Aπό τον Δημήτρη Καραίσκο
Το αεροπλάνο έφυγε από το Λονδίνο απόγευμα. Πέρασε πάνω από τα παράλια της Νότιας Αγγλίας, άρχισε να κατρακυλάει στην εύρωστη ενδοχώρα της Γαλλίας και πριν το καταλάβω ήταν πάνω από τον διάδρομο προσγείωσης του Πόρτο, με τον Ατλαντικό να απλώνεται απέραντος στα αριστερά.
Έκλεψα φευγαλέα από το παράθυρο εικόνες σινεμασκόπ μέσα σε ασημένιο
και πορτοκαλί φίλτρο: ο ήλιος κατηφόριζε προς τη θάλασσα ενώ
ατέλειωτες, τέλειες γραμμές από κύματα έσκαγαν πάνω στην ακτή. Μου 'ρθε στο νου η πιο όμορφη προσγείωση στον κοσμό: αυτή στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Στο τραίνο πήγα να πιω νερό και μου γλίστρησε το μπουκάλι από το χέρι, κάνοντας μούσκεμα το παντελόνι μου που τώρα έμοιαζε με κατουρημένο. "Πω ρε πούστη μου" σιχτίρισα ελληνοπρεπώς. Ο ελεγκτής των εισιτηρίων, ένας μικροκαμωμένος κύριος με μουστακάκι με κοίταξε και γέλασε. Γέλασα κι εγώ. Στον επόμενο σταθμό ρώτησα έναν υπάλληλο αν μιλάει αγγλικά και χαμογελώντας είπε "λίγα". Μου εξήγησε που να αλλάξω τραίνο γελώντας με τα ίδια του τα αγγλικά. Γελάγαμε μαζί. Συνεννοηθήκαμε. Πήγε πιο κει και άναψε τσιγάρο. Στο επόμενο τραίνο ένας άλλος υπάλληλος βγήκε δυο
σταθμούς πιο κάτω και άναψε κι αυτός τσιγάρο.
Που ήμουν; Στην Ελλάδα; Ή αγγλοσαξονική τυπολατρεία που είχα συνηθίσει
τις προηγούμενες μέρες στο Λονδίνο είχε πάει περίπατο. Όλοι κάπνιζαν,
φώναζαν, γέλαγαν δυνατά. Αλλά αυτό που έμοιαζε να λείπει περισσότερο δεν ήταν η αγγλική τυπολατρεία, αλλά η Νεοελληνική ξινίλα. Όσοι άνθρωποι είχα συναντήσει μέχρι στιγμής ήταν ανοιχτοί, γελαστοί, φιλικοί.
Σε λίγα λεπτά ανέβαινα κάποιες κυλιόμενες σκάλες και ήμουν στο δρόμο. Στην πραγματικότητα. Όχι σε κανένα τραίνο ούτε σε κανένα αεροπλάνο. Από τα κουτιά μαζικής μεταφοράς στον παλμό της αληθινής αστικής ζωής. Και για άλλη μια φορά η ίδια, απαράλλαχτη αίσθηση, που τόσες φορές την έχω ξανανιώσει όταν πηγαίνω σε νέα μέρη: η μελαγχολική και συναρπαστική διαπίστωση ότι εκεί υπάρχει μια ζωή που εγώ δε ξέρω.
Μια ζωή που δε με χρειάζεται και δε δίνει δεκάρα για μένα. Μια ζωή που μου είναι μυστική, και μόνο από τις φωνές των περαστικών δίπλα μου, τα
αρώματα τους, τις χροιές των φωνών τους, τις φευγαλέες ματιές που
ρίχνω στην είσοδο ενός σπιτιού όταν ανοίγει για να βγει ένας ένοικος ή
τα φωτισμένα παράθυρα στα διαμερίσματα μπορώ να μαντέψω πως μπορεί να είναι. Τα φωτισμένα παράθυρα στα ημιδιαλυμένα παράθυρα των όμορφων αυτών αρτ ντεκό και μεσοπολεμικών κατοικιών που κοσμούν σε αμέτρητους αριθμούς τους δρόμους αυτής της πόλης. Παρηκμασμένα παλάτια που 'χουν στο ισόγειο ξεθωριασμένα μικρά μαγαζιά.
Μαγαζιά με ανατομικά παπούτσια, ιατρικά είδη, σχολικά, κορνιζάδικα, παλαιοβιβλιοπωλεία, παιδικά ρούχα μέσα σε καλάθια. Εικόνες που σε πάνε πίσω στις επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας στη δεκαετία του '80, όταν οι γιαγιάδες από τις γειτονιές παίρναν απ' τα καλάθια των καταστημάτων "νεωτερισμών" σώβρακα Μινέρβα για τα εγγονάκια τους, οι γέροι στήνανε παρτίδες τάβλι σε καρέκλες στο δρόμο έξω από την είσοδο του σπιτιού τους κι οι πιτσιρικάδες αγόραζαν χαρτάκια Πανίνι από το ψιλικατζίδικο.
Οι γραμμές ενός τραμ όργωναν μια μεγάλη ανηφορική οδό που λεγόταν Τριακοστής Πρώτης Ιανουαρίου. Στο τέρμα της ανηφόρας όλα αλλάζανε. O δρόμος κατέληγε σε μια πλατεία με μια μεγάλη παλιά εκκλησία, που 'χε μια πρόσοψη διάστικτη από πορσελάνινα γαλάζια και άσπρα πλακάκια. Δεν ήταν τόσο σαν πλατεία, παρά σαν ξέφωτο, σαν μια γωνιά μέσα στην πόλη, που ενώ τίποτα δεν την έκανε να μοιάζει σημαντική (ελάχιστος κόσμος στο δρόμο, τίποτα φανταχτερό), κι όμως ήταν από αυτές τις γωνιές που χουν οι πόλεις όπου έχεις την αίσθηση πως κάτι συμβαίνει, σαν ένα γεγονός να είναι εν εξελίξει, κι όμως, τίποτα απολύτως δε συμβαίνει.
Εκεί ένοιωσα πως ακόμα και τίποτα άλλο να μην έβλεπα μετά απο αυτήν τη γωνιά της πόλης, θα έλεγα μέσα μου "είδα το Πόρτο". Μόνο και μόνο επειδή με χτύπησε κατακούτελα η ψυχή αυτής της πλατείας. Ρώτησα τι σημαίνει το όνομα της. "Πλατεία Πολέμου" μου είπαν.
Μπήκα σ' ένα καφενείο στη γωνία που ήταν γεμάτο με γέρους, πρεζάκια
και επιστήμονες του ποδοσφαίρου κι ήπια έναν εσπρέσο για εβδομήντα λεπτά που θα έκανε αυτούς στην Αθήνα που τον πουλάνε για τρία και τέσσερα ευρώ να ντρέπονται. Κάπνιζα και ήπια τον καφέ λες και ήταν νερό. Παρήγγειλα δεύτερο. Ήμουν ευτυχισμένος.
Τα πρεζάκια όταν έφυγα μάζεψαν τις γόπες μου. Οι ταρίφες, στην παραδίπλα πιάτσα, γελώντας με τα αγγλικά τους μου είπανε που είναι ο δρόμος του ξενοδοχείου μου. "Oμπριγάδο", είπα, ευχαριστώντας τους. Μια από τις πέντε λέξεις που ήξερα στα Πορτογαλέζικα. Μου άρεσε πολύ αυτή η λέξη. Όχι μόνο γιατί ακουγόταν ευγενική κι εξωτική μαζί, αλλά κυρίως επειδή τις αμέτρητες φορές που την είπα τις τρεις μέρες που έμεινα στο Πόρτο, κάθε φορά, μα κάθε φορά, ο παραλήπτης αυτού του εξωτικού ευχαριστώ ανταποκρινόταν με χαμόγελο κι ευγένεια.
Η περιοχή του μικρού ξενοδοχείου που είχα κλείσει από το ίντερνετ ήταν
σαν ένας στοιχειωμένος Σταθμός Λαρίσης που τον είχες ανακατέψει με τον
Κεραμεικό. Κλειστά σπίτια, αμπαρωμένα. Παλιές αποθήκες από το
μεσοπόλεμο. Πορτοκαλί φώτα – όλα στο Πόρτο ήταν το βράδυ φωτισμένα
πορτοκαλί.
Ανέβηκα τις σκάλες που έτριζαν. Ο μουστακαλής νάνος κρυβόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. Έβλεπε μπάλα. Σχεδόν τον ξύπνησα. Με χαμόγελο και χωρίς να μιλάει με πήγε στο δωμάτιο. Παλιό μεγάλο κλειδί, πανύψηλα ταβάνια, ξύλινα παλιά κρεβάτια. Σαν σε ξεφτισμένο μέγαρο στο Ναύπλιο. Ο ακάλυπτος, η πίσω αυλή – εκεί ήταν το ζουμί, εκεί έψαξα να βρω σημάδια ντόπιας καθημερινότητας, εκεί λαχτάρησα να κοιτάξω. Βγήκα στο πίσω μπαλκόνι και ήταν σαν να ξαναβρισκόμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου στη Χαλκίδα στη δεκαετία του '80. Λεμονιές, απλωμένα ρούχα που μυρίζανε πράσινο μήλο, μια τηλεόραση να παίζει δυνατά. Πρέπει να έπαιζε κάποιο talk show, φωνές συζητούσαν, γέλαγαν, και κάθε τόσο άκουγες ομαδικά γέλια και χειροκροτήματα. Από πάνω αστέρια. Γειτονιά, αυλή, γνώριμες μυρωδιές από τα φυτά, τα απλωμένα ρούχα, το χώμα. Πρέπει να είχε βρέξει.
"Που είσαι;" ρώτησα χαμογελώντας τον εαυτό μου. Και εκείνη τη στιγμή ένοιωσα μια συναρπαστική ελευθερία, γιατί ήμουν σε ένα μέρος που έμοιαζε τόσο οικείο, κι όμως ήταν τόσο μακρυά από τις συνέπειες της αμείλικτης καθημερινότητας μου στην Αθήνα.
Το βήμα μου στο δρόμο, τα χέρια μου μέσα στο παλτό, βράδυ, αργά, και
ήμουν κουρασμένος. Αλλά που να μείνω μέσα, με μια ολόκληρη πόλη γύρω
μου, αριστερά και δεξιά μου, βόρεια και νότια, να ξανοίγεται προκλητικά μέσα στα πορτοκαλί της φώτα και τα πέτρινα στενάκια μέχρι κάτω, στο ποτάμι. Τελικά περιπλανήθηκα για ώρες. Με τράβαγαν κάποιοι δρόμοι
σαν μαγνήτες, έπαιρνα στροφές τυχαία αλλά με σιγουριά. Μερικά
περαστικά αμάξια ένοιωθα πως με κοιτάνε. Το ξέρω τι βλέμμα είχα, αυτό
που λέει πως προσπαθώ να μοιάζω κάτοικος της πόλης, αλλά αν με
κοιτάξεις καλά θα το καταλάβεις πως δεν είμαι. Γιατί στα μάτια μου αστράφτει η αδρεναλίνη της ανακάλυψης και το βήμα μου έχει κάτι νευρικό και ενθουσιώδες.
Σύντομα είχα φτάσει μέσα από κατηφόρες γεμάτες σκάλες και στενάκια που θύμιζαν τα Αναφιώτικα προς αυτήν την τεράστια μεταλλική γέφυρα που κρεμόταν αυτοκρατορικά πάνω από τον ποταμό και έμοιαζε να έχει βγει από τις φαντασίες του Ρεϊμόν Ρουσέλ. Την είδα να ξεπροβάλλει στον ουρανό, ανάμεσα από τις στέγες των σπιτιών, στις γειτονιές πάνω στους λόφους που κατεβαίνουν ως το ποτάμι, σαν να είναι κομμάτι του ουρανού, ή σαν να είχες χτίσει μια πλατφόρμα για να περνάνε τρένα μέσα στο βράδυ ανάμεσα από τ' αστέρια.
Στάθηκα από κάτω της και τη σκέφτηκα σε αντιστοιχία με τον μεγάλο αυτό μεταλλικό πύργο στο Παρίσι, ένα άλλο πανέμορφο πράγμα που είχε σχεδιάσει αυτός ο φοβερός τύπος που λεγόταν Άϊφελ. «Ωραίο πορτφόλιο» σκέφτηκα, και φαντάστηκα τον Γουσταύο να πίνει ένα ποτήρι κρασί με τον Ραβέλ στο σπίτι του στο Παρίσι, με τη γέφυρα και τον πύργο να στέκονται σε μεταλλικά μοντελάκια, πιστές μικρογραφίες, σε πολυτελείς γυάλες στο σαλόνι του.
Κάθισα στην πρώτη μπυραρία που βρήκα. "Praça Ribeira" - Η πλατεία του ποταμού. Μια πλατεία γεμάτη πιτσιρίκια, εφήβους, φοιτητές. Κυριακή βράδυ, μεσάνυχτα, και ήταν όλα ολόφωτα και βοερά. Το σέρβις άψογο, το φαγητό φτηνό και γευστικό, η μπύρα στην μισή τιμή από την Αθήνα. Στην απέναντι πλευρά του ποταμού, οι φωτισμένες προσόψεις των κτηρίων καθρεφτίζονταν στο νερό, και κάτι σε πήγαινε στον Εύριπο, στη Χαλκίδα. Πήρα ταξί για το γυρισμό. Μια πολιτική συζήτηση στην τηλεόραση του δωματίου μου. Όλοι μιλάγανε ήρεμα και ο καθένας με τη σειρά του.
Τις επόμενες δυο μέρες είδα στο τοπικό "Μέγαρο Μουσικής¨, την Casa da Musica του Rem Koolhaas, τι σημαίνει να είσαι διεθνές αστέρι του graphic design. Το πρώτο ανοιχτό στο κοινό συνέδριο της AGI (Alliance Graphique Internationale) - μιας ελίτ ομάδας με ελάχιστους, εξαιρετικά διακεκριμένους γραφίστες απ' όλο τον κόσμο - με έκανε να θαυμάσω τους διάσημους σχεδιαστές να λένε μερικά πράγματα ικανά να σε κάνουν να ξανααγαπήσεις τη δουλειά σου (αν τύχαινε να είσαι γραφίστας και να έχεις χάσει κάπως την πίστη σου σε αυτήν) και μετά να φυγαδεύονται απ' τα πλήθη των φοιτητών που θέλαν να τους γνωρίσουν μέσα σε άσπρα βαν που 'χαν πάνω τους το αυστηρό λογότυπο της AGI, λες και ήταν ροκ σταρς.
Το βράδυ αυτής της ημέρας περιπλανήθηκα και πάλι στους δρόμους
θαυμάζοντας και ψάχνοντας τις παλιές εμπορικές επιγραφές της πόλης, που με μεγάλη μου χαρά είδα πως ακόμα υπάρχουν άθικτες σε μεγάλο πλήθος.
Η αναζήτηση μου με πήγε, απ' ότι φάνηκε, και σε μια κακόφημη περιοχή. Βρέθηκα σε ενα αδιέξοδο, σαν μικρή πλατεία, φωτισμένο με μια λάμπα που τρεμόπαιζε. Τα πρεζάκια με κυκλώσανε και μου μίλαγαν μια γλώσσα που δεν ήξερα. Ζήταγαν τσιγάρα. Τους έδωσα όλο το πακέτο. Κάποιος μίλαγε αγγλικά, και του είπα πως είμαι Έλληνας. Ξαφνικά άρχισαν να γελάνε και να λένε διάφορα για το Euro 2004. Χαιρέτησα και τόλμησα να φύγω, και φεύγοντας άκουσα πίσω μου μια φράση που περιείχε τη λέξη "Ομπριγάδο".
Στην επόμενη γωνία άκουσα ένα κρότο. Και μετά έναν άλλον. Χιλιάδες βεγγαλικά. Προσπάθησα να κινηθώ προς την κατεύθυνση του ποταμού.
Βρέθηκα σ' ένα ύψωμα πάνω από την πόλη, πάνω από τις στέγες και το ποτάμι. Ρώτησα ένα ζευγάρι. Ήταν Άγγλοι. Μου είπαν πως εκείνη την μέρα ήταν τα 100 χρόνια Δημοκρατίας στην Πορτογαλία. Οι λάμψεις στον ουρανό ήταν ατέλειωτες. Μια ατέλειωτη χρωματιστή βροχή να πέφτει πάνω από τον ποταμό Ντούρο, σε κάθε χρώμα, σχήμα και παραλλαγή. Σε κάποιο σημείο φάνηκε η μεταλλική αερογέρυφα που εξυπηρετεί πεζούς και ένα τραίνο, ακριβώς πάνω απ'το τόξο της γέφυρας του Άϊφελ. Ήταν γεμάτη πεζούς που θαυμάζαν τα βεγγαλικά, και μοιάζαν σαν μικροσκοπικές μορφές που περπάταγαν μέσα στ' αστέρια.
Το βράδυ ήταν ζεστό, όλοι ήταν έξω. Στα σοκάκια, στα μπαλκόνια, στα παράθυρα. Γιαγιάδες δίπλα σε απλωμένα ρούχα που με κοίταζαν και χαμογελούσαν. Κόσμος που γελούσε. Οι όχθες του ποταμιού γεμάτες κόσμο, τα εστιατόρια, τα καφέ, οι μπυραρίες, γεμάτες ζωή.
Κάθισα να φάω μόνος μου σ' ένα εστιατόριο πάνω από το νερό. Ο ιδιοκτήτης μίλαγε με άψογα Γαλλικά σε δυο ζευγάρια Γάλλων που έτρωγαν στο διπλανό τραπέζι. Μίλαγαν για την Ευρώπη, και κάποια στιγμή αναφέρθηκαν στην Ελλάδα. Γκρίνιαξαν για την Αθήνα και μετά πιάσανε να λένε για τα νησιά, και ανέφεραν και την Τήνο. Δεν άντεξα - τους έπιασα κουβέντα υπερασπιζόμενος την Αθήνα, και μιλώντας τους για το αγαπημένο μου νησί. Τα ξεχασμένα Γαλλικά μου πήραν μπρος με τη βοήθεια του κρασιού. Αυτό το βαρύ κόκκινο κρασί που 'χουν εκεί, που λέγεται Πόρτο. Και σε βαράει κατακούτελα - δεν αστειεύεται.
Την επόμενη μέρα βρέθηκα στο workshop του Javier Mariscal, το οποίο γινόταν στα πλαίσια του συνεδρίου, και για το οποίο είχα αγοράσει συμμετοχή. Είχα χανγκόβερ άλλα δεν έδινα δεκάρα - θα έβλεπα και θα γνώριζα από κοντά ένα από τα είδωλα μου, έναν μεγάλο εικονογράφο από τη Βαρκελώνη. Όμως δεν εμφανίστηκε αυτός. Εμφανίστηκε ο αδερφός του, συνεργάτης του στο "Chico & Rita". Μας ειπε πως ο Χαβιέ αδυνατούσε να έρθει γιατι αρρώστησε. Κι όμως το εργαστήρι ήταν πολύ ενδιαφέρον, και επιπλέον εκεί γνώρισα τρεις νέους Πορτογάλους γραφίστες.
Ο ένας, ο Μιγκέλ, που το δημιουργικό του γραφείο ειδικευόταν στο σχεδιασμό ετικετών για μπουκάλια ντόπιων κρασιών, είχε ανοίξει μια σχολή surf σε μια παραλία που ήταν δέκα λεπτά δρόμο από το κέντρο της Πόλης, το Μatosinhos. Mε κάλεσε την επόμενη μέρα το πρωί να τον βρω εκεί να σερφάρουμε.
Το απόγευμα, επηρεασμένος από την πρόσκληση του Μιγκέλ, έπιασα να περπατάω μια κεντρική λεωφόρο που ξεκινούσε απο την Casa da Musica και σε πήγαινε καρφί στον Ατλαντικό. Έβαλα σκοπό να φτάσω στη θάλασσα. Οι επιγραφές όμως μου τράβηξαν πάλι την προσοχή.
Μπλέχτηκα σε ενα ιστό απο δρόμους που με κάναν να νομίζω πως είμαι στην Αθήνα. Εισόδοι πολυκατοικιών και σκηνές στο δρόμο αμιγώς Αθηναϊκές.
Ένας ηλικιωμένος κύριος, που περίμενε στη στάση ενός λεωφορείου, ήταν σαν να βρισκόταν στην οδό Πατησίων.
Ενω περιπλανιόμουν μεταξύ πόλης και ακτής, ο ήλιος έδυσε μέσα στη θάλασσα, ένα χιλιόμετρο παρακάτω, και εγώ επέστρεψα στο κέντρο και μετά στο δωμάτιο μου εξαντλημένος. Δεν έφτασα ποτέ στην ακτή, όπως δεν έφτασα ούτε την επομενη, στο κάλεσμα του Μιγκέλ. "Επικίνδυνα ρεύματα" έκαναν το σερφάρισμα αδύνατο αυτές επόμενες μέρες.
Την τελευταία μέρα την ξεκίνησα ξοδεύοντας ώρες σ'ενα τυχαίο συνοικιακό δρόμο που λεγόταν "Rua do Rosario".
Έναν ατέλειωτο δρόμο, στενό, που τον δονούσε ζωογόνα ή απλή, αληθινή, καθημερινή ζωή του Πόρτο. Ένα δρόμο που ήταν γεμάτος μανάβικα με παπούδες να αγοράζουν ζαρζαβατικά, ψιλικατζίδικα που έμοιαζαν λες και τα έχεις ξεκολλήσει απ' το Παγκράτι να πουλάνε από παιδικά παιχνίδια ως κουμπιά και κλωστές που αγοράζαν οι γιαγιάδες, και αμέτρητα σπίτια με πανέμορφες πόρτες.
Πόρτες που η κάθε μια είχε διαφορετικό υπέρθυρο, συνήθως φτιαγμένο με αυτά τα τυπικά κεραμικά πλακάκια του Πόρτο, τα "azulejos".
Την μέρα την τελείωσα σε μια πλατεία, επίσης ασήμαντη, που επίσης βρήκα τυχαία. Και με το που κάθισα σ' 'ένα καφέ, στην μικρή, ασήμαντη πλατεία που λεγόταν "Guilherme Gomes Fernandes", κατάλαβα πως, όπως λίγες μέρες πιο πριν στην πλατεία "Πολέμου", ή λίγες ώρες πριν στην Rua do Rosario, εκεί ήταν η καρδιά της πόλης, αυτό ήταν το όμορφο, μικρό, ανθρώπινο Πόρτο.
Στο μικρό αυτό ξέφωτο της πόλης επικρατούσε μια παράξενη αστική γαλήνη που μου θύμισε την παγερή ομορφιά της πλατείας του ναού St. Dunstan in the East στο Λονδινο. Τη γαλήνη την έσπαγαν μόνο δυο μεθυσμένοι Άγγλοι που μιλάγανε παραδίπλα για ποδόσφαιρο. Όταν φύγανε, ξανάρχισα να ακούω τον ήχο του τραμ, των ανθρώπων που γελούσαν, του γλυκού απογεύματος.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξαναπάω στο Πόρτο και να μείνω αυτή τη φορά σε εκείνη την πλατεία. Σημείωσα το όνομα του ξενοδοχείο απ' όπου ξεμύτισαν οι δυο θορυβώδεις Άγγλοι. "Duas Nacoes" - "Δύο Έθνη". Υποσχέθηκα την επόμενη φορά να καταφέρω να φτάσω και μέχρι την ακτή.
Δυο μήνες μετά, το Δεκέμβρη, πέτυχα τυχαία σε μια έκθεση στο Παρίσι τον Μιγκέλ. Αγκαλιαστήκαμε συγκινημένοι, λες και είμασταν φίλοι. Μου είπε "θα στη σπάσω τώρα... Χθες δεν είχε ρεύματα στο Matosinhos. Σερφάραμε σαν τρελοί! Άντε, σε περιμένω να ξαναρθεις".
Ο Μιγκέλ, που, ελπίζω να ξαναπάω κάποτε στις γειτονιές του, ήταν σαν το Πόρτο - αυθεντικά ευγενής, σεμνός, ανθρώπινος, χαμογελαστός. Ελπίζω κι αυτός και η πόλη του να έχουν παραμείνει έτσι, και να μην έχει τρομάξει η κρίση το χαμόγελα τους, όπως αιφνίδια συνέβη στην άλλη άκρη της Μεσογείου, στη δικιά μου πόλη.
σχόλια