«Μες στην καρδιά των Αθηνών, μες στην καρδιά του Θέρους…»
Επιστρέφοντας στην πόλη, στην εκπνοή του Αυγούστου, ξαναβρίσκεις αυτούς που στέκονται αρωγοί κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ στο αθηναϊκό καλοκαίρι και αντιμάχονται γενναία τους ήχους του, χτίζοντας με το βόμβο τους ένα αδιαπέραστο τείχος που υπερκαλύπτει τα πάντα: τα Τζιτζίκια. Φέτος περισσότερο από ποτέ έμοιαζε ατέρμονος, λες και για πρώτη φορά ακουγόντουσαν τόσο πολύ και τόσο διαπεραστικά στο κέντρο της Αθήνας.
Όσο περνούν τα χρόνια και εκλείπουν τα παιδικά ή εφηβικά καλοκαίρια που αποτελούσαν την αυτονόητη μουσική συνοδεία τους, όσο μεγαλώνεις και δεν σου παραδίνονται πια αμαχητί, αρχίζεις να τα προσέχεις και να τα εκτιμάς αλλιώς. Και όσο πιο βαρύ το αστικό καλοκαίρι είτε από ρύπανση, καύσωνες, άπνοια, υγρασία, είτε από δυσθυμία, θλίψη κι αποφορά, τόσο πιο αφοσιωμένα αυτά στην ευεργετική φωνασκία τους.
Στην Πανεπιστημίου ασκούνται στη σκυταλοδρομία από δέντρο σε δέντρο, στην Αμαλίας συναγωνίζονται τις εξατμίσεις των τουριστικών λεωφορείων, στη Μεσογείων τα ανακαλύπτεις στις θαμνώδεις νησίδες σαν οάσεις στη μέση του οδοστρώματος, στη Συγγρού σε σποραδικά σημεία μόνο για μυημένους, στη Φιλελλήνων εντείνονται όσο προχωράς προς τη Ρώσικη εκκλησία, στην Πύλη του Αδριανού αν σταθείς, δεν ακούς τίποτα άλλο παρά την επίμονη βοή.
Το τζιτζίκι είναι ένα σύμβολο πρόσφορο σε ποικίλες ερμηνείες, παραβολές και συμβολισμούς. Από τον συκοφαντημένο για τη ρέμπελη του φύση στον Αίσωπο τζίτζικα –αλλά και στον Λαφονταίν που μετέφερε υποδειγματικά τον αρχαίο μύθο σε ποίημα–, μέχρι το διάλογο του Πλάτωνα «Φαίδρο» και το μύθο του Σωκράτη με τα υπό την προστασία των Μουσών τζιτζίκια. Και από τον μύθο του Τιθωνού που τον μετέτρεψε ο Δίας σε έντομο, μετά από παράκληση της Ηούς, για να τον απαλλάξει από το μαρτύριο των γηρατειών, μέχρι τον Τζίτζικα μικρό θεό των Ανακρεόντειων λυρικών. Και από τον Ζακ Λακαριέρ που ιχνογραφώντας το ελληνικό καλοκαίρι δηλώνει πως ένας κόσμος χωρίς τζιτζίκια θα ήταν «μία Πυθία χωρίς χρησμούς» μέχρι τον Ελύτη όπου απαντώνται πολύ συχνά σαν μελωδικό συνακόλουθο της φυσιοκρατίας και της μεταφυσικής των αισθήσεών του.
Πλήρως ηχομιμητική στη νέα ελληνική η ονομασία τους, ξεπερνά τόσο σε μουσικότητα, όσο και σε παραδειγματική μίμηση του ήχου τους, το αρχαιοελληνικό «τέττιξ» από όπου προέρχεται.
Για το μονότονα επαναλαμβανόμενο τερέτισμά του, αποδεικνύεται ανακόλουθα πολυσήμαντο: Το διδακτικό-ηθικοπλαστικό τζιτζίκι, το τεμπέλικο τζιτζίκι, το τζιτζίκι-ακούραστος μουσικός, το αθάνατο τζιτζίκι, το καταδικασμένο σε αιώνια γηρατειά τζιτζίκι, το επαναστατικό τζιτζίκι σε αντιδιαστολή με τα άλλα εργατικά και υπάκουα στις άρτια οργανωμένες κοινωνίες των εντόμων, το ερωτικό τζιτζίκι και το τζιτζίκι υπόμνηση του χρόνου που περνά.
Η νεοελληνική ποίηση, από την άλλη, έχει να καυχηθεί για μία πανσπερμία ετερόκλητων τζιτζικιών. Ενδεικτικά:
Από τα Ρω του Έρωτα του Ελύτη, τα διάσημα από τα σχολικά ανθολόγια που παραστέκουν στο βασιλιά Ήλιο:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι ' όλ' αποκρίνονταν μαζί:
-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.
Τα όχι και τόσο μοναχικά που κρύβουν το φόβο της ακινησίας του ελληνικού τοπίου της «Ρωμιοσύνης» του Ρίτσου:
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς, παρέα με το τζιτζίκι μη
σωπάσει το τζιτζίκι
Τον κακόσημο τζίτζικα του Νίκου Καρούζου, δέσμιο της πλήξης της μονοσημαντότητάς του:
Αυτός ο αγέρωχος μήνας Αύγουστος…
Φρικώδης του μεγάλου θέρους αναφώνηση
ο τέττιγας που γίνεται ελέφαντας κοινοτοπίας
Τα παραδομένα στο θερινό αναβρασμό του Σικελιανού:
Ανακοχλάαν στις ελιές
μια βράση τα τζιτζίκια
Από τα πιο γνωστά, αυτά στο φινάλε της Κίχλης του Σεφέρη, που κλιμακώνονται μουσικά, τελεσίδικα, σημαίνοντας το ρολόι του χρόνου που σώνεται:
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας
πώς σταματούν τα ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια
Τα αναρχικά του Έκτορα Κακναβάτου που ενώ τελειώνει το καλοκαίρι είναι τα μόνα που δεν παραδίδονται:
Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν
Πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.
Της Μάτσης Χατζηλαζάρου που αποτελούν προαπαιτούμενα για τη ζωή κι αυτά όπως και οι αισθήσεις της:
Πού 'ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,
που 'ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού 'ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;
Κι έρχεται η Δημουλά από το «Χαίρε ποτέ» να βάλει τα πράγματα σε τάξη και να αποκαταστήσει τη φήμη τους με ένα ποίημα «Υπέρ Ασωτείας»:
Έξω απ' το χορό καλά τα λέει ο μύθος.
Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.
Δεν αποταμιεύεται η ένταση.
Δεν θα' θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;
Όμως δεν αποταμιεύεται.
Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.
Τα τζιτζίκια της πόλης όμως που μας αφορούν και όσο περνούν οι μέρες θα φθίνουν, δεν είναι άλλα από εκείνα του Ανδρέα Εμπειρίκου στο υποβλητικό πεζό του ποίημα από την Οκτάνα «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων».
Λιγότερο γνωστά από τα πολυδιαφημισμένα εξωστρεφή και αθώα του Ελύτη και από τα πιο πεσιμιστικά, φορτωμένα με αβάσταχτους συμβολισμούς στα φτερά τους, του Πόρου του Σεφέρη, αυτά της Αθήνας του Εμπειρίκου, ίπτανται, με τη συνδρομή της αγέρωχης και χυμώδους του καθαρεύουσας, πάνω από την υγρασία, τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και τον καύσωνα, σαν υπερρεαλιστικές νύξεις που διακόπτουν μία ολωσδιόλου αντι-ποιητική ατμόσφαιρα και σαν σημαίνοντα της σεξουαλικής απελευθέρωσης που οραματιζόταν η «Οκτάνα» του, η ουτοπική του πολιτεία, προπύργιο της φροϋδικής libido.
Τον συνοδεύουν ένα μεσημέρι Ιουλίου στο κέντρο της Αθήνας, από τα δέντρα της πλατείας Συντάγματος, σε μία συναρπαστική διαδρομή στη Φιλελλήνων, «μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους»:
«Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
(απόσπασμα)
Είναι τα τζιτζίκια της νίκης που αυτή τη φορά λυγίζουν ακόμα και το θάνατο με το ακατάβλητο πείσμα τους. Όσο και αν η αναφορά σ’ αυτά είναι σύντομη, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως έχουν δώσει τον τόνο. Μέσα στη βαριά από τον καύσωνα Αθήνα, «αίφνης μία κηδεία» περνά, το άγχος –ο φόβος θανάτου–καταλαμβάνει μερικούς απ’ τους περαστικούς αλλά η κίνηση συνεχίζεται απτόητη… Οι «ριπαί πνιγμένων θρήνων» δεν φτάνουν για να καταλύσουν την απόλαυση του θέρους. Παρά το «κάθετο λιοπύρι», «παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής», όλα μοιάζουν ανάλαφρα και «εναργή» για τον περαστικό, γιατί «κάτι σαν τέττιξ ζωηρός» μέσ' στην ψυχή του δεν τον γονατίζει. Υπάρχει μία κλιμακούμενη σεξουαλική ένταση στην ατμόσφαιρα που συναγωνίζεται αυτήν του φλεγόμενου από το κάμα αθηναϊκού τοπίου: Οι «Φαλλοί της Δήλου» πάλλονται στο φως, «ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις» διαμείβονται στα λεωφορεία, με μέλη που θάλλουν, με «σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη» και «φλεγόμενοι», «στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι», οι συνωστισμένοι επιβάτες την πολλαπλασιάζουν.
Το τι μπορεί να συνιστούν τα τζιτζίκια για τον Εμπειρίκο έχει γίνει φανερό και στην «Ενδοχώρα»:
Με τα τζιτζίκια που αγάλλονται στη ζέστη
Και προκαλούνε στύσεις στους πατέρες.
Είναι τα τζιτζίκια της ηδονής, που ασκούνται στο πρελούδιο της εκστατικής ερωτικής κοινωνίας που ευαγγελίζεται η ποίησή του:
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.
Το ασίγαστο τραγούδι τους υπερθεματίζει τη ζωή σε ένταση, την αξόδευτη καύλα που αιωρείται αμήχανη και ανοικονόμητη πάνω από την υγρή και βαριά ατμόσφαιρας της πόλης τα καλοκαίρια. Αυτή η ερμηνεία συμφωνεί και με την επιστημονική εξήγηση για το τραγούδι του τζιτζικιού: Το αρσενικό βγάζει αυτόν τον ήχο καλώντας το θηλυκό για να ζευγαρώσει και μετά το σμίξιμο πέφτει στο χώμα και πεθαίνει.
Υπάρχει μία αυθαίρετη νοητή διαδρομή –δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να μην την αποδώσει σχηματικά– που ενώνει τους τρεις μεγάλους της γενιάς του ’30, μέσω των τζιτζικιών. Από το Βασιλιά Ήλιο του Ελύτη, με την ευοίωνη συνήχηση του ΖΕΙ και τη διατράνωση της παντοδυναμίας της ζωής μέχρι τα τζιτζίκια της Κίχλης και το ρολόι που σημαίνει το τέλος, με ενδιάμεσο σταθμό το έμπυρο μεσημέρι του Εμπειρίκου στην Οδό Φιλελλήνων: Από την παιδική ηλικία-αθωότητα στην ενηλικίωση-σεξουαλικότητα στην κορύφωσή της και από εκεί στον τελικό απολογισμό-γηρατειά-θάνατο.
«Μεσ’ την καρδιά των Αθηνών, μες στην καρδιά του θέρους», εν τω μέσω του βίου σαν να λέει, δηλαδή, ο Εμπειρίκος, έχοντας προσπεράσει προ πολλού την ενηλικίωση, μακριά από την ειδυλλιακή αλλά επίπεδη ευφορία των παιδικών χρόνων, στοχεύοντας τώρα πια στην απόλαυση, αλλά ατενίζοντας ακόμα από κάποια απόσταση το τέλος. Φυσικά και στην ουσία αλληλοδιαπλέκονται και εμπεριέχει το ένα το άλλο αλλά οι τρεις ποιητικοί σταθμοί τα φωτίζουν στην πιο λαμπρή τους στιγμή.
Ας αφουγκραστούμε τα τζιτζίκια για όσο προλαβαίνουμε ακόμα, ας τα αποδεχτούμε σαν τους δικαιωματικούς εντολοδόχους του μυστικού πυρήνα της πόλης που καταλαμβάνουν ολοκληρωτικά. Αόρατα στο μάτι, όπως και η ποίηση της πόλης, και μόνο στο εξασκημένο αυτί αποκαλύπτουν το κλειδί για τον επαναληπτικό τους γρίφο και το νόημα της επιμονής τους.
Ποτέ δεν είναι κάτι απλό το τραγούδι τους, όσο και αν έχουμε φτάσει να το θεωρούμε αυτονόητο και να το προσπερνάμε και ποιήματα σαν τα παραπάνω βοηθάνε σε αυτήν τη διαπίστωση. Σε κάθε στιγμή, σε κάθε παλίμψηστο τζι, μπορεί να κρύβεται από κάτω η αθωότητα, ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος. Το βέβαιο είναι πως μαζί με το τραγούδι τους που σβήνει το καλοκαίρι τελειώνει εδώ.