- Μεγάλωσα σε μια μεγάλη οικογένεια με τέσσερα αδέρφια, στον Πειραιά. Στα 12 μου μετακομίσαμε στο χωριό Τεμπλόνι της Κέρκυρας, γιατί η μητέρα μου είναι χίπισσα και είχε βαρεθεί την πόλη. Εκεί ήταν πολύ ωραία, εξοικειώθηκα με τη φύση, έπιανα φίδια με τα χέρια, έβλεπα τα σκυλιά μου να κυνηγάνε σκαντζόχοιρους, ζωγράφιζα πάνω στα καβούκια των χελωνών και έμαθα να κάνω μακροβούτια.
- Η μητέρα μου είναι Γαλλίδα, το άλλο μου χωριό λέγεται Thaire και είναι κοντά στο La Rochelle, εκεί όπου γύριζαν το «Fort Boyard». Ο πατέρας μου ήταν τεντιμπόης, μαλλιάς, αριστερός, τον κυνηγούσαν στη χούντα και αναγκάστηκε να πάει στη Γαλλία, όπου και παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Είναι σπαστικό να έχεις διπλή καταγωγή, γιατί είσαι παντού ξένος. Στο ελληνικό σχολείο ήμουν το «Γαλλάκι» και στη Γαλλία ο «Έλληνας». Αλλά, από την άλλη, κουβαλάω και τις δύο παραδόσεις.
- Όταν έγινα 18, δεν την πάλευα άλλο στην Κέρκυρα και ήθελα να φύγω. Ήμουν κακός μαθητής, μόνο στην Έκθεση και στη Βιολογία είχα γράψει καλά, χωρίς να διαβάσω τίποτα. Ούτε φροντιστήριο πήγαινα και οριακά περνούσα τις τάξεις, λόγω απουσιών. Έκανα άλλα πράγματα και διάβαζα πολύ, αλλά όχι για το σχολείο. Ήθελα να πάω στην Ιταλία, να μπω στην Καλών Τεχνών. Τα μεγαλύτερα αδέρφια μου δούλευαν ήδη εκεί, αλλά ακολούθησα τη συμβουλή των γονιών μου και πήγα στην Πρέβεζα για να γραφτώ στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Πέρασα πολύ ωραία στην Πρέβεζα: γράφτηκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και διάβαζα Καρυωτάκη, Κουν και Μαρξ. Δύο μήνες μετά, όμως, με έδιωξαν γιατί είχα ράστα τα μαλλιά μου. Με την ουρά στα σκέλια γύρισα στην Κέρκυρα και ξαναέδωσα Πανελλήνιες, αφού πέρασα ένα μεγάλο διάστημα στην Μπολόνια της Ιταλίας, που τότε ήταν «δυνατό» κέντρο. Έμαθα τα ιταλικά πολύ γρήγορα και αποφάσισα να εγκατασταθώ, αλλά βγήκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων και είχα περάσει στη Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα. Έτσι, γύρισα στην Ελλάδα. Το έχω μετανιώσει που δεν έγινα καπετάνιος, τώρα θα είχα λεφτά, θα είχα γυρίσει όλο τον κόσμο και θα ήμουν πιο χρήσιμος στην κοινωνία.
Είχα μαζέψει μερικούς κουκουναρόσπορους απ' τον κήπο του Μουσείου Νταλί στο Φιγκέρες και τους έφαγα. Θεωρούσα ότι και ο Νταλί τους έτρωγε και πως με κάποιον μαγικό τρόπο θα γινόμουν κι εγώ ζωγράφος, αν έκανα το ίδιο.
- Η Αθήνα μού φάνηκε χωριό και οι Αθηναίοι με υποδέχτηκαν σαν χωριάτη. Είχα την τύχη, όμως, να φιλοξενηθώ στη Φοιτητική Εστία Αθηνών, όπου έμεινα για τα επόμενα έξι χρόνια. Πήρα πτυχίο με το ζόρι, γιατί πάλι ασχολιόμουν με άλλα πράγματα. Κάναμε θέατρο με τη φοιτητική ομάδα «Ρακοσυλλέκτες». Μάλιστα, είχα σκηνοθετήσει και μια παράσταση το 2007, τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Παράλληλα, έφτιαχνα γλυπτά από πολυουρεθάνη, υφάσματα και σκουπίδια, αλλά δεν τα έδειχνα πουθενά. Είχα παρατήσει το γκράφιτι γιατί δεν ήμουν καλός σε αυτό και οι φίλοι μου με κορόιδευαν που δεν έκανα wild styles. Την είχα δει και ψιλο-ιντελεκτουέλ. Όταν πήρα πτυχίο, συνέχισα να μένω στην εστία για λίγο καιρό. Είχαμε κάνει κατάληψη σε διάφορους άχρηστους χώρους με ένα σχήμα που λεγόταν Vita Activa. Έτσι, είχα χώρο για στούντιο και αρκετό χρόνο για να δημιουργώ.
- Έχω δουλέψει ως πωλητής σε ρουχάδικο, ως κομπάρσος, ντελιβεράς σε μεξικάνικο, έχω μοιράσει φυλλάδια στον δρόμο. Όταν δούλευα στο μεξικάνικο, γνώρισα τους τύπους που ήταν στην κουζίνα – αυτοί στα ρεπό τους έκαναν τους Ινδιάνους στο Μοναστηράκι. Κι επειδή κανείς τους δεν μιλούσε ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά, ντυνόμουν Ινδιάνος και πουλούσα τα CD τους στους τουρίστες. Έπαιρνα κι εγώ το ποσοστό μου, έτσι μάζεψα φράγκα και πήγα να βρω τη φίλη μου τη Φιόρη στη Λισαβόνα. Έκατσα λίγο καιρό εκεί και μετά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα με Ιnterrail. Πήγαμε στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στην Ιταλία. Κοιμόμασταν από δω και από κει, σε καταλήψεις και στον δρόμο. Σε αυτό το ταξίδι είδα το κίνημα της street art να ανθεί στις μεγάλες πόλεις και επισκέφτηκα όσο περισσότερα μουσεία μπορούσα. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα αποφάσισα να αφοσιωθώ πάλι στη ζωγραφική. Θυμάμαι, είχα μαζέψει μερικούς κουκουναρόσπορους απ' τον κήπο του Μουσείου Νταλί στο Φιγκέρες και τους έφαγα. Θεωρούσα ότι και ο Νταλί τους έτρωγε και πως με κάποιον μαγικό τρόπο θα γινόμουν κι εγώ ζωγράφος, αν έκανα το ίδιο. Το κόλπο δεν έπιασε, θέλει πολλή δουλειά για να γυρίσει ο ήλιος.
- Μετά τη Γαλλική Φιλολογία έκανα πρακτική στον Σύνδεσμο Καθηγητών Γαλλικής Γλώσσας. Με είχαν σε ένα κωλογραφείο στο υπόγειο του Γαλλικού Ινστιτούτου και σήκωνα τα τηλέφωνα. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου και μου είπαν πως είχα πάρει το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό. Το έκλεισα, ξαναχτύπησε, τους είπα πως δεν με ενδιέφερε και με πήραν και τρίτη φορά. Είχα ξεχάσει πως είχα πάρει μέρος στον διαγωνισμό «Shoot it» με ένα βίντεο. Το βραβείο ήταν μια υποτροφία στη Σχολή Focus. Εκεί είχα την τύχη να με διδάξουν καθηγητές, όπως ο Παύλος Φυσάκης, η Ηλιάνα Φωκιανάκη και ο Τάκης Ζερδεβάς. Πάλι ήμουν αντιδραστικό στοιχείο, μόνο στην Ηλιάνα άρεσαν αυτά που έκανα. Είχα αρχίσει ήδη να εκθέτω, όμως, ως ζωγράφος και η δουλειά μου στον δρόμο είχε καλό feedback, οπότε δεν είχα χρόνο να αφοσιωθώ στη φωτογραφία. Ωστόσο, έμαθα πολλά στη σχολή.
- Ζωγραφίζω για να θυμάμαι αυτά που φαντάζομαι, αν και είναι πολύ δύσκολο να αποτυπώσεις αυτό που πραγματικά έχεις στο μυαλό σου. Τον τελευταίο καιρό προτιμώ το γράψιμο, καταφέρνω να αποτυπώνω καλύτερα αυτό που έχω στο μυαλό μου, αλλά η ζωγραφική είναι πια η δουλειά μου και είμαι πολύ τυχερός που έστω και κουτσά στραβά βιοπορίζομαι από αυτό που αγαπώ.
- Μετά τη Focus με κάλεσαν στον στρατό. Δεν ήθελα να πάρω I5 ούτε να βάλω βύσμα για ευνοϊκή μετάθεση. Μου τη σπάει αυτή η σαπίλα του ελληνικού συστήματος. Από κει ξεκινάνε όλα. Μαθαίνουμε στο βόλεμα και την αδικία. Έτσι, παρουσιάστηκα κανονικά, αν και αντιμιλιταριστής, και τους δήλωσα πως δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω τη θητεία μου χωρίς αμοιβή, γιατί δεν είχα λεφτά ούτε για τσιγάρα. Μου πρότειναν να πάω στην Κύπρο όπου οι φαντάροι παίρνουν έναν μικρό μισθό κι έτσι πήγα εθελοντής στην Κύπρο. Εκεί πέρασα πολύ δύσκολα στο στρατόπεδο, αλλά έξω γνώρισα πολλούς ανθρώπους και έβαψα αρκετά.
- Δεν τα μπορώ τα ταξίδια, με αγχώνουν, με στρεσάρουν, χάνω πράγματα, τα χαρτιά μου, χάνομαι γενικά. Προτιμώ να δω ένα ντοκιμαντέρ, παρά να κάνω ένα ταξίδι. Δεν μπορώ. Θέλω τη φωλίτσα μου, να νιώθω ασφάλεια, αν και, λόγω δουλειάς, ταξιδεύω αρκετά. Το πιο ωραίο ταξίδι που έχω κάνει ήταν, νομίζω, στη Μύκονο τον Φλεβάρη. Όλα ήταν γαλήνια κι έκανα μπάνιο στην άδεια Ψαρού. Πήγα και στη Δήλο, όπου πάντα ήθελα να πάω. Ο Le Corbusier έλεγε πως κανείς δεν μπορεί να λέει ότι είναι αρχιτέκτονας, αν δεν έχει επισκεφτεί έστω μια φορά τη Μύκονο. Εγώ θα έλεγα ότι κανείς δεν μπορεί να κρίνει τη Μύκονο, αν δεν την επισκεφτεί τον χειμώνα, μακριά από όλη αυτή την τουριστική αλλοτρίωση.
- Στην Αθήνα κυκλοφορώ παντού με το skate ή με τα πόδια. Μεγάλες αποστάσεις. Στα μέσα με πιάνει κρίση πανικού τελευταία. Την Αθήνα τη λατρεύω, είναι το πιο ωραίο μέρος στον κόσμο για μένα, αν εξαιρέσεις την πρέζα. Νιώθω ότι κάτι γεννιέται αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα, πέρα απ' την κωλοκρίση και τον πόλεμο που κάνουν δίπλα μας, που έχει στρέψει το διεθνές ενδιαφέρον εδώ. Πιστεύω πως υπάρχει πραγματικά ουσία και θα γεννηθούν κι άλλα πράγματα στο μέλλον. Παιδιά κάνουν freestyle rap στον δρόμο, υπάρχουν γκράφιτι παντού, νυχτερινή ζωή, καταλήψεις, κοινωνικοί αγώνες, εκθέσεις, πάρτι. Νομίζω πως είναι καλύτερα από την Μπολόνια που κάποτε θαύμαζα για το vibe της.
- Ξεκίνησα να κάνω γκράφιτι λόγω του MTV. Έβλεπα χιπ-χοπ βιντεοκλίπ και τον Bart Simpson να κάνει γκράφιτι στα κινούμενα σχέδια. Οι Terror X Crew το καθιέρωσαν στην Ελλάδα. Εγώ ήμουν απλώς fashion victim και ακολούθησα το ρεύμα για να είμαι κουλ στο σχολείο. Το street art το ξεκίνησα πολύ αργότερα, επηρεασμένος από την Ευρώπη και τους μεγαλύτερους από μένα, όπως ο b., ο Βασμουλάκης και ο Φαϊτάκης.
- Τα τελευταία χρόνια μένω στου Ψυρρή. Όταν πρωτοήρθα εδώ, το μέρος ήταν γεμάτο πρέζα και όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Η τρέλα των Ολυμπιακών Αγώνων είχε περάσει. Οι skaters και οι γκραφιτάδες έκαναν άθελά τους ένα gentrification και τα μπαρ και οι επιχειρήσεις άρχισαν να ανοίγουν πάλι. Η γειτονιά γέμισε τουρίστες και χίπστερ, πράγμα πολύ ευχάριστο, αν εξαιρέσεις τα ενοίκια, που ανέβηκαν. Ξυπνάς το πρωί και πίνεις καφέ με τον Περάκη και τον Σταθούλη στο Στυλ. Το βράδυ, θέατρο στο Εμπρός. Δεν υπάρχει πουθενά κάτι τέτοιο στην Αθήνα και μάλλον είναι και μοναδικό στην Ευρώπη. Λίγο πιο κάτω η China Τown, μπίρα απ' το ψιλικατζίδικο του Ραμαντάν δίπλα στην Πυροσβεστική – αυτή η πολυπολιτισμικότητα μου θυμίζει Παρίσι, μόνο που εδώ έχει και γαμώ τους καιρούς και νιώθεις και πιο ελεύθερος.
- Όταν ήμουν στη Σχολή Focus έκανα ένα πρότζεκτ στο οποίο έπαιρνα φωτογραφίες και τις γύρναγα στο αρνητικό. Μου άρεσαν πολύ και δεν καταλάβαινα το γιατί. Στους καθηγητές δεν άρεσαν καθόλου. Αργότερα συνειδητοποίησα πως τα αρνητικά μού άρεσαν λόγω των χρωμάτων, αλλά μου φαίνονταν πολύ σοβαρά για να τα χρησιμοποιήσω στα έργα μου. Τότε, ό,τι έκανα, ήταν ροζ και γαλάζιο. Το 2014 είχα την τύχη να βρεθώ για μια έκθεση στην Πάρο, στην γκαλερί του Καπετάν Γουζέλη, και αργότερα στην Αντίπαρο, στα γυρίσματα του Suntan. Αυτό το ταξίδι με στιγμάτισε, η θάλασσα, ο ήλιος, η αρχιτεκτονική, οι άνθρωποι. Τότε θυμήθηκα τα «αρνητικά» χρώματα της εργασίας μου στη σχολή, που ήταν τα ίδια: μπλε, λευκό, μαύρο, χρυσό και γκρι. Αποφάσισα να τα χρησιμοποιώ και στους καμβάδες μου. Όταν ήμουν στη Γερμανία, το αίσθημα της νοσταλγίας για την Ελλάδα ήταν μεγάλο. Διάβαζα Ελύτη, άκουγα Χατζιδάκι και έβλεπα ταινίες του Βούλγαρη – ένιωσα την ξενιτιά που ειρωνευόμουν, γιατί δεν νιώθω καν Έλληνας. Με εκνεύριζε που εγώ ήμουν στη Φρανκφούρτη και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Στην Ελλάδα άλλαζαν όλα κι εγώ ήμουν κολλημένος εκεί. Τότε αφοσιώθηκα σε αυτήν τη σειρά έργων που είναι αφιερωμένη στα ελληνικά χρώματα. Οι φίλοι μου στην αρχή με έκραξαν και μου είπαν πως μοιάζουν με χρυσαυγίτικα, αλλά δεν είχα καμία τέτοια διάθεση, μάλλον το αντίθετο. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, δοκίμασα να πάρω φωτογραφίες από τα έργα που είχα κάνει με τα ελληνικά χρώματα και να τις μετατρέψω σε αρνητικά, έτσι, από περιέργεια, για να δω τι άλλο μπορούσε να προκύψει. Τα χρώματα απλώς άλλαξαν θέση, χόρεψαν, και το βρήκα εκπληκτικό αυτό: το μαύρο άλλαξε θέση με το λευκό, το χρυσό με το μπλε και το γκρι έμεινε ουδέτερο, στη θέση του. Από τότε έχω κολλήσει με αυτή την παλέτα. Ονόμασα τη συγκεκριμένη σειρά έργων «Ηλεκτρονικές Κυκλάδες» στα γαλλικά και θα την παρουσιάσω στην γκαλερί «Δυο Χωριά» στις 24 Ιουνίου.
- Μου αρέσουν τα ζωάκια, ο έρωτας, ο Boy, ο Larry Gus και το καλό φαγητό. Μου αρέσει η δουλειά του ΝΑR, της Ραλλούς, του Αντωνάκη Χριστοδούλου, του Βαρελά, του Ser, του ΟPIUM, του N_grams και πολλών άλλων. Επίσης, ο Matthew Barney, ο Djimon Guimaraes και ο David Shillinglaw. Με φοβίζουν η μοναξιά, η πείνα και η ταχύτητα. Φοβάμαι την ταχύτητα, αποφεύγω τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια. Με εκνευρίζουν τα πάντα, αλλά προσπαθώ να μη δίνω σημασία. Η ουρά στο σούπερ-μάρκετ, οι τσίχλες στο πεζοδρόμιο, η μυωπία μου. Μη μιλήσω για τους πολιτικούς και την κατάσταση στην Ευρώπη, θα γίνω βαρετός. Μου αρέσει πολύ η δουλειά, εκνευρίζομαι με την τεμπελιά, ξυπνάω νωρίς και δεν πηγαίνω για καφέδες και τέτοια. Όταν δεν δουλεύω, κάνω πράγματα που έχουν σχέση με τη δουλειά, έρευνα, διάβασμα, εκθέσεις, στέλνω mails και πάλι απ' την αρχή.
- Ο έρωτας για μένα είναι κάτι καταλυτικό, είναι η έμπνευσή μου. Τον ζω πολύ δυνατά, ίσως είναι η αδυναμία μου. Έχω κάνει έναν τρελό γάμο από έρωτα. Το Vicky Cristina Barcelona δεν ήταν τίποτα μπροστά του. Ίσως, αν δεν είχαμε παντρευτεί, να ήμασταν καλύτερα. Τώρα είμαστε σε διάσταση. John και Υοκο.
- Αυτήν τη στιγμή οι άνθρωποι δίνουν περισσότερη σημασία στην τέχνη παρά ποτέ, αν και βομβαρδιζόμαστε από εικόνες καθημερινά και τίποτα δεν μας εντυπωσιάζει εύκολα. Δεν ξέρω αν ζούμε έναν μεσαίωνα ή μια αναγέννηση, αλλά έχει μεγάλο ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει γενικά στον κόσμο. Ζηλεύω τα πάντα, σε όποια έκθεση κι αν πάω, λέω από μέσα μου: «Γαμώτο, γιατί δεν το έκανα εγώ αυτό πρώτος;». Περνάω μια φάση που μου αρέσουν όλα. Το ενδιαφέρον για την ελληνική street art είναι ξεκάθαρα λόγω της κρίσης. Αλλά μην την αδικούμε, είναι αξιοθαύμαστη η ποσότητα και ίσως η ποιότητα των έργων. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα για ένα αθηναϊκό στυλ. Πολύ δυνατός είναι ο ΙΝΟ.
- Δεν υπάρχει ελπίδα όσο δεν σεβόμαστε τη φύση. Ο άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο ζώο και πάντα κατασπαράζαμε ο ένας τον άλλον. Αλλά αν δεν σεβαστούμε τη φύση, θα γυρίσει και θα μας φάει εκείνη πρώτη. Είμαστε τυχεροί που δεν έχουμε ρίζες σαν τα δέντρα και μπορούμε να φεύγουμε απ' τη δυστυχία, αλλά κάποια μέρα δεν θα έχουμε πού να πάμε.
- Έχω εκθέσει, χωρίς να το καταλάβω, σε πολύ σημαντικούς χώρους, στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, στο Μουσείο Μπενάκη, έχω γίνει εξώφυλλο στους «Νew Υork Τimes». Αν έλεγα πως δεν έχει εκπληρωθεί εν μέρει το όνειρό μου, θα ήμουν αχάριστος, αλλά πίσω από όλα αυτά κρύβεται πολλή δουλειά και πολλές θυσίες. Τα όνειρα, όταν γίνονται πραγματικότητα, δεν είναι πια όνειρα και πρέπει να κάνεις κι άλλα. Η ματαιοδοξία μου, τουλάχιστον, έχει τραφεί αρκετά. Το θέμα είναι πώς θα γεμίζει το στομάχι.
Ιnfo
Η πρώτη ατομική έκθεση του Κακάο Ροκς «Ηλεκτρονικές Κυκλάδες - Les Cyclades Electroniques» ξεκινάει στις 24 Ιουνίου στην γκαλερί «Δυο Χωριά» στη Μύκονο.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.