Οι παραγωγές του στούντιο Ντίσνεϋ σήμερα αναγνωρίζονται ως τεχνικά άρτιες μεν αλλά οικογενειακές και εύπεπτες ταινίες. Ωστόσο υπήρξε περίοδος όπου τα κινούμενα σχέδια του βασιλιά Ντίσνεϋ έκλιναν προς την ριζοσπαστική, πειραματική τέχνη. Οι ταινίες αυτές εξακολουθούν να μαγεύουν τα παιδιά, ακόμα κι αν δεν τις αντιλαμβάνονται πλήρως.
Φουτουριστής, υπερρεαλιστής, θιασώτης της αφαιρετικής τέχνης. Τα επίθετα αυτά δεν είναι οι συνήθεις περιγραφές που συνοδεύουν το όνομα του Walt Disney, ωστόσο του ταιριάζουν όλα. Όσοι επιμένουν να τον περιγράφουν ως πάροχο αδιάφορης οικογενειακής ψυχαγωγίας είναι βέβαιο πως δεν έχουν κάνει τον κόπο να παρακολουθήσουν με προσοχή τις ταινίες του, ιδιαίτερα εκείνες της δεκαετίας 1940. Η Φαντασία από μόνη της θα έπρεπε να κλείσει τα στόματα όλων των αρνητών του, εκείνων που τον θεωρούν εμπορικό και λαϊκιστή. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την πρεμιέρα της στις 13 Νοεμβρίου 1940, παραμένει ένα από τα πιο εντυπωσιακά φιλμ που έχουν παραχθεί στο Χόλιγουντ. Όταν επανακυκλοφόρησε το 1969 με ένα ψυχεδελικό πόστερ, η Φαντασία υιοθετήθηκε ως ταινία για "άκουσμα". Οι νεαροί θεατές που την ανακάλυπταν για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες επέμεναν ότι οι animators της πρέπει να ήταν high όταν την δημιουργούσαν. Ο animator Art Babbitt, ο οποίος ζωντάνεψε τα μανιτάρια που χορεύουν στο κομμάτι του Καρυοθραύστη, είχε δηλώσει "Προσωπικά ήμουν εθισμένος στο Ex-Lax και το Feenamint." Πρόκειται για μη συνταγογραφημένο σκεύασμα κατά της δυσκοιλιότητας και μια μάρκα τσίχλας. Η σκληρή δουλειά και όχι παραισθησιογόνα δημιούργησαν αυτή την ταινία.
Για την εναρκτήρια σεκάνς, όπου οπτικοποιούνται οι ήχοι της ορχήστρας σε αφαιρετική μορφή, ο Ντίσνεϋ προσέλαβε έναν από τους κορυφαίους γραφίστες της εποχής, τον Oskar Fischinger που οι Ναζί είχαν χαρακτηρίσει ως "εκφυλισμένο" και είχε στο ενεργητικό του μια σειρά ιδιαίτερα πειραματικών κινούμενων σχεδιών μικρού μήκους. Αποδείχθηκε ότι ο Fischinger ήταν υπερβολικά ατομικιστής για να ταιριάξει στο περιβάλλον της Ντίσνεϋ αλλά πολλές από τις ιδέες του χρησιμοποιήθηκαν στις σεκάνς της τοκκάτας και της φούγκας, όπου συνοδεύουν τελείως αφαιρετικά την μουσική του Μπαχ. Ο μέσος αμερικανός θεατής δεν είχε δει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο.
Όταν επανακυκλοφόρησε το 1969 με ένα ψυχεδελικό πόστερ, η Φαντασία υιοθετήθηκε ως ταινία για "άκουσμα". Οι νεαροί θεατές που την ανακάλυπταν για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες επέμεναν ότι οι animators της πρέπει να ήταν high όταν την δημιουργούσαν. Ο animator Art Babbitt, ο οποίος ζωντάνεψε τα μανιτάρια που χορεύουν στο κομμάτι του Καρυοθραύστη, είχε δηλώσει "Προσωπικά ήμουν εθισμένος στο Ex-Lax και το Feenamint."
Οι ορθοεπείς της κλασικής μουσική δεν χάρηκαν καθόλου με κάποιες από τις ιδέες του Ντίσνεϋ και ενοχλήθηκαν που μεγάλες συνθέσεις όπως η Ποιμενική Συμφωνία του Μπετόβεν και η Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό του Μουσσόργκσκι αποδόθηκαν με αφηγηματικές εικόνες. Αυτή η απόλυτη έκρηξη φαντασίας και υποδειγματική εκτέλεση που παρακολουθούμε στις σεκάνς με την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι ξεκινάει με την αρχή της ζωής στην Γη και κορυφώνεται με τα εντυπωσιακά σχέδια των δεινοσαύρων και τον Χορό των Ωρών του Πονκιέλι όπου ιπποπόταμοι, αλλιγάτορες και στρουθοκάμηλοι χορεύουν μπαλέτο και μας καθηλώνουν.
Σαν να μην έφτανε το στοίχημα του να προσελκύσει το μέσο κοινό να παρακολουθήσει μια ταινία με υψηλή μουσική, ο Γουόλτ επέμεινε η Φαντασία να προβάλλεται με στερεοφωνικό ήχο, άλλη μία πρώτη. Το ηχοσύστημα του Fantasound ήταν εγκαταστημένο σε ελάχιστες αίθουσες, αποδεικνύοντας ότι ο Ντίσνεϋ και εδώ υπήρξε πρωτοπόρος της κινηματογραφικής τεχνολογίας. Η Φαντασία δεν υπήρξε όμως η πρώτη αβανγκάρντ απόπειρα του Γουόλτ Ντίσνεϋ. Όταν σημείωσε την πρώτη μεγάλη του επιτυχία την δεκαετία του 1930 χαιρετίστηκε από όλους, συμπεριλαμβανομένου του Σεργκέι Άϊζενστάϊν, ο οποίος θεωρούσε τον Ντίσνεϋ στενό προσωπικό φίλο και είχε πει στον Νταλί «Το έπος του Τσάπλιν είναι ο Χαμένος Παράδεισος του Κινηματογράφου, το έπος του Ντίσνεϋ είναι ο Ξανακερδισμένος Παράδεισος.» Οι κριτικοί τον επαινούσαν και το κοινό ανταποκρίθηκε κατάλληλα. Ο Μίκυ Μάους έγινε διεθνές ίνδαλμα και εμπόρευμα με την εικόνα του αξιαγάπητου χαρακτήρα κατέκλυσε την αγορά.
Η επιτυχία δεν άλλαξε ποτέ την στάση του Γουόλτ, προσπαθούσε κάθε φορά να βελτιώνει το επόμενο κινούμενο σχέδιο του σε σχέση με το προηγούμενο. Όλοι οι παραγωγοί του Χόλιγουντ αρνήθηκαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν την επεξεργασία Technicolor το 1932, αλλά εκείνος ήταν πρόθυμος να το δοκιμάσει, παρά το ότι θα του κόστιζε περισσότερο η παραγωγή των μικρού μήκους του και δεν θα του απέφερε έξτρα χρήματα. Η παραγωγή του κινούμενου σχεδίου "Λουλούδια και Δέντρα" της σειράς Silly Symphony είχε ήδη ξεκινήσει ασπρόμαυρη, όμως ο Γουόλτ είδε μια ακαταμάχητη ευκαιρία να κάνει κάτι νέο και ενδιαφέρον. Το "Λουλούδια και Δέντρα", λαμπερό και με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου έκανε τέτοια εντύπωση ώστε η Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών εγκαινίασε ένα νέο βραβείο για το καλύτερο κινούμενο σχέδιο μικρού μήκους μόνο και μόνο για να τιμήσει το επίτευγμα του Ντίσνεϋ.
Ο Γουόλτ και οι καλλιτέχνες του είχαν καταλάβει ότι η κυριολεκτική χρήση του χρώματος δεν είχε νόημα: σχεδιάζαν καρτούν, δεν έκαναν ρεπορτάζ. Όταν ο Κακός Λύκος προσπάθησε να φυσήξει το σπίτι από τούβλα που είχαν φτιάξει τα Τρία Μικρά Γουρουνάκια το πρόσωπο του μπλάβιασε. Το φιλί ήταν συνήθως η αιτία που κοκκίνιζε έντονα κάποιον χαρακτήρα. Και ιστορίες όπως Ο Ιπτάμενος Ποντικός μπορούσαν να ξεκινήσουν ένα ηλιόλουστο πρωινό και να γίνουν ελαφρώς πιο σκοτεινές όσο η ιστορία γίνεται πιο έντονη. Στο τέλος, καθώς πέφτει η νύχτα, ο μικρός ήρωας τρέχει στην μαμά του που τον περιμένει με ένα ζεστό φώς να ξεχύνεται από την πόρτα του σπιτιού τους. Όσο απλό κι αν μας φαίνεται σήμερα, η ψυχολογικά εστιασμένη χρήση της χρωματικής παλέτας συνεισέφερε πολύ στην μεγαλύτερη επίδραση των κινουμένων σχεδίων.
Ο Ντίσνεϋ πίεζε συνεχώς τους καλλιτέχνες του να βελτιώνουν τις δεξιότητες τους, εισήγαγε μαθήματα σχεδίου και σεμινάρια τέχνης όσο προετοιμαζόταν για την δημιουργία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του. Οι αυθεντίες της κινηματογραφικής βιομηχανίας προέβλεπαν ότι κανείς δεν πρόκειται να κάτσει σε μια καρέκλα για να δει μια ταινία κινουμένων σχεδιων. Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι απέδειξαν το αντίθετο και άνοιξαν τον δρόμο στα κινούμενα σχέδια. Ήταν μια χαρούμενη ταινία με αξέχαστα τραγούδια και είχε και καρδιά. Όταν οι animators του Ντίσνεϋ είδαν τους θεατές να δακρύζουν την στιγμή που ο ταραγμένος Γκρινιάρης καταρρέει βλέποντας την Χιονάτη μέσα στο φέρετρο της βεβαιώθηκαν ότι είχε επιτύχει κάτι πραγματικά εντυπωσιακό. Και πάλι ο Γουόλτ αμφισβητεί τον συμβατικό τρόπο σκέψης. Το κοινό απαιτούσε να ξαναδεί τον Χαζούλη, τον Υπναρά και τους άλλους αξιαγάπητυς χαρακτήρες της ταινίας αυτής αλλά σε αντίθεση με τα σημερινά στούντιο που ειναι διψασμένα για sequel, ο Γουολτ Ντίσνεϋ δεν αρεσκόταν να επαναλαμβάνεται και ξεκίνησε ένα φιλόδοξο έργο που ήταν σχεδόν καταδικασμένο να τον ζημιώσει.
Η Φαντασία προέκυψε έπειτα από ένα δείπνο με τον σημαντικό διευθυντή ορχήστρας Λεοπολντ Στοκόφσκι. Ο μαέστρος πρότεινε μια συνεργασία στην οποία ο Μίκυ Μάους θα ζωντάνευε ένα κομμάτι κλασσικής μουσικής και θα ηχογραφούνταν από τον Στοκόφσκι και την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, το κομμάτι ήταν Ο Μαθητευόμενος Μάγος του Πωλ Ντυκάς. Η αρχική ιδέα επεκτάθηκε στο μυαλό του Ντίσνεϋ και προέκυψε ένα πιο περίπλοκο έργο με αρχικό τίτλο Η Ταινία Κονσέρτο. Παρότι η Φαντασία αντιμετωπίστηκε με ανάμεικτες αντιδράσεις και απέτυχε να βγάλει τα λεφτά της το 1940, η ιδέα της σύζευξης μουσικής και εικόνας εξακολούθησε να απασχολεί τον Γουόλτ καθόλη την δεκαετία. Τα περισσότερα κομμάτια στις ταινίες-συλλογές Make Mine Music (1946) και Melody Time (1948) ήταν δημοφιλή τραγούδια, αλλά η καλλιτεχνική τους προσέγγιση σε πολλά σημεία ήταν εξίσου καινοτόμος με το περιεχόμενο της Φαντασίας. Η ζωηρή απόδοση του After You've Gone από το The Benny Goodman Quartet στο Make Mine Music ζωντανεύει ακόμα περισσότερο με μια παιγνιώδη σειρά διαδράσεων ανάμεσα σε ένα ανθρωπόμορφο κλαρινέτο, ένα κοντραμπάσο, ένα πιάνο και ντραμς. Το Bumble Boogie του Melody Time είναι ακόμα πιο αφαιρετικό και επινοητικό καθώς μια μέλισσα καταδιώκεται μέσα σε ένα σουρρεαλιστικό μουσικό περιβάλλον, κυνηγημένη από σφυριά πιάνου και άλλα παρόμοια αντικείμενα υπό τους ήχους μιας τζαζ εκδοχής της Πτήσης του Βομβίνου του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ.
Μια υπερρεαλιστική ευαισθησία διαποτίζει την γλυκύτερη όλων των ταινιών του Ντίσνεϋ, τον Ντάμπο (1941) στην Παρέλαση των Ροζ Ελεφάντων. Έχω δείξει αυτό το απόσπασμα σε νεαρό κοινό πολλές φορές και πάντα απολαμβάνω την αυθόρμητη αντίδραση τους όταν μένουν με το στόμα ανοιχτό. Τίποτα από το έργο του Ντίσνεϋ δεν θα μπορούσε να προετοιμάσει κάποιον γι' αυτή την φαντασμαγορία τρελών εικόνων που εμπνέονται από την τυχαία μέθη του αθώου Ντάμπο.
Ένα παρόμοιο ελευθεριάζον πνεύμα υπάρχει και στο Οι Τρεις Καμπαλλέρος (1945), έναν φόρο τιμής στην Κεντρική και Νότιο Αμερική και την "Πολιτική Καλής Γειτονίας" που ειχαν συνάψει με τις ΗΠΑ επί Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο σχεδιαστής Ward Kimball, μόνιμο μέλος του στούντιο επί δεκαετίες είχε δηλώσει ότι πιο υπερήφανος ήταν για το έργο του στο μικρό αυτό νούμερο με τον Ντόναλντ Ντακ, τον Χοσέ Καριόκα και τον κόκκορα Παντσίτο. Είναι ένα γρήγορο κομμάτι βωντβίλ με άγρια ανακόλουθα γκαγκ και ιδέες τις οποίες δεν θα περίμενες κανείς από τον Ντίσνεϋ.
Το απόλυτο πείραμα του Ντίσνεϋ ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε πριν κυλήσει μισός αιώνας. Στα μέσα της δεκαετίας του '40 ο Σαλβαδόρ Νταλί ήρθε στο στούντιο για να εργαστεί για μια μικρού μήκος με τίτλο Destino και δημιούργησε αρκετά conceptual έργα τέχνης για την ταινία αυτή. Έφυγε πριν από την ολοκλήρωση του project αν και με τον Γουολτ παρέμειναν φίλοι. Περίπου 50 χρόνια μετά ο ανηψιός του Γουόλτ ο Ρόϋ Ε. Ντίσνεϋ ανάστησε το project με την βοήθεια του σχεδόν εννενηντάχρονου καλλιτέχνη John Hench, ο οποίος είχε συνεργαστεί τότε με τον Νταλί και δημιούργησαν μια εντυπωσιακή μικρού μήκους και υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ DESTINO
Με την μεγάλη επιτυχία της Σταχτοπούτας το 1950 ο Ντίσνεϋ αναγνώρισε τι ήθελε το κοινό από εκείνον, διασκέδαση για όλη την οικογένεια και όχι τρελές και καινοτόμες ιδέες. Ξεκίνησε μια σειρά ζωντανών ταινιών και αφιερώθηκε στην δημιουργία της Ντίσνεϋλαντ μαζί με τις συνοδευτικές τηλεοπτικές εκπομπές για την προώθηση της. Η δημιουργικότητα παρέμεινε έμβλημα των κινουμένων σχεδίων και των μικρών μήκους ταινιών του στούντιο αλλά η περίοδος τολμηρού πειραματισμού είχε λήξει δια παντός. Η αποτυχία της Φαντασίας παρέμεινε μελανό σημείο για τον Ντίσνεϋ σε όλη την ζωή του. "Η Φαντασία κάνει τις ταινίες μας να μοιάζουν ανώριμες και για πρώτη φορά υποδηλώνει το μέλλον του μέσου αυτού." είπε σε μια ομιλία του το 1940. "Εκείνο που βλέπω μακρυά είναι πολύ νεφελώδες για να το περιγράψω. Αλλά φαντάζει μεγάλο και λαμπερό. Αυτό αγαπώ στην δουλειά αυτή, η βεβαιότητα ότι υπάρχει κάτι πιο μεγάλο και πιο συγκλονιστικό λίγο πιο κάτω, και η αβεβαιότητα όλων των άλλων."
Στοιχεία από: BBC/culture. Μετάφραση, επιμέλεια: The LifO Team
σχόλια