Η οικογένειά μου είναι από τη Λάρισα. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα πολύ ευτυχισμένα. Όλο παιχνίδι, πάντα με ένα λάστιχο στη μέση, ποδόσφαιρο με τα αγόρια στις αλάνες, στις ξένες αυλές, να κλέβουμε φρούτα από τα δέντρα, ένα αγοροκόριτσο. Δεν διάβαζα ποτέ, παρόλο που η μητέρα μου ήταν δασκάλα. Ζούσα με τις θείες της, εκείνη έλειπε πάντοτε στα χωριά όπου ήταν διορισμένη κι ερχόταν μια φορά στους δύο μήνες. Έτσι έγινε, άλλωστε, και με έκανε στην Καρδίτσα. Ο πατέρας μου, πριν από τον πόλεμο, ήταν ενωμοτάρχης και τα παράτησε όταν μπήκε στην Αντίσταση και στο ΕΑΜ με τον Βελουχιώτη. Μια εικόνα που έχω ως παιδί είναι να έρχεται με το άλογό του, να τρέχω καταπάνω του, να με αρπάζει και να με ανεβάζει επάνω στη σέλα. Έζησα όλη εκείνη την εποχή, μέχρι και το '49 που γινόντουσαν μάχες με τους αντάρτες. Θυμάμαι έναν λεβέντη που τον είχαν σκοτώσει μαζί με άλλους και τον έστησαν για παραδειγματισμό μπροστά στο σπίτι του – έλειπε το μισό του κρανίο. Μεγάλη τρομοκρατία. Ένα βράδυ, σε ένα χωριό όπου ήμουν με τη μάνα μου, ήρθε μια ομάδα και την έσπασαν στο ξύλο.
Μια φορά με βλέπει η Μαλβίνα κι έρχεται κατευθείαν επάνω μου,
φωνάζοντας "Ευδοκία, αγάπη μου"! Είχε εκείνο το "Παναγιά μου" στις εκπομπές της. Πάρα πολλοί με πλησίαζαν, ακόμα και άνθρωποι που δεν φανταζόσουν ότι θα είχαν δει την "Ευδοκία", και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είχα κάνει κάτι σημαντικό, που κόλλησε η φωνή έτσι.
• Γύρω μας ήταν στρατώνες και καφενεδάκια όπου ακούγανε όλο ρεμπέτικα. Με αυτά γαλουχήθηκα και αργότερα, που αγοράσαμε ένα ραδιοφωνάκι, άκουγα τη Βέμπο και τον Σογιούλ. Εμένα με ενδιέφερε να βγω στον κινηματογράφο, να γίνω ηθοποιός. Πήρα τις πληροφορίες μου από τον Γκουσγκούνη –αδελφό του γνωστού–, που είχε το μεγαλύτερο φωτογραφείο της Λάρισας. Μου έδωσε το τηλέφωνο του Χρυσόστομου Λιάμπου, σκηνοθέτη αργότερα πορνό ταινιών. Πήγα, τον βρήκα και με πήγε στην κινηματογραφική σχολή «Σταυρόπουλου», που είχε και δραματική. Είχα κατέβει στην Αθήνα να δώσω για φιλόλογος και στη Γυμναστική Ακαδημία. Όταν ανακοίνωσα στους δικούς μου ότι θα πάω σε δραματική σχολή, ο πατέρας μου δεν έφερε αντίρρηση. Αυτό έγινε αιτία να σκοτωθούν με τη μάνα μου, η οποία θεωρούσε ντροπή να γίνει η κόρη της θεατρίνα. Τελικά, το πήρε απόφαση, πήρε μετάθεση και κατέβηκε κι αυτή στην Αθήνα, μαζί με τα δυο μου αδέλφια.
• Αποφάσισα να φύγω από τη σχολή «Σταυρόπουλου» και να δώσω εξετάσεις στου Ροντήρη. Πήγα με παρτενέρ τον Γιώργο Διαλεγμένο. Πέρασα κι έμεινα με τον Ροντήρη τέσσερα χρόνια. Παίξαμε σε όλα τα αρχαία θέατρα, της Δωδώνης, της Θάσου, της Δημητριάδος. Ήταν τα ωραιότερα και πιο ξένοιαστα χρόνια της ζωής μου. Ακολούθησα την παγκόσμια περιοδεία με το Πειραϊκό Θέατρο με αρχαίες τραγωδίες, κατά τη διάρκεια της οποίας ζήσαμε ανεπανάληπτες δόξες. Μόνο στο Βερολίνο κάναμε 40 αυλαίες, στην Πορτογαλία οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα πέταξαν τις μπέρτες τους στον αέρα – εκεί, 20 χρονών, έδωσα τα περισσότερα αυτόγραφα της ζωής μου. Στη Ρωσία με εντυπωσίασε η γαλήνη. Στα λεωφορεία διάβαζαν όλοι από ένα βιβλίο. Συνδέθηκα με την οικογένεια της Μαργαρίτας Ζορμπαλά. Κάποιος μου είχε δώσει να τους πάω κάτι και επί έναν μήνα περνούσα κάθε μέρα σπίτι τους. Έμεναν σε δύο δωμάτια, ενώ ο Αρμπούζοφ, ο οποίος μας δεξιώθηκε, είχε βίλα. Τότε γνώρισα την Ουλάνοβα και τον Τσερκάσοφ. Στη Ρουμανία κόλλησα με τον Λουντέμη και την Έλλη Αλεξίου. Συνάντησα και τον Ερμή Πριόβολο, πρωτοπαλίκαρο του Βελουχιώτη. Στο Λος Άντζελες πήγαμε στο σπίτι του Σκούρα. Η χλιδή της Αμερικής ήταν κάτι ασύλληπτο για μας. Όλα μου φαινόντουσαν εξωπραγματικά, η Κόκα-Κόλα, τα μηχανήματα, η Ντίσνεϊλαντ, τα μεγάλα στούντιο. Στη Νέα Υόρκη παρέθεσαν δεξίωση προς τιμή μας οι θεατρικοί συγγραφείς. Ήταν εκεί ο Καζάν, ο Άρθουρ Μίλερ – όλοι πήγαν να τους μιλήσουν κι εγώ καθόμουν και κοίταζα έναν νόστιμο δίπλα μου. Στην Ολλανδία μας δεξιώθηκε η βασίλισα Τζουλιάνα, στην Άγκυρα ο Ινονού.
• Από κοκεταρίες στην αρχή δεν ήξερα. Φορούσα κάτι αντρικά παπούτσια με πέταλα που έκαναν θόρυβο. Πήγαινα με φίλους μου σε ένα ταβερνάκι στη Φυλής και μου ζητούσαν να τραγουδάω. Κάθε βράδυ ένα γεροντάκι, φεύγοντας, μου έδινε κάτι χαρτιά. Ήταν ο Σκαρίμπας και μου χάριζε τα ποιήματά του. Δεν τα διάβασα ποτέ, τα πέταξα. Όπως και με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, στην οποία με πήγαινε ο Τάσος Σχορέλης, που αναβίωσε το ρεμπέτικο. Μου έδωσε τρία της τραγούδια και δεν τα κράτησα. Δεν ήξερα τη σημασία της, εμένα μου άρεσε ως άνθρωπος.
• Ερωτικά σκιρτήματα είχα από τα 17 μου, που είχα καψουρευτεί έναν εύελπι. Τον καιρό της σχολής έκανα παρέα με τον Τάκη Κανελλόπουλο, που ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Ήρθαν με τον Κούνδουρο στη Λάρισα και βγήκαν με τον πατέρα μου για να τους πει ιστορίες από τον Εμφύλιο. Αργότερα ερωτεύτηκα τον Νικολινάκο και πήγαινα στο ατελιέ του με τις ώρες. Κατά καιρούς ερωτευόμουν διάφορους, μέχρι που γνώρισα τον πρώτο μεγάλο μου έρωτα, τον Νότη Περγιάλη.
Η ζωή μου όλη ήταν ένα χύμα, εκτός από τα τελευταία χρόνια που είχα συγκροτηθεί. Άφησα και πέρασαν από δίπλα πολύ σημαντικοί άνθρωποι χωρίς να τους αγγίξω, όπως και πολλά σημαντικά πράγματα, χωρίς να τα αγγίξω.
• Ο Ροντήρης επρόκειτο να ανεβάσει τις Τρωάδες κι εγώ θα έπαιζα την Κασσάνδρα. Όμως, εγώ ερωτεύτηκα τον Γιώργο Λευτεριώτη, πρωταγωνιστή του Μουσούρη τότε. Παρατάω την ωραιότερη περιοδεία που έκανε ο Ροντήρης, εκείνη της Λατινικής Αμερικής, και ακολουθώ τον Λευτεριώτη σε τουρνέ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, παντρευόμαστε, σε έναν μήνα τσακωνόμαστε και διαλύουμε τον γάμο. Φεύγω με τη Βίλμα Κύρου και το Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται στη Θεσσαλονίκη. Τεράστια επιτυχία! Μια μέρα μου λέει η Γώγου, που ήταν κι αυτή στον θίασο, ότι θα πάμε σε μια ταβέρνα να δούμε τον Θεοδωράκη. Κάθισα με την Κατερίνα και όλο το κομμουνιστικό κόμμα και τραγουδούσαμε. Μου λέει ο Θεοδωράκης: «Ελένη, με ενδιαφέρει πολύ μια λαϊκή φωνή σαν τη δική σου. Όταν έρθεις στην Αθήνα, έλα να με βρεις». Κατεβαίνουμε και, παρόλο που δεν με ενδιέφερε, επειδή ήμουν σεκλετισμένη με τον χωρισμό μου, τον πήρα. Μου ζητάει να παρουσιάσω μια συναυλία του στο γήπεδο της ΑΕΚ και στην αμέσως επομένη θα με έβαζε να τραγουδήσω. Εγώ η κακομοίρα δεν ήξερα να τραγουδάω. Ούτε ότι υπάρχει εισαγωγή, ούτε ότι υπάρχουν ενδιάμεσα. Ήξερα το τραγούδι όπως το τραγουδούσα, έτσι, αυθόρμητα. Τραγουδάω και είμαι για φτύσιμο. Ήταν μαζί ο Μπιθικώτσης και ο Μητροπάνος. Μου αλλάζει τραγούδι, αλλά σωστή ήμουν μόνο στα «Περιβόλια» κι έτσι με πήρε στην Κύπρο. Εκεί ήμουν καλή.
• Γίνεται δικτατορία, και κάνω αρπαχτές σε επιθεωρήσεις με τον Χατζηχρήστο, τη Βασιλειάδου και τον Μανέλη. Ήμουν ήδη στην παρέα του Μάνου Λοΐζου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Λεοντή, του Γλέζου. Ήταν τότε που ο Σχορέλης οργάνωνε συναυλίες με τον Βαμβακάρη και με πήρε να τραγουδάω μαζί του. Συνδέθηκα πολύ με τον Βαμβακάρη και την οικογένεια του. Μετά τραγούδησα με τον Μητσάκη. Υπέροχος και φίνος άνθρωπος, λαϊκός και αριστοκράτης. Δούλεψα και με τον Παπαϊωάννου που με πήγε στο λιμάνι και μου γνώρισε τον καπετάν-Ζέππο.
• Άρχισα να τραγουδάω σε μπουάτ της Πλάκας. Με βάζει ο Λοΐζος να τραγουδήσω στο φιλμ Τρούμπα '67 το «Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες». Έγινε τέτοια επιτυχία, που με ζητούσαν σε όλες τις εκπομπές. Πήγαινα, αλλά δεν ξεχνούσα ότι ήμουν από αριστερή οικογένεια. Ένας φίλος με ρώτησε «γιατί δεν πας να τραγουδήσεις στα μπουζούκια;» και με πήγε στα Δειλινά. Μπιθικώτσης, Μοσχολιού, Κόκοτας, Χριστάκης, και προστέθηκα κι εγώ που δεν ήμουν καν τραγουδίστρια. Ήμουν ένα χυμώδες κι ωραίο κορίτσι. Καθόμουν στο πάλκο, δίπλα στον Νίκο Ξανθόπουλο και στη Μοσχολιού, από τις 10:00 μέχρι το ξημέρωμα. Εκεί με είδε ο Λαμπρόπουλος της Κολούμπια και κάναμε τον πρώτο μου δίσκο με τον Μούτση και τον Γκάτσο. Όλο εκείνο το σχήμα από τα Δειλινά μεταφέρθηκε στο 13, που το χρηματοδοτούσε ο Καρέλλας. Το τι γινόταν κάθε βράδυ δεν λέγεται! Όλη η υψηλή κοινωνία εκεί μαζευόταν. Μου έδιναν 300 δραχμές τη βραδιά, όταν στο θέατρο έπαιρνα 2.700 τον μήνα. Δεν ήξερα τι να κάνω τόσα λεφτά και πήγα κι αγόρασα μια τηλεόραση Urania. Σε έναν χρόνο μου το έκαναν 1.000 τη βραδιά. Έρχεται ο Τσιτσάνης και με ζητάει. Έπεσαν όλοι να με αποτρέψουν, μου έλεγαν «δεν είναι δυνατόν να πας με αυτόν». Μόλις με είχαν στείλει στον Άκη Πάνου να κάνω δίσκο μαζί του. Ήθελα τόσο πολύ να πάω με τον Τσιτσάνη, που έσπασα το συμβόλαιο. Πάμε στην αρχή στα Χρυσά Κλειδιά, ήταν και η Ρίτα Σακελλαρίου, αλλά καταλήξαμε στου Μενιδιάτη, στις Τρεις Γέφυρες, και έγινε χαμός. Άλλοι ερχόντουσαν για τον Τσιτσάνη και τα καψούρια για μένα. Είχα μεγάλο σουξέ τότε. Μετά καλόμαθα στα μεγάλα φώτα και πήγα στο Ντάμπα Ντούμπα, στις Τζιτζιφιές, με Παπαϊωάννου, Βοσκόπουλο και Μενιδιάτη.
• Μου άρεσε η ζωή, οι φίλοι, οι εφοπλιστές, η χλιδή, τα δώρα, ξέχασα την κουλτούρα και το θέατρο. Ήταν χούντα και τραγουδούσα όπου μου έλεγαν να πάω. Ερχόντουσαν και με έπαιρναν με το περιπολικό και τρέχαμε σφυρίζοντας για να προλάβουμε όλες τους χορούς σε μια νύχτα. Από την εκπομπή του στρατού, στον χορό της αστυνομίας, στον χορό του χωριού του τάδε διοικητή, και πάει λέγοντας. Όλοι οι τραγουδιστές που δήλωσαν μετά αντιστασιακοί ήταν μέσα στο σύστημα.
• Μου λέει ο Λοΐζος «έλα να δοκιμάσεις κάτι». Πηγαίνω σε ένα υπόγειο στούντιο στην Ομήρου και μου συστήνει τον Δαμιανό. Είχα δουλέψει στο Δέκα μικροί νέγροι στο Πορεία και τον ήξερα λίγο. Μου δίνει το κείμενο σε ένα τετράδιο με τα λόγια μιας ταινίας που άρχισαν να την παίζουν στην οθόνη κομμάτι-κομμάτι. Έλεγα τα λόγια κι έβλεπα ένα νέο κορίτσι που μιλούσε εγγλέζικα. Είχαν περάσει πολλές, αλλά δεν ταίριαζε η φωνή τους και ο Μάνος είχε σκεφτεί εμένα. Ιδιαίτερες οδηγίες δεν μου 'δωσε ο Δαμιανός. Ήταν ικανοποιημένος με αυτό που έκανα, που εμένα μου βγήκε αυθόρμητα. Όλα τελείωσαν σε μια ημέρα. Την Ευδοκία την είδα στον κινηματογράφο – μου άρεσε ως ταινία πάρα πολύ. Δεν καταλάβαινα ότι ήταν η δικιά μου φωνή, νόμιζα ότι ήταν της κοπέλας, το έβλεπα πια σαν ρόλο. Δεν έβλεπα τη φωνή, απλώς ότι δάνεισα τη φωνή μου. Πήρε βραβείο στη Θεσσαλονίκη και πολύ αργότερα σκέφτηκα, «δεν έπρεπε να πάρω το μισό βραβείο;».
• Γνωρίστηκα καλύτερα με τον Δαμιανό και πήγα πολλές φορές στο σπίτι του. Μου φερόταν με πολλή τρυφερότητα και ευγένεια. Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος και στενοχωρήθηκα πάρα πολύ όταν έκανε τον Ηνίοχο και μας κάλεσε να το δούμε, αλλά εκείνος, άρρωστος πια, δεν καταλάβαινε τι έβλεπε. Ήταν κάτι τραγικό. Μια φορά στη Φαντασία με βλέπει η Μαλβίνα κι έρχεται κατευθείαν επάνω μου, φωνάζοντας «Ευδοκία, αγάπη μου»! Είχε τη φωνή στις εκπομπές της. Πάρα πολλοί με πλησίαζαν, ακόμα και άνθρωποι που δεν το φανταζόσουν ότι θα είχαν δει την Ευδοκία, και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είχα κάνει κάτι σημαντικό, που κόλλησε η φωνή έτσι. Ο ίδιος ο Δαμιανός είπε ότι 30% της επιτυχίας της ταινίας οφείλεται στη φωνή της Ελένης Ροδά. Δεν το πληρώθηκα ούτε μια δραχμή.
• Από το '75 και πέρα αρχίζουμε να τραγουδάμε ηλίθια τραγούδια. Τότε παντρεύτηκα κι έκανα τον γιο μου. Έτσι κοίταξα περισσότερο το παιδί, να τον κάνω έναν καλό άνθρωπο. Είχαν περάσει πολλά λεφτά από τα χέρια μου, τα σκόρπισα και πια δεν ήταν οι εποχές των παχιών αγελάδων. Με τη Μεταπολίτευση ήρθαν τα πάνω-κάτω. Βγήκαν νέοι τραγουδιστές, νέοι επιχειρηματίες, και το 1998 αναγκάστηκα να ανοίξω δικό μου μαγαζί. Από αυτό ζήσαμε όλες οι οικογένειες που εργαζόμασταν εκεί μέσα όσο κράτησε. Κάτω μπετόν, πλαστικές καρέκλες, ανοίγαμε ομπρέλες στη βροχή, δεν βγάζαμε τα αποκριάτικα και τα χριστουγεννιάτικα, πατσαβούρια στις τρύπες, μια σόμπα στη μέση. Περνούσαμε ωραία, τραγουδούσαμε, λέγαμε ανέκδοτα. Ερχόντουσαν όλοι, ο Κοπελούζος, ο Βαρδινογιάννης –περίμεναν απέξω οι σωματοφύλακες–, ο Σαββόπουλος, ο Ζουγανέλης, ο Άγγελος ο Παπαδημητρίου, μουσικοί, όλη η κουλτούρα της Αθήνας, μέχρι και ο Μπρικνέρ ήρθε. Κράτησε έξι χρόνια και μετά άνοιξα το δεύτερο, πιο περιποιημένο.
• Η ζωή μου όλη ήταν ένα χύμα, εκτός από τα τελευταία χρόνια που είχα συγκροτηθεί. Άφησα και πέρασαν από δίπλα πολύ σημαντικοί άνθρωποι χωρίς να τους αγγίξω, όπως και πολλά σημαντικά πράγματα, χωρίς να τα αγγίξω. Είχα μέσα μου κατάλοιπα της πουριτανικής κοινωνίας της επαρχίας που δεν με αφήναν να εξωτερικευτώ και να δημιουργήσω πράγματα, να πετάξω, να πάω κάπου αλλού. Ήμουν καλή διασκεδάστρια, μια καλή τραγουδίστρια, αλλά δεν ήμουν αυτή που θα καθήλωνα τον κόσμο. Εγώ ήμουν για να τον ξεσηκώνω. Με έπαιρναν για την εμφάνισή μου. Είχα πολλά καψούρια, αφάνταστα ερωτευμένους μαζί μου. Αλλά δεν είχα καταλάβει ούτε τη σημασία της δισκογραφίας κι έχασα φανταστικά τραγούδια που μου πρότειναν κι έγιναν επιτυχίες. Τώρα έχει ωριμάσει η φωνή μου και μπορώ να εκφραστώ καλύτερα. Δυστυχώς, έφυγε έτσι η ζωή μου σαν νεράκι, χωρίς να αξιοποιήσω αυτά που θα μπορούσα να κάνω. Αυτό ήταν η ζωή μου, χύμα.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO το Νοέμβριο του 2014