Σχίζοντας τα χαρτιά μου Ιστορίες ασθενών, όπως τις αφηγείται ο γιατρός που τις έζησε
Ένα βιβλίο, που δεν μοιάζει με κανένα
Υπάρχει μια κατηγορία βιβλίων ανεκτίμητη. Είναι μαρτυρίες από ανθρώπους που έχουν ζήσει ιδιαίτερα πράγματα και γράφουν, όχι με λογοτεχνική αξίωση, απλώς για να τα μοιραστούν. Συνήθως άπαξ. Αν και έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι κατά βάση ντοκουμέντα από κόσμους κλειστούς. Π.χ. το βιβλίο ενός Έλληνα βοσκού, που έφτασε στα χέρια μου. Ή αυτό το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γαρδίκα, διάσημου γιατρού της Αθήνας, νεκρού πια. Έχει τίτλο «Σχίζοντας τα χαρτιά μου», εξαντλημένο προ πολλού. Εννοεί, σχίζοντας τις καρτέλες των ασθενών του, όταν γέρων πια, έκλεινε το ιατρείο του. Κάθε καρτέλα, είναι ένα σύντομο κεφάλαιο, ένα σύντομο δράμα.
Ψηφιοποιώ τρία από τα κεφάλαια. Το βιβλίο είχε αρχικά εκδοθεί από τις εκδόσεις Φιλιππότη, και μετά από τις εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε.
1.
Με την καρτέλα που έχω στο χέρι μπορούσε να γραφτεί τραγωδία. Ήταν η ιστορία μιας νέας γυναίκας 32 χρονών. Είχε πάθει αποβολή στον 5ον μήνα της πρώτης της εγκυμοσύνης πριν από 15 ημέρες. Μου ήρθε γιατί από μια εβδομάδα πονούσε η δεξιά της γάμπα, που την ένιωθε συγχρόνως και πρησμένη. Δεν ήταν δύσκολο να διαγνώσει κανείς φλεβίτιδα, αρκετά συνηθισμένη ύστερα από μια γυναικολογική επέμβαση. Την έστειλα αμέσως στο νοσοκομείο. Την επόμενη ημέρα, το βράδυ, παρουσίασε έντονη δύσπνοια, ενδεικτική βαριάς πνευμονικής εμβολής. Ζήτησε από τον διανυκτερεύοντα γιατρό να με παρακαλέσει, διευθυντή τότε, να πάω αμέσως στο νοσοκομείο γιατί ήθελε να με δει.
Ντύθηκα και πήγα. Ήταν μεσάνυχτα. Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, αντίκρισα φοβερό θέαμα. Η γυναίκα ήταν καθισμένη στο κρεβάτι της με φοβερή δύσπνοια και μπλε πρόσωπο που μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς και τη νύχτα. Η αγωνία ήταν γραμμένη στο πρόσωπό της. Παρακάλεσε τον βοηθό να φύγει γιατί ήθελε να μείνουμε μόνοι. Μου λέει: «Ξέρω ότι θα πεθάνω αυτήν τη νύχτα και σύντομα». Εγώ έδειξα ότι είχα αντιρρήσεις, αλλά με διέκοψε. «Δεν με ενδιαφέρει ο θάνατος, ούτε σε φώναξα να με σώσεις». (Κοντά στον θάνατο ο πληθυντικός είναι αδικαιολόγητη πολυτέλεια). «Σε κάλεσα να μου κάνεις μια χάρη, την τελευταία. Ο άνδρας μου, στα 4 χρόνια που είμαστε παντρεμένοι, μου έχει κάνει τη ζωή μαρτύριο. Ήταν σκληρός και χυδαίος και με βασάνιζε. Ήταν φοβερός χαρτοπαίκτης και πολλές φορές γύριζε σπίτι το πρωί. Είχα αποφασίσει να τον χωρίσω. Σε θέλω, λοιπόν, να με βοηθήσεις να γράψω τη διαθήκη μου, γιατί εγώ έχω από τους γονείς μου μεγάλη περιουσία που θα προσπαθήσει αυτός να τη φάει. Θέλω να τον αποκληρώσω. Πάρε ένα χαρτί και γράφε: "Επιθυμώ όπως όλη η περιουσία μου περιέλθει στα αδέλφια μου και όχι στον άνδρα μου, γιατί σε όλη τη συζυγική ζωή μας ήταν βάναυσος, χυδαίος, και μου είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο"».
Ήταν τραγικό να βλέπεις αυτήν τη νέα γυναίκα ασφυκτική, άσφυγμη, σε επιθανάτια αγωνία, να τα λέει με τόση σκληρότητα και με τόση σαφήνεια. Φαντάζεται κανείς τι είχε τραβήξει.
«Ξέρω ότι θα πεθάνω αυτήν τη νύχτα και σύντομα...Πάρε ένα χαρτί και γράφε: "Επιθυμώ όπως όλη η περιουσία μου περιέλθει στα αδέλφια μου και όχι στον άνδρα μου, γιατί σε όλη τη συζυγική ζωή μας ήταν βάναυσος, χυδαίος, και μου είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο"»
Όταν τελειώσαμε, μου είπε: «Τα έχω τετρακόσια, ό,τι είπα είναι η θέλησή μου». Της είπα να μείνει ήσυχη και για να την πείσω, έγραψα: «Βεβαιώ ότι η κ. Κ.Μ., κατά τη σύνταξη της ως άνω διαθήκης, είχε πλήρη διαύγειαν πνεύματος και ήταν εις θέσιν να προβεί σε δικαιοπραξίαν». Το υπέγραψα. «Και τώρα», μου λέει, «δώσε μου το χαρτί να το υπογράψω». Της το έδωσα, τη στήριξα λίγο στα χέρια μου, της έδωσα ένα στιλό και με χέρι που έτρεμε έβαλε την υπογραφή της. «Σε ευχαριστώ θερμά για ό,τι έκανες για μένα. Πεθαίνω ήσυχη». Και έγειρε κουρασμένη και κάθιδρη. Κάθισα πλάι της σιωπηλός. Σε μισή ώρα πέθανε. Όταν έφυγα, χάραζε.
2.
Ήλθε στο ιατρείο μου άνδρας 55 ετών, από την πρώτη ματιά έδινε την εντύπωση ευγενικού και σοβαρού ανθρώπου. Μου διηγήθηκε το ιστορικό του. Ήταν βιομήχανος. Από 5-6 μήνες παρουσίαζε επίμονο βήχα και από 15 ημέρες παρατήρησε και αίμα στα πτύελά του. Το ιστορικό και η εξέταση που ακολούθησαν ήσαν χαρακτηριστικά καρκίνου του πνεύμονος. Του είπα να βγάλει ακτινογραφίες θώρακος. Μου τις έφερε. Δεν έμενε πια αμφιβολία ότι έπασχε από ανεγχείρητο καρκίνο του πνεύμονος. Η θέση μου κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν. Κατάπινα τη γλώσσα μου γιατί δεν ήξερα πώς ν' αρχίσω. Από τη δύσκολη όμως θέση με έβγαλε ο ίδιος ο άρρωστος. «Γιατρέ μου», μου λέει, «δεν είμαστε παιδιά. Είμαι ξανοιγμένος με διάφορες δουλειές, έχω γυναίκα και παιδιά και θέλω να ξέρω όλη την αλήθεια. Σας το ζητώ για χάρη».
Πάνω στο θέμα του δικαιώματος του αρρώστου να ξέρει την πάσαν αλήθεια έχουν γραφεί άπειρες μελέτες και ομοφωνία, βέβαια, δεν υπάρχει. Αλλά εγώ έχω πολύ απλουστεύσει το θέμα. Τι κερδίζει κανείς να πει, λ.χ. σε μια γριά που δεν έχει τίποτα να τακτοποιήσει, ότι πρόκειται να πεθάνει και ούτε καν σε ρωτά; Πολλές φορές ο άρρωστος δεν ρωτά τι έχει γιατί φοβάται. Δεν υπάρχει κανένας ηθικός λόγος να του πούμε τη σοβαρότητα της αρρώστιας του, αφού δεν μας ρωτάει, αφού δεν μας προκαλεί, αφού δεν θέλει να μάθει την αλήθεια. Να του πει κανείς ότι θα πεθάνει είναι καθαρός σαδισμός, εφόσον δεν θέλει να το ακούσει. Όταν, όμως, ο άρρωστος ζητεί επιτακτικά να ξέρει την αλήθεια, ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να μην κρύψει τίποτε. Του απάντησα, λοιπόν, ότι δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος από τις ακτινογραφίες θώρακος. Ψυχραιμότατα με ρωτά: «Δεν σηκώνει εγχείρηση;». Του απαντώ: «Όχι, γιατί είναι δυστυχώς ανεγχείρητος». Με την ίδια ψυχραιμία με ρωτά εάν σηκώνει άλλου είδους θεραπεία. Του απάντησα: «Βέβαια, υπάρχει ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία». Με ρώτησε: «Περιμένετε πολλά απ' αυτά;». Του απάντησα ότι ποτέ δεν ξέρει κανείς την αντίδραση κάθε οργανισμού. Τα άκουγε όλα αυτά με τέτοια ψυχραιμία, σαν να μιλούσαμε για άλλον. Αφού είπαμε μερικά συμπληρωματικά και ενώ εγώ του έδειξα ότι δεν με πιέζει ο χρόνος, αυτός σηκώθηκε απότομα και μου είπε: «Σας ευχαριστώ για όσα μου είπατε. Τώρα ξέρω πού βρίσκομαι. Έχω γυναίκα και τρία παιδιά, που, πιστέψτε με, τα αγαπώ πιο πολύ απ' ό,τι αγαπώ εμένα». «Αυτό το έχω αντιληφθεί», του απάντησα, «και είναι περιττό να μου το πείτε». Μετά 3 μήνες, στη στήλη των κηδειών στην εφημερίδα διάβασα την κηδεία του. Δεν πήγα, γιατί δεν γνώριζα κανέναν για να συλλυπηθώ.
3.
Αν σας πω ότι στη διεθνή βιβλιογραφία το όνομά μου αναφέρεται συχνά στη Μαιευτική, πώς να με πιστέψετε! Ακούστε, όμως, την ιστορία. Η γυναίκα της καρτέλας αυτής δεν ξεχνιέται, αν και έχουν περάσει από τότε περί τα 30 χρόνια. Ο άνδρας της ήταν φίλος μου και εκτιμούσα πολύ το ζευγάρι. Μια μέρα έρχεται η γυναίκα, που ήταν 35 χρονών, και μου γνωστοποιεί ότι έχει δύο μηνών καθυστέρηση περιόδου. Η εξέταση ούρων για εγκυμοσύνη ήταν θετική. Ήταν και οι δυο τους ευτυχισμένοι, γιατί επί 10 χρόνια δεν είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν παιδάκι. Την έστειλα σε έναν εξαίρετο μαιευτήρα της εποχής εκείνης (δυστυχώς, πέθανε πολύ πρόωρα, πριν από πολλά χρόνια), που έκτοτε την παρακολουθούσε κανονικά. Πού και πού ερχόταν και σ' εμένα. Όλα πήγαιναν ομαλά. Ήταν πια τελειόμηνη. Ένα απόγευμα μου τηλεφωνεί ο μακαρίτης μαιευτήρας στο γραφείο μου ότι η γυναίκα μπήκε στην κλινική με πόνους και επειδή ο τράχηλος της μήτρας δεν διαστελλόταν, θα της έκανε καισαρική τομή. Φεύγω αμέσως, λέγοντας σε όσους με περίμεναν να με συγχωρήσουν, γιατί κάτι πολύ επείγον συνέβαινε, και να φύγουν. Έτρεξα στην κλινική. Η γυναίκα ήταν στο χειρουργείο, όπου μπήκα κι εγώ. Όταν έγινε η τομή, βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Το έμβρυο, ζωντανό και ζωηρό, ήταν έξω από τη μήτρα και με «πλακούντα» κολλημένο στα έντερα. Κάθε προσπάθεια αποσπάσεώς του ήταν κόλαση εξαιτίας της αιμορραγίας που προκαλούσε ο τραυματισμός του εντέρου. Η άρρωστη, κάτωχρη, σχεδόν άσφυγμη. Βγαίνω και λέω στον άνδρα της τα δραματικά γεγονότα. Ο κακομοίρης μού απαντά: «Γιατρέ μου, κάντε ό,τι μπορείτε. Κοιτάξτε μη χάσω και τους δύο». Ξαναμπήκα στο χειρουργείο. Ήταν πραγματική κόλαση. Η άρρωστη είχε πάρει εν τω μεταξύ αρκετές μονάδες αίματος. Θαύμασα τη δεξιοτεχνία και ψυχραιμία του μαιευτήρα και την ικανότητά του. Το μωρό έκλαιγε γοερά. Σιγά-σιγά ο μαιευτήρας αφαιρούσε κομμάτια του πλακούντα από το έντερο, έραβε το έντερο με δεξιοτεχνία εκεί όπου κάθε φορά σχιζόταν και τελικά η εγχείρηση έφτασε στο τέλος.
Τέτοιες περιπτώσεις εξωμητρίου κυήσεως «εν τέρματι» και με έμβρυο ζων και βιώσιμο είναι πολύ λίγες στη διεθνή βιβλιογραφία. Γι' αυτό ο μαιευτήρας πολύ σωστά την εδημοσίευσε σε ξένο περιοδικό και λόγω της λεπτότητος που διέκρινε τον αλησμόνητο φίλο, έβαλε το όνομά μου πρώτο. Εγώ, φυσικά, δεν είχα συμβάλει σε τίποτα. Απλώς ήμουν ο... μεσάζων. Έτσι γράφεται η Ιστορία.
Το «ζων και βιώσιμο αυτό έμβρυο» το ξαναείδα για τελευταία φορά σε ηλικία 20 ετών. Ήταν μια συμπαθέστατη κοπέλα.