Διάβασα πρόσφατα πως ο δήμαρχος Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης, στη συνάντηση που είχε με την υπουργό Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη, ζήτησε την αρωγή των αρμοδίων υπουργείων ώστε η Ελλάδα, και ο Μαραθώνας πιο συγκεκριμένα, να προσελκύσουν μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές. Λέω ν’ αφήσουμε ήσυχες τις «μεγάλες παραγωγές» και να ξεκινήσουμε σεμνά και ταπεινά με κανα b-movie θριλεράκι – όπως συνέβη και με την Βραυρώνα δηλαδή, πριν από 40 χρόνια.
Πρωτοδιάβασα για το «The Devil’s Men» (1976) του Κώστα Καραγιάννη (1932-1993) στο περιοδικό «Cine7», προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το «Cine7» το αγόραζα κάθε μήνα κι είχα όλα τα τεύχη του έως ενός σημείου, αλλά όταν προχώρησα σ’ ένα πρώτο ξεκαθάρισμα (γύρω στα μέσα του ’90) πέταξα αρκετά. Απ’ αυτά που κράτησα, και τα οποία εξακολουθώ να τα έχω στοιβαγμένα σ’ ένα dexion, στο τεύχος 12 (Μάιος 88) κάποιος αναγνώστης στην «Αρένα» –στις σελίδες επιστολών του περιοδικού– απαντά σε μιαν ερώτηση που είχε τεθεί (μάλλον από τον Βάσο Γεώργα) στο τεύχος 11, στη στήλη «Ques Que Tan Dem», και η οποία αφορούσε στον συνθέτη του soundtrack του «The Devil’s Men», τον Brian Eno!
Διαβάζοντας το κομμάτι –εκείνη την εποχή, αλλά το ίδιο θα έλεγα και τώρα– δεν το πίστευα.
Απ’ ό,τι φάνηκε ήταν!
Πώς ήταν δυνατόν ο Eno να είχε γράψει μουσική, και δη avant-ηλεκτρονική(!) όπως θα διαπίστωνα αργότερα, σε μιαν ας πούμε ελληνική ταινία, σκηνοθετημένη από τον Κώστα Καραγιάννη;
Είχα ψάξει λοιπόν για την ταινία και την είχα δει εκείνη την εποχή στο βίντεο, για να την δω ξανά το 2005, όταν αγόρασα το σχετικό DVD της βρετανικής εταιρείας DD Home Entertainment, που ειδικευόταν στο horror φιλμ («Frankenstein and the Monster from Hell», «Island of Terror», «Night of the Big Heat», «The Creeping Flesh» και τα ρέστα). Η έκδοση ήταν πολύ περιποιημένη. Με ωραία εικόνα και ήχο, extras (π.χ. μια συνέντευξη με τον Christopher Lee –δεν έπαιζε στην ταινία– που θυμόταν τη συνεργασία του με τον πρωταγωνιστή τού «The Devil’s Men» Peter Cushing) και ακόμη 24σελιδο πολύχρωμο booklet με στοιχεία και φωτογραφίες.
Την παραγωγή της ταινίας είχε αναλάβει η ανεξάρτητη εταιρεία Poseidon Films, που είχε ιδρυθεί στο Λονδίνο από τον Ελληνοκύπριο Φρίξο Κωνσταντίνου (Frixos Constantine) και τον Κώστα Καραγιάννη (Costas Carayiannis ή και Dacosta Carayan – άκου… Dacosta, φοβερό!).
Ο Κωνσταντίνου είχε επιχειρήσει να φέρει χρήμα στην Ελλάδα με σκοπό να γυρίσει ανάλογες ταινίες και επί χούντας, αλλά οι συνταγματάρχες δεν ενδιαφέρονταν για… διαβόλους και τριβόλους. Έτσι, μετά την πτώση της δικτατορίας, οι παραγωγοί φαίνεται πως βρήκαν ανταπόκριση από την κυβέρνηση Καραμανλή και εκμεταλλευόμενοι το φυσικό τοπίο, την όρεξη για δουλειά των δοκιμασμένων ελλήνων τεχνικών που ήταν αραχτοί (καθότι το ελληνικό σινεμά είχε «πεθάνει») και φυσικά τα φθηνά μεροκάματα, άρχισαν να βάζουν εμπρός τα σχέδιά τους. Μπήκε στη φάση και ο μέγας βρετανός σκηνοθέτης του «Ηδονοβλεψία» Michael Powell και το πράγμα άρχισε να κινείται.
Μία από τις πρώτες ταινίες, που σκόπευε να γυρίσει η Poseidon Films ήταν το «The Tempest» (σε βασικό σενάριο… Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και διαμόρφωση για το σινεμά από τους Κωνσταντίνου και Καραγιάννη). Μάλιστα, τα γυρίσματα θα ξεκινούσαν από τη Ρόδο την 5/3/1975, αλλά τα πράγματα πήγαν εντελώς στραβά και η ταινία έμεινε στα χαρτιά.
Εκείνη την εποχή πάντως (1976) ο Powell θα ανακατευτεί, ως σχολιαστής, σε μιαν άλλη «ελληνική» ταινία τής Poseidon, ένα ντοκυμαντέρ υπό τον τίτλο «Knossos: The Lost Capital of Atlantis» (σκην. Bianka Dadswell), που καταπιανόταν με την ιστορία του Μινωϊκού Πολιτισμού. Αργότερα (1978) ο Powell θα καταφέρει, τελικά, να γυρίσει ένα φιλμ για την Poseidon (ήταν και το τελευταίο του), που είχε τίτλο «Return to the Edge of the World», ένα ντοκυμαντέρ κατά βάση, που αφορούσε στο παλαιότερό του, από το 1937, «The Edge of the World», αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Επηρεασμένοι προφανώς από το… μινωικό κλίμα τής «Knossos: The Lost Capital of Atlantis» οι Κωνσταντίνου και Καραγιάννης βάζουν μπροστά την 13/10/1975 μια ταινία με υπόθεση, πρωταγωνιστής της οποίας θα ήταν ο… Μινώταυρος. Τα γυρίσματα θα τελείωναν μέσα σε επτά εβδομάδες και το χρήμα θα έπεφτε εξ ημισείας από την Getty Picture Corporation (της γνωστής οικογενείας των πετρελαιάδων-μεγαλοσυλλεκτών έργων Τέχνης – Κρήτη, Μινωϊκός πολιτισμός και τα λοιπά… θα τα έχωσαν κανονικά) και την Poseidon Films.
Με γυρίσματα στα Σπήλαια Διρού, στον Ακροκόρινθο και στο Ναό της Αρτέμιδος στην Βραυρώνα (στην ταινία υπάρχει μια εντυπωσιακή σκηνή, στην οποία «πρωταγωνιστούν» σχεδόν ταυτόχρονα και οι τρεις φυσικοί-αρχαιολογικοί τόποι!), το «The Devil’s Men» είναι η ιστορία ενός παπά (Donald Pleasence), ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ (Κώστας Καραγιώργης) και μιας κοπέλας που ψάχνει να βρει τους φίλους της (η τραγουδίστρια Karol Keyes, από το sixties βρετανικό soul γκρουπ Karol Keyes & The Big Sound, που αργότερα άλλαξε όνομα, για να γίνει η ηθοποιός Luan Peters – ως Luan Peters συμμετείχε στα mid-70s στο γκρουπ 5000 Volts, αντικαθιστώντας κάποιες φορές, εκεί, την Tina Charles).
Η Luan Peters, λοιπόν, ψάχνει τους φίλους της που χάθηκαν στα ερείπια ενός αρχαίου ναού, κοντά σ’ ένα… καταραμένο χωριό. Εκεί, κουμάντο κάνει ο Βαρώνος Corofax (Peter Cushing), ένας παγανιστής που έχει βρει τον τρόπο να… ταΐζει άγουρη σάρκα τον Μινώταυρο. Ας μην πω περισσότερα… γιατί η ταινία είναι ωραία, έχει ενδιαφέρον και μπορεί να την δει, με λίγο ψάξιμο, όποιος θέλει.
Στο «The Devil’s Men» πρωταγωνιστούν κι άλλοι Έλληνες ηθοποιοί. Ο αστυνόμος Fernando Bislani, που δεν ήταν άλλος από τον πρόωρα χαμένο Δημήτρη Μπισλάνη, η Άννα Ματζουράνη (κι αυτή έχει φύγει από τη ζωή), ο Νίκος Βερλέκης, ο Ανέστης Βλάχος (υποδύεται έναν μπακάλη), η Έφη Κοσμά, η τραγουδίστρια Gelsomina (που ήταν Ιταλίδα, από την παρέα του Tony Pinelli, αλλά έκανε καριέρα στην Ελλάδα), ο Bob Behling και η Jane Lyle (το… κολασμένο ζευγάρι από το «Island of Death» του Νίκου Μαστοράκη) και ακόμη η καρατερίστα Jessica Dublin, που εμφανιζόταν και στα «Ψυχή και Σάρκα», «Το Αγκίστρι», «Το Κορίτσι Βόμβα», «Island of Death» κ.ά. Επίσης, στο τεχνικό της τμήμα συναντάμε τον Πέτρο Καπουράλη στα ντεκόρ, και τον Άρη Σταύρου στη φωτογραφία. Μιλάμε, με άλλα λόγια, για ελληνική ταινία.
Πριν λίγο καιρό είχα συναντήσει κάπου τον Νίκο Βερλέκη κι είχα φέρει την κουβέντα στο «The Devil’s Men»: «Θυμάσαι που σε… θυσιάζανε, παλιά, σ’ ένα φιλμ;» του είχα πει. Χαμογέλασε λίγο ξαφνιασμένος: «Ε βέβαια, με τον Ντόναλντ Πλέζανς…». Ξεχνιούνται τέτοιες φάσεις;
Η αλήθεια, σε κάθε περίπτωση, είναι πως ο μακαρίτης ο Καραγιάννης είχε κάνει αρκετά καλή δουλειά. Έστησε ωραίες σκηνές, κινηματογράφησε με γνώση τις τελετές στους εσωτερικούς χώρους, ενώ και στις εξωτερικές λήψεις, βοηθούμενος από το άψογα φωτισμένο φυσικό ντεκόρ (τού Ακροκόρινθου ας πούμε ή του σπηλαίου στο Διρό), κατόρθωσε να εμφυσήσει σε κάποια πλάνα του μιαν ιδέα απόκοσμης ποίησης, στο ύφος ορισμένων παραγωγών της Hammer. Και φυσικά, επειδή είχε στη διάθεσή του κάποιο σενάριο που κυλούσε (Arthur Rowe) παρέδωσε μια ταινία που δεν είναι «Ταγκό 2001», ούτε «Πονηρό Θηλυκό… Κατεργάρα Γυναίκα!».
Το «The Devil’s Men», που προβλήθηκε κομμένο και στην Αμερική, με τον πιο… οικογενειακό τίτλο «Land of Minotaur», μένει στην ιστορία όχι μόνο ως ένα θρίλερ ελληνικού ενδιαφέροντος, αλλά και για έναν ακόμη πολύ σημαντικό λόγο – για τη μουσική του, που ήταν συντεθιμένη από τον Brian Eno.
Το ερώτημα είναι πώς έμπλεξε με τον Καραγιάννη ο Brian Eno, και επ’ αυτού δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πληροφορία – αν και, σαν όνειρο, νομίζω πως κάτι είχα διαβάσει παλιά… Είχαν συναντηθεί σ’ ένα ελληνικό νησί (τουρίστας ο Eno), κάτι τέτοιο…
Όπως κι αν έχει, το 1976, ο Brian Eno ετοιμάζει τα σχετικά soundtracks για το «Sebastiane» του Derek Jarman και για το «The Devil’s Men» του Κώστα Καραγιάννη. Για το δεύτερο μάς επιφυλάσσει την αγχωτική, ηλεκτρονική εισαγωγή (στους τίτλους) και διάφορες electro-σφήνες σε επί μέρους σκηνές, εν μέρει σχολιαστικές, αλλά βασικά υποβοηθητικές στον τρόμο. Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ η μουσική δεν έχει ιδιαιτέρως μεγάλη διάρκεια, αλλά σε κάποιες σκηνές… είναι σαν να πρωταγωνιστεί.
Και κάτι ακόμη. Όπως έγραψα πιο πάνω η πρωταγωνίστρια του «The Devil’s Men» Luan Peters συμμετείχε στα mid-70s στο disco γκρουπ 5000 Volts, αντικαθιστώντας κάποιες φορές την πασίγνωστη και στην Ελλάδα Tina Charles. Μάλιστα, ήταν εκείνη που είχε εμφανισθεί, ως μέλος των 5000 Volts, στο τηλεοπτικό Top of the Pops του BBC, τραγουδώντας το “I’m on fire” (μεγάλη επιτυχία, Νο 4 στο βρετανικό τοπ το φθινόπωρο του ’75), ένα κομμάτι που είπε στη γλώσσα μας την επόμενη χρονιά (1976) και η Gelsomina («Ξέρεις τώρα τι θα πη αγάπη») σ’ ένα δισκάκι της Polydor. Και τούτο πριν οι δύο τραγουδίστριες γνωριστούν από κοντά και συμπρωταγωνιστήσουν στους «διαβολανθρώπους» του Καραγιάννη…
σχόλια