιμο από τότε που κάναμε διαφήμιση. Εγώ υποστήριζα το έργο του, δεν ήμουν «ό,τι πει ο παραγωγός».
— Τι να ευχηθώ λοιπόν για τις επόμενες εβδομάδες; Να περάσεις ωραία!
Να είμαι χαλαρός και να μην αγχώνομαι.
Το τρέιλερ της «Ευνοούμενης»