Εδώ και πολλά χρόνια, μια ταινία για τη ζωή της μέγιστης Τζάνις Τζόπλιν βρίσκεται πάντα στα σκαριά, με γνωστές ηθοποιούς να ζαχαρώνουν τον πονεμένο ρόλο, αλλά το επικείμενο φιλμ κολλάει πάντα στα δικαιώματα της μουσικής, που, για άγνωστους λόγους δεν παραχωρούνται- ήδη από το 1979, θυμόμαστε το The Rose με την Μπετ Μίντλερ, μια βιογραφική παραλλαγή με άλλο όνομα, και δυστυχώς, άλλα τραγούδια.
Το Janis της Έϊμι Μπεργκ είναι αυτό που λέμε οριστικό (definitive) ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή της ροκ-μπλουζ τραγουδίστριας, πιάνοντας το νήμα της ζωής της από την άχαρη παιδική και εφηβική ηλικία, το αμήχανο ξεκίνημα και τα πρώτα βήματα, μέχρι τη δόξα, τα άπειρα σκαμπανεβάσματα και τη μοιραία δόση που στοίχισε τη ζωή και μια ελπιδοφόρα συνέχεια. Μιλάνε γι' αυτήν οι πάντες, από τα αδέλφια και τους στενούς συνεργάτες που ζουν ακόμη, κυρίως τα μέλη των Bog Brother and the Holding Company, μέχρι τους μουσικούς φίλους της και τον Ντικ Κάβετ, τον παρουσιαστή ενός από τα καλύτερα talk shows που έχει βγάλει ποτέ η αμερικανική τηλεόραση στα τέλη των 60ς -δείτε τις συνεντεύξεις του με θρύλους όπως τον Όρσον Γουέλς, τον Μπράντο, τον Μίτσαμ, τον Γρούτσο Μαρξ, την Μπετ Ντέϊβις και την Κάθριν Χέμπορν, στην πρώτη της εμφάνιση στην τηλεόραση, σε μια εποχή που οι κουβέντες είχαν επίπεδο και διαρκούσαν περίπου μία ώρα! Η ταινία περιέχει φωτογραφικό υλικό, συναυλιακές εμφανίσεις, σκηνές από ηχογραφήσεις, ηχητικά αποκόμματα, επιστολές, ενθυμήματα και αποσπάσματα από όλες τις συνεντεύξεις της, καλύπτοντας πλήρως τη διαδρομή αλλά και τις προθέσεις της.
Το Janis της Έϊμι Μπεργκ είναι αυτό που λέμε οριστικό (definitive) ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή της ροκ-μπλουζ τραγουδίστριας, πιάνοντας το νήμα της ζωής της από την άχαρη παιδική και εφηβική ηλικία, το αμήχανο ξεκίνημα και τα πρώτα βήματα, μέχρι τη δόξα, τα άπειρα σκαμπανεβάσματα και τη μοιραία δόση που στοίχισε τη ζωή και μια ελπιδοφόρα συνέχεια. Μιλάνε γι' αυτήν οι πάντες
Το πρόσωπο που αποκαλύπτεται πίσω από τις πληροφορίες δεν είναι έκπληξη: Η Τζάνις Τζόπλιν επιζητούσε επίμονα και απελπισμένα την αγάπη και την αποδοχή, έχοντας πληρώσει πικρά το τίμημα της εμφάνισής της στο παζάρι της ομορφιάς. Χαρακτηριστική είναι η ποζάτη αλλά κατά βάθος αγωνιώδης στάση της όταν επέστρεψε στη κωμόπολη όπου μεγάλωσε, στο Τέξας, για ένα σχολικό reunion, κάνοντας δηλώσεις και υπογράφοντας αυτόγραφα στους ανθρώπους που λίγα χρόνια πριν την απέρριπταν, έχοντας μάλιστα γράψει στην τοπική εφημερίδα, για κάζο, "Τζάνις, ο ασχημότερος άνδρας της χρονιάς!". Ακούγντας για πολλοστή φορά τις σώψυχες, αδάμαστες ερμηνείες της, το δυσάρεστο αίσθημα της πρόωρης απώλειας έρχεται στην επιφάνεια, μαζί με μια συγκρατημένη νοσταλγία για μιά εποχή σίγουρα βεβαρυμένη με ουσίες, αλλά ανοιχτή σε προκλήσεις και εξέλιξη στη μουσική.
Το ντοκιμαντέρ De Palma προέκυψε από μεγάλες συζητήσεις ανάμεσα στους σκηνοθέτες Νόα Μπάουμπακ και Τζέϊκ Πάλτροου, με τον μέντορα και είδωλο τους, τον Αμερικανό σκηνοθέτη Μπράϊαν ντε Πάλμα. Ουσιαστικά, η ταινία είναι ένα κοντινό, σταθερό πλάνο στον βετεράνο σκηνοθέτη, που περιγράφει τη ζωή και την καριέρα του ταινία προς ταινία, με ενδιάμεσες παρεμβολές κάποιων φωτογραφικών ενσταντανέ και χορταστικών αποσπασμάτων από όλα τα φιλμ του. Το δίωρο κύλησε σα νεράκι (μάννα για τους σινεφίλ), και η προσωπική κατάθεση του για άγνωστες στιγμές ήταν πολλές φορές κατατοπιστικότατες, πάντα ειλικρινείς και συχνότατα εξαιρετικά αστείες, όπως για παράδειγμα την υστερική αντίδραση του σπουδαίο συνθέτη Μπέρναρντ Χέρμαν όταν άκουσε τη μουσική του από το Δεσμώτη του Ιλίγγου ως προσωρινό χαλί για το Sisters που κλήθηκε να επενδύσει και τελικά δέχτηκε να το κάνει, την έντονη δυσφορία του Σον Κόνερι να πυροβοληθεί για πρώτη φορά στην καριέρα του στους Αδιάφθορους, το απαίσιο πορτοκαλί μακιγιάζ που έβαζε στο πρόσωπο του ο αρνητικός στη συνεργασία Κλιφ Ρόμπερτσον στα γυρίσματα του Obsession, τα παρακάλια για να δεχτεί αν παίξει ο δύσπιστος Ρόμπερτ ντε Νίρο, την συμβουλή του Στίβεν Σπίλμπεργκ για την τοποθέτηση της κάμερας στο Σημαδεμένο, και άλλα πολλά. Όπως λέει με παράπονο ο Ντε Πάλμα, ενώ πολλοί κόπτονται για το στιλ του Χίτσκοκ και την κληρονομιά του σασπένς στη νεότερη γενιά, εκείνος ήταν ο μόνος που εφάρμοσε τις πρακτικές κινηματογράφησης, και το πλήρωσε με κριτικές που καταδίκασαν τις ομοιότητες και τους έντονους δανεισμούς.
Ωστόσο, ο Ντε Πάλμα, ο οποίος είναι ο μόνος από την παρέα των μουσάτων που ξεκίνησαν από τα τέλη των 60ς και ανέτρεψαν άρδην του σκηνικό του αμερικανικού σινεμά στην επόμενη δεκαετία (μιλάμε φυσικά για τους Κόπολα, Σκορσέζε, Λούκας, που ήταν έμπρακτα φίλοι και συνεργάτες εκείνα τα χρόνια, ανταλάσσοντας μέχρι και ηθοποιούς από τα κάστινγκ τους) που δεν έφτασε καν στις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Κι αυτό γιατί, παρά την οπερετική κλίμακα κάποιων από τις ταινίες του, η καρδιά του χτυπούσε πάντα στον ευτελή, για τους σοβαροφανείς, παλμό ενός b-movie, όπως τα πρώτα που ξεπέταγε σε μερικές εβδομάδες για ελάχιστα χρήματα. Και είναι επίσης ο μόνος που όταν φορτώθηκε με τεράστιες και δαπανηρές αποτυχίες, επέστρεψε στο είδος που γνωρίζει καλά, κάνοντας πλήρη κύκλο από το πρώτο του σουξέ, την Κάρι, μέχρι τα πρόσφατα φτηνά θρίλερ του. Έχοντας κουραστεί από τα τελευταία του ανδραγαθήματα, που μάλιστα είχα δει εδώ στη Βενετία, όπως το Retracted και το Passion με τη Νούμι Ραπάς, η αλήθεια είναι πως έιχα απωθήσει τον Ντε Πάλμα και το έργο του συνολικά, και χάζευα την γοργή παρέλαση της φιλμογραφίας του στο νοτκιμαντέρ σα να ήταν ένας παλιός, πολύ παλιός κινηματογραφιστής, που είχα ξεχάσει πως ζει και δουλεύει ακόμη. Έτσι είδα με χαρά ανάλογη του ήρωα από το Σινεμά ο Παράδεισος στην τελική σκηνή, τα πλάνα από την Υπόθεση Καρλίτο, τις Απώλειες Πολέμου, τους Αδιάφθορους, μαζί με τις πολύπλοκες steadicam διαδρομές που σκαρφίστηκε και εκτέλεσε με μοιρογνωμόνιο- μαζί με το απίστευτα κακό Raising Cain και το εξωγήινα βαρετό Mission to Mars, που και στοίχημα να έβαζα, θα το έχανα, καθώς νόμιζα πως δεν είχε γυριστεί ποτέ.
Η ανάσταση εκ νεκρών του Ντε Πάλμα μετά από τα κάζο του είναι κάτι που παραδέχεται αφοπλιστικά όποτε έρχεται η ώρα να σχολιάσει, και πώς θα μπορούσε να μην το παραδεχτεί άλλωστε. Η πικρή αυτό-συνειδητοποίηση έρχεται προς το φινάλε, όταν επαναλαμβάνει δυο φορές πως ένας σκηνοθέτης βρίσκεται στη φυσική, άρα και επαγγελματική ακμή του στα 30, στα 40 και τα 50 του χρόνια, ξεκάθαρα δηλώνοντας πως οι καλές στιγμές του ανήκουν στο παρελθόν. Όπως και νάχει, ο Μπράϊαν ντε Πάλμα τιμήθηκε εδώ με το Χρυσό Λέοντα για το έργο του και στις 11 Σεπτεμβρίου, έκλεισε αισίως τα 75 του χρόνια. Χρόνια πολλά, και πιστεύω πως δεν έχει πει την τελευταία του λέξη, πολύ απλά γιατί το genre που θαυμάζει και υπηρετεί δεν είναι ο Τιτανικός και το Μπεν Χουρ...
σχόλια