Γλαρόσουπα
Και η αδικία της ελληνικής γλώσσας
Παράσταση του Γλάρου στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου. Οι εφημερίδες την υμνούν (Guardian, New York Times), είναι όμως η επιτομή της συμβατικότητας. Σκέφτομαι πόσο πιο λεπταίσθητα θα την σκηνοθετούσε π.χ. ο Βογιατζής. Και συνειρμικά, πόσο αδικούνται μερικοί σπουδαίοι καλλιτέχνες μας (και συγγραφείς μας) από τον γεωγραφικό περιορισμό της ελληνικής γλώσσας.
Στο διάλειμμα, οι μισοί Άγγλοι είναι ζαλισμένοι από τα τζιν τόνικ, στην ταράτσα πάνω από το ποτάμι, δροσερό απόγευμα Αυγούστου.
Δεν αναφέρω τυχαία τον Βογιατζή. Ένα Εθνικό Θέατρο, αποστολή έχει, να υποστηρίζει το βασικό και το κύριο, αφήνοντας τους ακραίους πειραματισμούς, σε άλλες ομάδες. Δουλειά του είναι, ειδικά σε περιόδους παρακμής ή σύγχυσης, να υπενθυμίζει τι είναι πρώτο και τι δεύτερο. Τα όπλα του είναι η γνώση, η σταθερότητα και το ξεσκαρτάρισμα της μόδας― και η σκηνοθεσία πρέπει να εκφράζει επίσης τις ίδιες αρετές.
Εξού και η σκέψη του Βογιατζή. Ουσιαστικά, αυτός ήταν το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, περισσότερο κι από το ίδιο το Εθνικό που χάθηκε στην αγωνία των πειραματισμών.
Άλλο όμως το κλασικό ανέβασμα και άλλο αυτό το δειλό, συμβατικό πράγμα που μόλις είδα. Σκέφτομαι με πόσο περισσότερο μέτρο, ποιητικό βάθος και μουσική έχουν παίξει Έλληνες ηθοποιοί Τσέχωφ, και πόσο αδικούνται κι αυτοί που δεν φτάνουν στα αγγλόφωνα ακροατήρια.