Ποτέ δεν σκέφτηκα να έχω σπίτι, πόσω μάλλον σπίτι διακοπών- ίσως γιατί πάντα υπήρχε η καβάτζα του νησιού μου. Αν όμως ήθελα να αποκτήσω ένα, περιέργως δεν θα ήταν το τυπικό του Αιγαίου. Αλλά κάτι που μάλλον αποτελεί επιρροή από ένα βίπερ που είχα πάρει μικρός από ένα θείο μου με τίτλο «Το Νησί της Φωτιάς» (ένα ηδονικό σκουπίδι κάποιου Burt Hirschfeld που πούλησε με τη σέσουλα.)
Ελάχιστα θυμάμαι από τη πλοκή. Νομίζω ήταν ημερολογιακές καταγραφές παραθεριστών, με μπόλικο σεξ. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι το Νησί της Φωτιάς, δεν ήταν άλλο από το Fire Island, με τα ελευθεριάζοντα συμπαρομαρτούντα εκείνης της δεκαετίας (μιλάμε για 70's), οπότε κύλησε ο τζέτζερης και βρήκε το καπάκι.
Έκτοτε, κόλλησα με τα ωραία άσπρα λυόμενα της Αμερικής (η γειτονιά μου είχε και μια ολόκληρη συνοικία με τέτοια σπίτια, που δώρισε η αμερικανική βοήθεια στους σεισμοπαθείς του 1953), και το κόλλημα εξελισσόταν ανά τις δεκαετίες, με στάσεις στον Έντουαρντ Χόπερ, το Νησί των Έρημων Βουνών (το σπίτι της Γιουρσενάρ), δεκάδες φιλμ («Το καλοκαίρι του '42» εξέχον), τους σέρφερς baby boomers και τους χίπστερς, ακόμα και μια υποκατηγορία των Χάμπτονς. Τα άσπρα ξύλινα λυόμενα, ήταν και παραμένουν φετίχ μου.
Λυόμενα
παραθαλάσσια
σπίτια
για surfers.
Καθόλου τυχαίο λοιπόν, που αυτό το μικροσκοπικό σπίτι στο Fire Island (της ποιήτριας Ann Stephenson και της συνθέτριας Lori Scacco, με την οποία το μοιράζεται, όπως και τη ζωή της), αφότου το είχα δει στους ΝΥΤimes, τον περασμένο Μάη, μού έχει καρφωθεί, έτσι προς παραμυθίαν.
Συναρμολογημένο τη δεκαετια του '40 με προκατασκευασμένα υλικά από το Gimbels department store, το σπαρτιάτικο, λιλιπούτειο σπιτάκι κρυμμένο στα βούρλα και τις καλαμιές του νησιού της φωτιάς, είναι για μένα το ιδανικό σπίτι διακοπών- αν και δεν παίρνω όρκο: είναι το σπίτι που μού αρέσει ή όλα όσα μού θυμίζει;
Δεδομένου όμως ότι τα καλοκαίρια του ανθρώπου είναι μετρημένα, δεν χρειάζεται να ρωτάς πολλά: αρκεί τα καλοκαίρια να φέρνουν δροσιά...