Οι Αγνοημένες, του Τέλλου Άγρα
Ένα ώριμο και βαθύ ποίημα, για πρόσωπα που ως τότε δεν είχαν θέση στην ελληνική ποίηση, με το οποίο συνομιλεί ευθέως, χρόνια αργότερα, ένα τραγούδι του Σαββόπουλου.
Nous sommes les ingenues
a baundeaux plat, a l’ oeil bleu
―Verlain
Σκούφιες πλεχτές, κοντές κοτσίδες,
σαλάκι τρεις φορές στριφτό
-φτωχές μαθήτριες, κορασίδες...
Απρόσεχτες, παραπατάνε.
Στις λάσπες, με ξεφωνητό,
τα τρύπια τσόκαρα βουτάνε.
Η Μοίρα δεν τους έχει κλώσει
ουδέ μετάξι στα μαλλιά,
ουδέ χρυσό στη μέση κρόσσι,
μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλιά,
κι ούτε ως τα γόνατα φτασμένες
Κρυώνουν, κι άλλες τους ακόμα
πεινάνε∙ μα άλλες –πιο καλά-
μασούν μαστίχα, άκρη στο στόμα.
Κι αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!
Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη∙
χάνεται η σάκα, το χαρτί,
το «παιδί» κλαίει, η μητέρα λείπει,
κι αυτές, στην τύχη απορριγμένες,
ζούνε, συντροφιά ξεχωριστή,
μιά, αμόνοιαστες, μιά, αγαπημένες.
Αδέξιες , κι όμως περγελάνε∙
σκληρές, καταφρονετικές,
βγάζουν τη γλώσσα, αντιμιλάνε.
Παρήκοες στην ορμήνια, τρέχουν
άστατες, άσκεφτες ψυχές
που νόμο ή φταίξιμο δεν έχουν.
Ανοιχτομάτες, καυχησιάρες.
Θαυμάζουν –τούτο τες αρκεί.
Λαίμαργες, μα ποτές ζηλιάρες.
Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζει
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει –σαν τρυγόνι, που σπαράζει.