Θυμάσαι ακόμη να τρως;
Ένα παράπονο, μια αγαπημένη ταβέρνα μία ώρα έξω από την Αθήνα και μια υπόσχεση.
Να ξεκινήσω λέγοντάς σας πως στην Αθήνα είμαι ένας πρωταθλητής της Wolt. Σε τέτοιο επίπεδο φτάνει η εξάσκηση της υψηλής αυτής τέχνης του να παραγγέλνω απ’ έξω, που περιμένω από μέρα σε μέρα η ομάδα της να μου ταχυδρομήσει κάποιο μετάλλιο. Να μου στείλει μια δωροκάρτα σε ανθρώπινο μέγεθος. Μια χρυσή πλακέτα με το όνομά μου, μια τηλεόραση ή ένα πλυντήριο. Όλα αυτά που βλέπουμε να κρατάνε κάτι υπερτροφικοί Αμερικάνοι που κατοικούν σε σπίτια με εμπριμέ πολυθρόνες και κατσαρίδες πάνω στα ντουλάπια. Τα πιο χαρακτηριστικά (και στερεοτυπικά, το ξέρω) θύματα του φτηνού, γρήγορου φαγητού και της τηλεόρασης.
Ως γνωστόν, η άσκηση μιας τέχνης ή ενός αθλήματος σε τέτοια υψηλά και (πολύ) ανταγωνιστικά επίπεδα κρύβει κινδύνους και απαιτεί θυσίες! Στη δική μου περίπτωση το φαινόμενο παρουσιάστηκε ύπουλα. Κρυμμένο μέσα σε ατελείωτες χάρτινες σακούλες και πλαστικά ταπεράκια: βαρέθηκα το φαγητό. Η σχέση μου με την καθημερινή ανθρώπινη συνήθεια του να τρως δηλητηριάστηκε. Δεν μου κάνει πια καμία αίσθηση. Δεν ζητάει ο οργανισμός μου απολύτως τίποτα. Η ανάγκη του για τροφή μού μοιάζει πλέον με αγγαρεία. Ανοίγω την εφαρμογή και βρίσκομαι απέναντι σε 1.000 (κυριολεκτικά) εστιατόρια που παραδίδουν στη διεύθυνσή μου. Αλλά δεν θέλω να φάω από κανένα τους. Δεν με νοιάζει καν.
Παραγγέλνω απλώς για να συντηρώ τον εθισμό μου, να παραμένω σε φόρμα. Τη χρονιά που αφήνουμε πίσω μας, η δίαιτά μου περιοριζόταν σε επεισόδια ασύστολης λαιμαργίας (και υποθέτω καταναλωτικής μανίας) με παραγγελίες στην καντίνα Μαβίλη στις 4 το πρωί. Θεωρώ πως οι άνθρωποι στην καντίνα θυμούνται πλέον το όνομά μου, μόνο και μόνο από την εξευτελιστική συχνότητα των μεταμεσονύκτιων παραγγελιών μου. Δηλαδή, δεν θα μου έκανε καμία έκπληξη αν η φωτογραφία μου φιγουράρει στην κουζίνα τους, ή αν πέφτουν στοιχήματα για το πόσες φορές μπορώ να παραγγείλω μέσα στην ίδια εβδομάδα.
►►
Eίμαι καιρό σε μέρη όπου δεν υπάρχει ακόμη (ψηφιακό) ντελίβερι. Παίρνω μια ανάσα. Με το στόμα γεμάτο άφθες, το σύνδρομο του ποιητή, όπως το ονομάζει η Τζούλη (που μόνο όποιος υποφέρει από αυτό μπορεί να καταλάβει πώς είναι), σκέφτομαι πολύ αυτές τις ημέρες γύρω από το φαγητό. Βλέπω στον ύπνο μου στυμμένο λεμόνι και μπριζόλες και μπόλικο χοντρό αλάτι πάνω σε ψητά, ή πολύ ξινές σαλάτες με λεπτοκομμένα λαχανικά που χώνονται ανάμεσα στα δόντια κι ενοχλούν ολόκληρο το στόμα. Πράγματα δηλαδή που είτε δεν μπορώ να φάω είτε όταν τα τρώω υποφέρω.
Αλλά όταν έρθει η ώρα, και ηρεμήσει λίγο η περιοχή, αυτήν τη φορά ξέρω πού θα φάω: στην ταβέρνα όπου μεγάλωσα, πάνω στο κύμα. «Μόνο εδώ τρώω όπως στο σπίτι μου!», αυτό θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει κάθε φορά που πηγαίναμε. Νομίζω σε κάθε σπίτι υπάρχει ένα τέτοιο μέρος, άσχετα με το πόσο συχνά ή αραιά τρώνε εκεί. Κι όσο οι παππούδες μεγαλώνουν, όσο η μαγειρική δεινότητα της γιαγιάς ξεφτίζει, ή η όρεξη και οι δυνάμεις της να πιλαλάει στην κουζίνα εξασθενούν, αν κανείς είναι τυχερός, μένει αυτό το μέρος. Εκείνο το μέρος όπου όλοι μαζί τρώνε καλά.
Καταλαβαίνω σε αυτή την επίσκεψή μου πίσω στο σπίτι πως το πανηγύρι στη γιαγιά μου τελειώνει. Ό,τι φάγαμε από τα χέρια της φάγαμε. Δεν μαγειρεύει πια όπως παλιά, δεν θα με πάρει τηλέφωνο να με ρωτήσει τι θέλω να μου φτιάξει όταν επιστρέφω από την Αθήνα. Θα μου πει, αντ’ αυτού, να πάρουμε σουβλάκια ή να παραγγείλουμε κάτι απ’ έξω. Αλλά κάθε φορά που σκέφτομαι να φέρω κάποιον σπίτι, εννοώ αυτό. Να τον πάω να δει τη γιαγιά και τον παππού μου και να φάει σε αυτό το μαγαζί.
Το μέρος δεν έχει καν κατάλογο. Έχει όμως την ωραιότερη κρέμα καραμελέ που έχω φάει. Ένα γλυκό το οποίο δεν θα αναζητήσω ποτέ ενεργά, αλλά εκεί έχω μάθει να το περιμένω. Κι αυτό είναι το φαγητό που αναζητώ όπου πάω, αυτό που μου λείπει. Καλό μαγειρευτό φαγητό που δεν είναι ακριβό, που δεν σε πρήζει με το πόσο σπιτικά είναι τα όσα έχει, και από ποιο κατσάβραχο μάζεψε τα χόρτα. Eκεί όπου όλα είναι γευστικά κι όλα δουλεύουν σχεδόν μόνα τους. Ήσυχα. Διακριτικά. Ένα μέρος όπου μπορώ να παραγγείλω μισή μερίδα από αυτό και λίγο από εκείνο. Και που στο τέλος μπορεί να με κεράσουν κι ένα γλυκό. Μην υποτιμάτε, αδέρφια, καθόλου τη δυνατότητα να τρως κάπου μισή μερίδα! Ούτε το κέρασμα (όταν δεν μιλάμε για κάτι αηδιαστικές πανακότες που γέμιζαν κάποτε τα τραπέζια ως λευκή επιδημία).
Και όσο σας τα γράφω όλα αυτά, βλέπω και την όρεξή μου για φαγητό να γυρίζει πίσω… Υπολογίζω πως αν έρχομαι 3 φορές την εβδομάδα για φαγητό εδώ, και κάτσω κάτω 2 εβδομάδες, ίσως προλάβω να φάω όσα θέλω. Άμα σας βγάλει ποτέ ο δρόμος στη Νεράντζα, καθίστε να φάτε εκεί. Είναι μιάμιση ώρα έξω από την Αθήνα και η παστιτσάδα του αξίζει τη διαδρομή.
►►
Στο μυαλό μου, κι ίσως θυμάμαι στραβά, αλλά αυτή είναι η παιδική μου ανάμνηση, το μόνο άλλο μέρος που με κέρδιζε πάντα ήταν το εστιατόριο Food and Company, που ήταν διαγώνια απέναντι από εκεί που στέκεται σήμερα το Kora. Ακόμη εκεί είναι δηλαδή το άδειο μαγαζί. Χαριτωμένο και ιδιοσυγκρασιακό ακόμη κι έτσι, μισογκρεμισμένο. Ήταν από τα λίγα μέρη όπου, παρότι ως παιδί δεν έτρωγα πολλά από τα πιάτα, ήθελα πάντα να με πηγαίνουν οι γονείς μου. Και νομίζω το ζητούσα καιρό αφότου έκλεισε. Κάτι από την ανοιχτή κουζίνα και τη βιτρίνα όπου διάλεγες τι θα φας. Κυρίως το ότι ένιωθα πως ήταν μπροστά, αλλά με έναν τρόπο ήσυχο.
Με λίγα λόγια, εκεί που θέλω να καταλήξω, συναθλητές (κι όσοι μοιράζεστε το δημογραφικό μου), είναι πως καιρό τώρα έχω ψυλλιαστεί πως δεν πάμε καλά με το φαγητό στην Αθήνα. Τρώμε έξω υπερβολικά πολύ. Μαγειρεύουμε λίγο, βιαστικά και ανόρεχτα. Xωρίς να δίνουμε καμία σημασία στην ισορροπία των γεύσεων, στο μέτρο, στην αισθητική. Ο πρωταθλητισμός μας στο ντελίβερι αλλά και η εξοικείωσή μας με μια μέτρια κουζίνα, όχι πολύ κακή για να εκνευριστείς, αλλά ούτε τόσο καλή ώστε να αναφωνήσεις, μας έχουν κοστίσει (πέρα από πολλά χρήματα) τελικά και το γούστο μας: στα χρώματα, στις υφές, στις ποσότητες. Μια διατροφική καλαισθησία που πήραμε μεγαλώνοντας και ανταλλάξαμε τώρα για μερικά πακέτα απαγορευμένου μεταμεσονύκτιου φαστ-φουντ, για προκάτ πατάτες και μακαρονάδες με κοτόπουλο, εστραγκόν και κρέμα γάλακτος. Για φαγητό το οποίο δεν υπήρξε ποτέ η πρώτη ύλη την οποία έχει καμουφλαριστεί να θυμίζει, κοτόπουλο το οποίο είναι γευστικά συγγενικό με πριονίδι, χοιρινό που αμφιβάλλεις αν έχει υπάρξει ποτέ κρέας κ.ο.κ. Γι' αυτό ενθουσιαζόμαστε όταν βρισκόμαστε σε νησιά, ή πίσω στο σπίτι μας να τρώμε τα πιο απλά πράγματα: χόρτα, τυρί σε κύβους, μια πίτα, ομελέτες, όλα αυτά που η underground gourmet σκηνή της πόλης φέρνει πίσω ως trending hot νέες ανακαλύψεις. Και μας χρεώνει για αυτές.
Το γράφω λοιπόν εδώ, ώστε να δεσμευτώ και να το κάνω, πως αποσύρομαι. Από το φθινόπωρο, γούστο, ισορροπία και σεβασμός: βραστά λαχανικά. Και ψητά. Και όσπρια, και χρώμα και ποικιλία στα πιάτα. Πιάτα με νορμάλ μερίδες. Χωρίς πολύ κρέας. Με λίγα λόγια, φέτος πρόσεξε και λίγο τι βάζεις στο στόμα σου. Γιατί κάποιοι πλουτίζουν από την απομάκρυνσή μας από τις κουζίνες μας και από το μοτίβο αδιαφορίας και έλλειψης χρόνου που μας οδηγεί να παραγγέλνουμε εμμονικά από τα ίδια μέρη κάθε μέρα. Που κάνει τα πακέτα από τα ντελίβερι να στοιβάζονται στις νεκρές κουζίνες μας.
Μόλις γυρίσω στην Αθήνα, λοιπόν, αν θέλω κάτι, θα πηγαίνω να το παίρνω. Ή θα μάθω ξανά να παίρνω τηλέφωνα, χωρίς να χρειάζομαι δέκα λεπτά για να μαζέψω το θάρρος. Γιατί, ευτυχώς, δεν είμαι ακόμη ζόμπι. Θυμάμαι να τρώω και να ζω.
Και με τον κουμπαρά γεμάτο πρώην λεφτά ντελίβερι: ταξίδια!