Την πρωτοείδα στα Εξάρχεια πυροβολημένος έφηβος αρχές δεκαετίας του ’80. Η μικροκαμωμένη μα επιβλητική εκείνη μαυροντυμένη γυναίκα με τα μαλλιά καρφάκια, το αυτοκόλλητο στα δάχτυλα τσιγάρο και με μια ενδημική, θα ’λεγες, πίκρα αποτυπωμένη στο πρόσωπό της, ακόμα κι όταν χαμογελούσε -ένα χαμόγελο τραχύ, μα θελκτικό σαν χειμωνιάτικη λιακάδα-, με είχε εντυπωσιάσει επειδή, επιπλέον, έμοιαζε οικεία φιγούρα. «Η Κατερίνα Γώγου είναι, ρε!», μου σφύριξαν κι εγώ συνειδητοποίησα ότι ναι, ήταν πράγματι το τρελοκόριτσο από τα Χτυποκάρδια στο Θρανίο και το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο. Απίστευτο μου φαινόταν. Ναι, η Γώγου, που μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο συνιστούσαν αυτό που αργότερα καθιερώθηκε ως η «καταραμένη Αγία Τριάδα» των Εξαρχείων. Ήδη η Κατερίνα στο Βαρύ Πεπόνι (1977) και στην Παραγγελιά του Τάσιου (1980), που μελοποίησε ο Κυριάκος Σφέτσας, είχε αφήσει μίλια πίσω την σκερτσόζα υπηρετριούλα-μασκότ της Φίνος Φιλμ.
"Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας. Που λειτουργούν ενορατικά, βλέπουν μελλούμενα που ο μέσος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάει το παλούκι! Τέτοια ήταν η Κατερίνα. Τόσο εκείνη όσο κι ο Παύλος, καθώς και ο Άσιμος, οι Εξαρχειώτες άγιοι που λέμε, φύγανε νωρίς. Δεν έζησαν όσο επιτρέπει η στατιστική, γλίτωσαν όμως την παρακμή." - Δημήτρης Πουλικάκος
Ασυμβίβαστη παιδιόθεν, φόρα παρτίδα μια ζωή, σε κέρδιζε αμέσως με την αμεσότητα και την ντομπροσύνη της. Με τις πρώτες της ποιητικές συλλογές, Τρία κλικ αριστερά (1978, εκδόθηκε και στο Σαν Φρανσίσκο με τη μεσολάβηση του Νάνου Βαλαωρίτη), Ιδιώνυμο (1980) και Ξύλινο Παλτό (1983), όλες στον Καστανιώτη, αναγορεύεται σε μούσα του αθηναϊκού underground: «Πώς τσούκου τσούκου / αργά, μεθοδικά μας αλλοιώνουνε / και καθορίζουνε τη στάση μας στη ζωή / από το στυλ της καρέκλας»...
Στίχοι-ξυραφιές, λέξεις-προσάναμμα για εξεγέρσεις κοινωνικές και υπαρξιακές, ποιήματα όπου πρωταγωνιστούν αντάρτες, αλήτες, τζάνκια, ποινικοί, πόρνες, τραβεστί, άνεργοι, λούμπεν προλετάριοι, κυνηγημένοι μετανάστες, υποψήφιοι εργαζόμενοι που «τους κοιτάνε στα δόντια σαν άλογα». Καταπίεση, καταστολή, αλλοτρίωση, κενότητα, δημαγωγία, υποκρισία, κυνισμός, εικόνες από ένα μέλλον ζοφερό, αμείλικτο, εφιαλτικό, που ακουγόταν τότε επιστημονική φαντασία, αλλά που σήμερα μοιάζει να είναι η νέα πραγματικότητα. Και από δίπλα το «αντίδοτο» - η πίστη στη ζωή, στο όνειρο, στον άνθρωπο, στον καλύτερο κόσμο που θα σαρώσει θριαμβευτής τα ερείπια του παλιού. Το λογοτεχνικό κατεστημένο φρικιά, ο ψαγμένος νέος κόσμος τη λατρεύει. Κοντά στην ποίηση, ο ακτιβισμός. Το ’79 καταφθάνει στο «απαλλοτριωμένο» νεοκλασικό της Βαλτετσίου με ένα ογκώδες μαγνητόφωνο ανά χείρας και μιξάρει το «σάουντρακ» της πρώτης αθηναϊκής κατάληψης, το ’81 συνδιοργανώνει στο Σπόρτινγκ μεγάλη συναυλία «κατά της κρατικής καταστολής», το ’83 βγάζει με τον Κάιν την ιστορική, πλέον, αφίσα «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», το ’86 μηνύει τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Νίκωνα Αρκουδέα για ξυλοδαρμό από τα ΜΑΤ σε κάποια διαδήλωση. Την έβλεπες συχνά εκείνα τα ανήσυχα μα τόσο αθώα, ακόμα, χρόνια στα μπαράκια, τα καφέ και τα βιβλιοπωλεία πέριξ της πλατείας, σε συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις και λοιπές δραστηριότητες του «χώρου», συμπαραστάτη και μάρτυρα υπεράσπισης σε πολλές δίκες αντιεξουσιαστών, όπου συνήθιζε να πηγαίνει φορώντας μαύρο μπερέ με κόκκινο αστέρι. Συνελήφθη και ανακρίθηκε επανειλημμένα, μέχρι καταζητούμενη βρέθηκε ως δήθεν συνεργός σε δολοφονία (1991). Δεν χαμπάριαζε Χριστό, εννοείται - δεν τη λέγανε τυχαία «σαλεμένη».
Ποιήματα όπου πρωταγωνιστούν αντάρτες, αλήτες, τζάνκια, ποινικοί, πόρνες, τραβεστί, άνεργοι, λούμπεν προλετάριοι, κυνηγημένοι μετανάστες, υποψήφιοι εργαζόμενοι που «τους κοιτάνε στα δόντια σαν άλογα»
Μέχρι επιστολές στις εφημερίδες έστελνε, υπερασπίζοντας δημόσια κατηγορούμενους ως τρομοκράτες, όπως ο Γιάννης Πετρόπουλος και ο Κυριάκος Μαζοκόπος (1991). Ναι, είχε παθιαστεί με την πολιτική, μολονότι το αλκοόλ και αργότερα η πρέζα αποδείχτηκαν, στην πορεία, μεγαλύτερα πάθη. Έντονα ζούσε και τους έρωτές της, συχνά με την ίδια αυτοκαταστροφική τάση που τη διέκρινε γενικότερα.
Αλκοόλ, ουσίες, πολιτικές, υπαρξιακές και συναισθηματικές εντάσεις, φίλοι μαύρα πουλιά, φίλες σύρματα τεντωμένα, μια οικογενειακή τραγωδία σε εξέλιξη - το μπλέξιμο της κόρης της με την ηρωίνη, στην οποία από ειρωνεία της τύχης τελικά ενέδωσε κι εκείνη, προσπαθώντας να «ξεκολλήσει» τη Μυρτώ. Με όλη τη λατρεία του κόσμου που είχε διαλέξει να ζει, το ανικανοποίητο εξακολουθούσε να την τυραννά και το φάντασμα της μοναξιάς, «ακονισμένο τσεκούρι στα χέρια μας» καθώς έγραφε, τσεκούρι βέβαια δίκοπο, δεν έπαυε να την τρομάζει. Άρχισε να επισκέπτεται ψυχιάτρους, «κινούμενη άμμος πια η ζωή μου», έλεγε. Και πράγματι έσβησε μόνη στις 3 Οκτωβρίου 1993 ύστερα από ένα μοιραίο κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων και αλκοόλ. Τη βρήκαν την επομένη στο τελευταίο σπίτι της στον Κεραμεικό. Ήταν μόλις 53. Είχαν ήδη προηγηθεί Άσιμος και Σιδηρόπουλος - οι τρεις τους πρόλαβαν να συνεργαστούν μία και μοναδική φορά στον κύκλο τραγουδιών «Ράγκα-Παράγκα» του Ανδρέα Ταρνανά (1986).
Την ίδια περίοδο, αρχές δεκαετίας του ’90, φαινόταν να σβήνει σιγά-σιγά και ο θρύλος των Εξαρχείων. Η πολιτικοποίηση και η αμφισβήτηση υποχωρούσαν γοργά μπρος στην παραζάλη του φτηνού νεοπλουτισμού, του καταναλωτικού ευδαιμονισμού και της δανεικής ντόλτσε βίτα. Άνθρωποι σαν την Κατερίνα όμως δεν είχαν αυταπάτες, ψυχανεμίζονταν τα γυρίσματα των καιρών. Ώσπου το παραφουσκωμένο γαλανόλευκο μπαλόνι έσκασε παταγωδώς: Δύο δεκαετίες μετά η Αθήνα βρίσκεται στο επίκεντρο της σοβαρότερης μεταπολεμικής κρίσης στην Ευρώπη. Αστυνομία παντού κι ασφάλεια πουθενά, οι πορείες, οι ταραχές και τα επεισόδια είναι ρουτίνα, η Χρυσή Αυγή έγινε κοινοβουλευτικό κόμμα. Τα αναγεννημένα Εξάρχεια -διόλου αθώα μήτε κι εκείνα πια- βρίσκονται ξανά στο μέτωπο του πυρός, έχοντας γίνει ξακουστά διεθνώς μετά τον φόνο του 16χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τις μέρες φωτιάς που ακολούθησαν, προαναγγέλλοντας την καθολική χρεοκοπία μιας χώρας. Οι νέοι οργισμένοι φλερτάρουν ξανά με την πολιτική, τα ποιήματα-χειροβομβίδες της Κατερίνας συζητιούνται και διαβάζονται περισσότερο από ποτέ. Έγιναν προφητείες και συνθήματα στους τοίχους, στοιχειώνουν το Ίντερνετ. H μορφή της κόσμησε πέρσι αφίσα με τις «εκατό λιρέτες Εξαρχείων», άρθρα, μελέτες, εκδόσεις και ταινίες φτιάχνονται γι’ αυτή σε καιρούς ζόρικους, που αναζητούν απελπισμένα ήρωες και αγίους. «Άλλοι μακρινοί καιροί που θα ξαναγυρίσουν / το ύστατο Αλληλεγγύης SOS ν’ αποκρυπτογραφήσουν», έγραφε στους Απόντες το 1986. Η γραφή της, που άλλοτε μοιάζει επαναστατικό μανιφέστο, άλλοτε μπιτ παραλήρημα, άλλοτε πάλι πανκ χαϊκού, ωμή και ακραία για πολλούς τότε, ταιριάζει λες γάντι στο εσχατολογικό κλίμα των δυσοίωνων τούτων ημερών.
Ποια ήταν, τελικά, η Κατερίνα Γώγου; Η στρατευμένη επαναστάτρια, η αναρχική Παναγία, η φλογερή ηρωίδα της εξαρχειώτικης μυθολογίας; Μήτε που θα ήθελε τέτοιες δόξες κι ας γύρευε να της δοθεί «το όραμα της δύναμης του Αδύνατου»: «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ποιητής», έγραφε. Ή μήπως ήταν μια ιδιότροπη, εγωπαθής προσωπικότητα που επιδίωξε στα σαράντα της να γίνει στα Εξάρχεια η σταρ που δεν έγινε ποτέ στον ελληνικό κινηματογράφο, όπως της καταλογίζουν άλλοι; Τίποτε από αυτά ή και όλα αυτά μαζί. Η μυθοποίηση σε απογυμνώνει από χαρακτηριστικά, αγωνίες, επιθυμίες, σκιάζει αιτίες κι αφορμές, κραδαίνει μόνο σαν λάφυρο τις δημιουργίες σου. Προσωπικά θα τη θυμάμαι ως έναν δύσκολο, βασανισμένομα προικισμένο, γενναιόδωρο άνθρωπο, που προκαλούσε ανοιχτά τους δαίμονες μέσα και γύρω της, διακηρύσσοντας πως είναι μοίρα και χρέος μας να την αλλάξουμε τη ζωή, «παρ’ όλα αυτά, Μαρία».
Την έβλεπες συχνά εκείνα τα ανήσυχα μα τόσο αθώα, ακόμα, χρόνια στα μπαράκια, τα καφέ και τα βιβλιοπωλεία πέριξ της πλατείας, σε συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις και λοιπές δραστηριότητες του «χώρου», συμπαραστάτη και μάρτυρα υπεράσπισης σε πολλές δίκες αντιεξουσιαστών, όπου συνήθιζε να πηγαίνει φορώντας μαύρο μπερέ με κόκκινο αστέρι
______________
Η κινούμενη άμμος της ζωής της...
7 ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΛΕΝΕ ΓΙ' ΑΥΤΗΝ
Αντώνης Μποσκοΐτης,
σκηνοθέτης
«Την πρωτογνώρισα το ’93 στα Εξάρχεια... Έπινε πολύ θυμάμαι, γρήγορα όμως εκτίμησα τον άνθρωπο και το μέγεθος που κρυβόταν πίσω από το αλκοόλ. Έγραφε παθιασμένα, χύμα, όπως μιλούσε. Ο λόγος της υπήρξε προφητικός και πολύ επίκαιρος, μια και η αλληγορία του τότε έγινε ο ρεαλισμός του σήμερα. “Οι εποχές θα με σκεπάσουν”, έλεγε, αντίθετα, όμως, την ανέδειξαν. Καθόλου ανταγωνιστική, είχε κιόλας βοηθήσει πολλούς νέους ποιητές - αν έβλεπε ένα καλό γραπτό, συχνά το πήγαινε η ίδια στον Γαρμπή του “Ελεύθερου Τύπου” ή αλλού. Η ιδέα για το ντοκιμαντέρ υπήρχε από το 2007, αλλά τώρα κατέστη δυνατό να υλοποιηθεί».
Μιχάλης Πρωτοψάλτης,
εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος»
«Μεγάλη ψυχή, έτρεχε για όλους, στεκόταν στον κάθε κατατρεγμένο. Ανοιχτή, ντόμπρα, αντιμετώπιζε τους πάντες ισότιμα. Ανακατευόταν με τα πολιτικά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ήταν μαζί με τον Τάσιο στη Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση κι έπειτα στην ΟΚΔΕ, προτού καταλήξει αναρχική. Ήμασταν μαζί, θυμάμαι, τον Μάρτιο του ’78 σε μια επιτροπή που είχε επισκεφτεί τον Λαλιώτη, ζητώντας χάρη για τον Φίλιππα Κυρίτση, που είχε πέσει θύμα καραμπινάτης σκευωρίας στην προσπάθεια να περάσει ο 774, ο πρώτος αντιτρομοκρατικός νόμος. Τον παρακάλεσε και η ίδια, όμως εκείνος αρνιόταν επικαλούμενος τους χουντικούς που θα ζητούσαν ανάλογη μεταχείριση. Εν τέλει ο Φίλιππας αποφυλακίστηκε το ’81».
Όλια Λαζαρίδου,
ηθοποιός
«... Τη θυμάμαι ως ένα πλάσμα εκρηκτικής αθωότητας, χαράς και δίψας για ζωή. Δεν νομίζω ότι την αντιπροσώπευε όλη αυτή η σκοτεινή, dark μυθολογία που τη συνόδευε διαρκώς. Ναι, είχε σκοτάδι μέσα της, αλλά καμιά φορά το σκοτάδι δεν είναι παρά η έκπτωση από το φως. Τέτοιο ήταν κι εκείνο. Δεν θα επεκταθώ, πιστεύω ότι η περιγραφή κάποιου παρελθόντος, όσο ένδοξου, στενεύει το πλαίσιο, κάνοντας τη ζωντανή εμπειρία μνήμη, κι εγώ τους ανθρώπους που αγάπησα τους κουβαλώ ζωντανούς μέσα μου».
Γιώργος Κορδέλλας,
σκηνοθέτης, πρώην σύντροφός της
«Η ποίησή της υπήρξε κεραυνός εν αιθρία, καμία σχέση με τα λογοτεχνικά ήθη και το κατεστημένο της εποχής. Λόγος άμεσος, επιθετικός, οργισμένος, που τα σαλόνια έβρισκαν ευτελή και χυδαίο, αλλά ο ανήσυχος νέος κόσμος λάτρευε. Ως χαρακτήρας είχε σίγουρα γκρίζες, σκοτεινές περιοχές, ήταν όμως ταυτόχρονα άνθρωπος φωτεινός, με πολύ χιούμορ. Υπερπροβλημένη και η σχέση της με τα ναρκωτικά - εκείνη ήταν κυρίως του αλκοόλ, τα τελευταία χρόνια μόνο είχε μπλέξει με την ηρωίνη. Ευαισθησία, σκληρότητα, τα είχε όλα στον υπερθετικό, τη χαρακτήριζε το απρόβλεπτο. Γινόταν τη μια χαλί να την πατήσεις και την άλλη ταύρος σε υαλοπωλείο».
Πάολα,
εκδότρια και εκδιδόμενη
«Την αγαπούσα, παρότι δύσκολος άνθρωπος και εγωκεντρικός. Νιώθω τυχερή που μου πρόσφερε τη φιλία της. Είχε δώσει ποίημά της στο “Κράξιμο”, ήρθε μάλιστα μάρτυρας υπεράσπισης σε μια δίκη του περιοδικού δήθεν “περί ασέμνων”. Επαναστάτησε μεγάλη, έγραψε όμως με πολλή ψυχική θυσία. Τα Εξάρχεια την αγκάλιασαν, εκείνη υιοθέτησε ναρκισσιστικά έναν ρόλο που δεν της έβγαινε, έχασε έτσι τις ισορροπίες και το παιχνίδι. Το είχε αντιληφθεί στο τέλος. Όταν πέθανε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος μου ’πε: “Άσε, μόνος έφυγε κι εκείνος”. Σπουδαία γυναίκα, σκληρή, αντάρτισσα, αλλά καμιά φορά απρόσμενα συντηρητική. «Γιατί, μωρέ, έγινες Πάολας και δεν έμενες Παύλος, να ’σαι εντάξει;”, με ρώτησε κάποτε. Σοκ. Όμως την κατανοούσα, ήταν άλλης γενιάς και είχε συναναστραφεί στο θέατρο πολύ ανταγωνιστικές και κακότροπες αδελφές».
Γιώργος Χρονάς,
συγγραφέας-εκδότης
«Τη γνώρισα από κοντά στα τελευταία της, όταν ξαφνικά άρχισε να έρχεται στο βιβλιοπωλείο μου έτσι, για να κουβεντιάσουμε. Ήδη μιλούσε για τους φίλους της που έφυγαν, ήδη φοβόταν πως μοιραία θ’ ακολουθούσε. Ήταν μια καλλιτέχνιδα της πόλης με την αναγεννησιακή έννοια, μια σημαντική αναρχική ποιήτρια που δικαιώθηκε μετά θάνατον και είναι, μάλιστα, εμπορική σε μια εποχή που η ποίηση δεν πουλά. Η αυτοκτονία της ήταν καθαρό ροκ εν ρολ, όπως και όλη η ζωή της, που εν τέλει την πλήρωσε με την τέχνη της».
Δημήτρης Πουλικάκος,
μουσικός
«Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας. Που λειτουργούν ενορατικά, βλέπουν μελλούμενα που ο μέσος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάει το παλούκι! Τέτοια ήταν η Κατερίνα. Τόσο εκείνη όσο κι ο Παύλος, καθώς και ο Άσιμος, οι Εξαρχειώτες άγιοι που λέμε, φύγανε νωρίς. Δεν έζησαν όσο επιτρέπει η στατιστική, γλίτωσαν όμως την παρακμή. Ήταν όλοι τους ιδιότροπα, ευάλωτα άτομα. Δεν είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ούτε ήταν ικανοί να δαγκώνουν –απλώς προσποιούνταν ότι το κάνουν-, γι’ αυτό και δεν επέζησαν. Άφησαν όμως άξια παρακαταθήκη».
σχόλια