ΣΥΧΝΑ, ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ κάποιον και μετά τον γνωρίζεις, διαπιστώνεις πως το πρόσωπο που έχεις απέναντί σου δεν θυμίζει σε τίποτα τα κείμενά του. Ο Βασίλης Αλεξάκης αποτελούσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Είχε όλες τις αρετές των βιβλίων του. Ήταν αστείος, πνευματώδης και η φαντασία του κάλπαζε.
Διάβασα το Παρίσι-Αθήνα, την ανεπίσημη αυτοβιογραφία του, στα τέλη της δεκαετίας του '90, όταν πρωτοέφυγα από την Ελλάδα. Ξαναδιάβασα το βιβλίο δεκάδες φορές μέσα στα επόμενα χρόνια. Δεν νομίζω πως έχει γράψει κανείς κάτι που να περιγράφει πιο γλαφυρά τι σημαίνει να ζεις για χρόνια ανάμεσα σε δύο χώρες, δύο κουλτούρες και δύο γλώσσες. Αναζήτησα και διάβασα όλα του τα κείμενα, ακόμα και τα Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ, που ξεκινούν με τη φράση: «Να σας πω το πρόβλημά μου. Δεν γαμάω αρκετά».
Δεν ξέρω πώς γίναμε φίλοι. Τον γνώρισα από κοντά το 2008 για μια συνέντευξη για το μ.Χ., ίσως το μόνο σύγχρονο ελληνικό βιβλίο που μιλάει με τόση τόλμη για το Άγιο Όρος. Μέσα στα χρόνια η μία συνέντευξη έγινε δύο και μετά τρεις και τέσσερις.
Ως δάσκαλος ήταν εξαιρετικός. Του άρεσε η περιπέτεια. Μια φορά μάς είχε καλέσει σπίτι του και μας είχε στείλει να ψάξουμε στα σκουπίδια της γειτονιάς του να βρούμε τρία αντικείμενα, και να γράψουμε μια ιστορία.
Τον χειμώνα του 2015 έκανε κάποια μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Δεν μπορούσα να γράψω λέξη και ήλπιζα πως τα μαθήματα θα με βοηθούσαν να ξεκολλήσω. Δεν ξεκόλλησα, αλλά γνώρισα τον Βασίλη, κανονικά αυτήν τη φορά.
Το σπίτι του Βασίλη ήταν τρία ενοποιημένα διαμερίσματα στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στο τέλος της οδού Αναγνωστοπούλου. Ένα στενό ασανσέρ που έμοιαζε να σε κατεβάζει στα έγκατα της γης οδηγούσε σε ένα ορθογώνιο διαμέρισμα που έβλεπε σε έναν μεγάλο ακάλυπτο με νεραντζιές και μια λεμονιά – η λεμονιά ήταν που του είχε αρέσει εξαρχής και είχε αγοράσει το σπίτι. Είχε μέσα ένα τραπέζι του πινγκ-πονγκ κι ένα δώμα με ένα κρεβάτι – στα ράφια είχε πλαστικά στρατιωτάκια, κέρινες μορφές, παλιά βιβλία.
Έγραφε συνήθως στον πάγκο της κουζίνας, που ήταν βαμμένη κατακόκκινη, πάντα στο χέρι και πάντα καπνίζοντας πίπα. Στον τοίχο, δίπλα σε ανάκατες σημειώσεις, ήταν κολλημένο ένα μαύρο τηλέφωνο. Ο Βασίλης δεν είχε κινητό, ούτε email, είχε όμως τηλεφωνητή που έλεγε κάτι σοβαρό, όπως: «Αφήστε το μήνυμά σας μετά τον ήχο».
Ως δάσκαλος ήταν εξαιρετικός. Του άρεσε η περιπέτεια. Μια φορά μάς είχε καλέσει σπίτι του και μας είχε στείλει να ψάξουμε στα σκουπίδια της γειτονιάς του να βρούμε τρία αντικείμενα, και να γράψουμε μια ιστορία. (Είχα γυρίσει με ένα κουτί από χυμό και μια σόλα παπουτσιού.) Στα μαθήματα μας έβαζε να ψάχνουμε τυχαίες λέξεις από παλιούς κίτρινους οδηγούς ή να χρησιμοποιούμε ανάκατες λέξεις από παλιά βιβλία για να φτιάξουμε ιστορίες και μετά να τις διαβάζουμε δυνατά. Οι λέξεις, το νόημά τους, η ακροβασία της συνεχούς μετάφρασης από τα ελληνικά στα γαλλικά και τούμπαλιν, τον συνάρπαζαν.
Στο Παρίσι-Αθήνα περιγράφει εξαιρετικά μια σκηνή όπου ο γιος του χρησιμοποιεί μια λέξη που δεν έχει ακούσει ποτέ, μετά από είκοσι χρόνια στη Γαλλία. («O Δημήτρης γέλασε μέχρι δακρύων όταν του ομολόγησα ότι δεν ήξερα τι θα πει "pipistrelle" (μικρή νυχτερίδα). "Πώς γίνεται να μην ξέρεις την πιπιστρέλ;" Επέμενε σαν να δυσκολευόταν να πιστέψει την άγνοιά μου».)
Για να γράψει τις Ξένες Λέξεις ταξίδεψε στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία για να μάθει σάνγκο, τη γλώσσα των ιθαγενών που εξαφανίζεται σταδιακά ως αποτέλεσμα της γαλλικής αποικιοκρατίας. «Ήθελα να χρησιμοποιήσω μια γλώσσα σαν ηρωίδα, σαν ερωμένη που έρχεται σπίτι σου κι αρχίζεις να τη γνωρίζεις» μου είχε πει.
Έγραφε αρκετά για τις γυναίκες και ο ίδιος, κι ας μην το παραδεχόταν. Στο περίφημο Τάλγκο, που έγινε αργότερα ταινία με τίτλο Ξαφνικός έρωτας, μιλούσε για μια απαγορευμένη σχέση, ενώ στην Καρδιά της Μαργαρίτας εξιστορούσε έναν έρωτα δικό του με μια παντρεμένη γυναίκα.
Με ηθικοπλαστική διάθεση τον ρώτησα αν θύμωναν οι γυναίκες για τις οποίες έγραφε. «Κάποιες γυναίκες εκνευρίζονται επειδή έχω την τάση να χρησιμοποιώ κάποια στοιχεία της ζωής, αυτός όμως είναι ένας κίνδυνος για τις γυναίκες που έχουν σχέση με μυθιστοριογράφους. Στο πρώτο μου βιβλίο, το Σάντουιτς, η γυναίκα μου είχε συγχυστεί». «Μα, στο τέλος του βιβλίου την αποκεφαλίζετε!»
Ο Βασίλης είχε υποδόριο χιούμορ. Με αποκαλούσε, σαρδόνια, «κυρία Τριβόλη» και «χρυσό μου». Μάλλον τον διασκέδαζα. Μιλάγαμε στο τηλέφωνο, λέγαμε ιστορίες και νέα, μου έδινε συμβουλές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γενναιοδωρία του.
Ως πρώην σκιτσογράφος, στα βιβλία του, αντί για αφιερώσεις, έφτιαχνε σκιτσάκια. Στον Μικρό Έλληνα είχε ζωγραφίσει δυο ανθρωπάκια στην κορυφή δυο κτιρίων. Ανάμεσά τους βρισκόταν το κενό. «Δέσποινα, σας αγαπώ» έλεγε το ένα ανθρωπάκι. «Τι λέει πάλι;» αναρωτιόταν το άλλο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια