Το λάθος που τους βγήκε σε καλό
Τέτοια γκέλα δεν έχει ξαναγίνει, και μάλιστα από μια εταιρεία ορκωτών λογιστών, την Price Waterhouse Cooper πασίγνωστη και ιστορική, που στέλνει εδώ και χρόνια δύο υπαλλήλους (χαμογελαστούς κέρβερους) με μια βαλιτσούλα που περιέχει όλα τα αποτελέσματα σε φακέλους, με ένα αντίτυπο από το καθένα, για λόγους ασφαλείας. Δεν περίμενε κανείς πως θα μπερδευόταν η επιστολή στο πιο κρίσιμο βραβείο, θα προλάβαινε να ανεβεί η ομάδα της χαμένης ταινίας, δεν θα λειτουργούσε η δικλείδα, και κυρίως, δεν θα πεταγόταν κανείς από τους κέρβερους που λέγαμε, που είναι και οι μοναδικοί που γνωρίζουν εκ των προτέρων τους 24 (άξιους και ψηφισμένους) τυχερούς της βραδιάς, για να σταματήσει τον Μπίτι και τη Ντάναγουεϊ από το μπέρδεμα. Από όσο γνωρίζω, οι δυο τους βρίσκονται στις κουίντες ένθεν και ένθεν της σκηνής, συνεπώς δεν έχουν πρόσβαση στον σκηνοθέτη, για να τον πληροφορήσουν επί τόπου για τυχόν παράλειψη ή λάθος. Εκτός αν έχουν ενδοσυνεννόηση και μπορούν να μιλήσουν αμέσως και να παρέμβουν στη ροή, πράγμα πολύ πιθανό. Αντ’ αυτών, το La La Land πανηγύρισε σύντομα, ο παραγωγός διέκρινε το πραγματικό περιεχόμενο του φακέλου που του δόθηκε στα χέρια και μαζί με τους συνοδοιπόρους τους, παραχώρησαν τη σκηνή, με απίστευτα γενναιόδωρα σχόλια, στους εμβρόντητους ομολόγους τους από το Moonlight, για τα όψιμα επινίκια, σε δεύτερο χρόνο. Αυτό το ανεπανάληπτο και ανήκουστο για τα οργανωμένα στάνταρ της Ακαδημίας, ρεζιλίκι, δημιούργησε εύλογα ερωτήματα. Λόγω προχωρημένης ηλικίας των παρουσιαστών, βιαστήκαμε να τους φορτώσουμε το χάος που δημιουργήθηκε. Αλλά δεν έφταιξαν σε τίποτε οι πρωταγωνιστές του Μπόνι και Κλάιντ, που φέτος κλείνει τα 50 χρόνια και, να θυμίσουμε, σηματοδοτεί την απαρχή του νέου αμερικανικού σινεμά. Ο Γουόρεν Μπίτι δικαιολόγησε την αρχική σαστιμάρα του βήμα προς βήμα, χωρίς να μπορεί να δώσει ολοκληρωμένη εξήγηση πέρα από αυτό που έπεσε στη δική του αντίληψη και μόνο. Η Ντάναγουεϊ, που διάβασε αεράτα και αδίστακτα τον τίτλο της ταινίας, αρνήθηκε να σχολιάσει περαιτέρω, αντιδρώντας ως βέρα σταρ που λέει τα λόγια της και νίβει τα χείρας με καθαρή συνείδηση. Και η εταιρεία ζήτησε ειλικρινή συγγνώμη για την (καυτή) πατάτα, παραδέχτηκε ότι φταίει εκείνη και μόνο, και εξήρε τη θετική στάση όλων των εμπλεκομένων. Φυσικά, ο θόρυβος κάποια στιγμή θα κοπάσει και η πραγματική ιστορία του μυστηριώδους φακέλου θα αποκαλυφθεί σύντομα. Κάποιος θα χάσει τη δουλειά του- ίσως η Ακαδημία σκεφτεί σοβαρά να διακόψει τη συνεργασία της με τους Price και τους λοιπούς. Η αβροφροσύνη και η διάχυτη ευγένεια ωστόσο, έκλεψαν τις εντυπώσεις. Προσπερνώντας την ανθρώπινη, παγωμένη αντίδραση της «μπουκιάς που σου παίρνουν από το στόμα», οι εκατέρωθεν δηλώσεις ήταν θεαματικές. Οι του La La Land παρέδωσαν τη σκυτάλη και τα Όσκαρ που κρατούσαν στα χέρια στους επόμενους που ροβολούσαν τα σκαλιά με έναν δισταγμό του τύπου «πλάκα μας κάνετε;», η Έμμα Στόουν είπε στα παρασκήνια πως, όσο κι αν ενθουσιάστηκε στο άκουσμα της νίκης της ταινίας της, βρίσκει το Moonlight συγκλονιστικό, και ο Μπάρι Τζένκινς με την παρέα του αναγνώρισαν αμέσως την κοινή τους μοίρα σε όλη την διαδρομή των βραβείων που διέσχισαν αντάμα με το μιούζικαλ της χρονιάς, στέλνοντας την αγάπη τους στους άδοξα χαμένους ενός φινάλε που επιβεβαιώνει το παλιό μηδένα προ του τέλος…. Σε μια βραδιά που το Χόλιγουντ όχι μόνο ντύθηκε επίσημα για την μεγάλη γιορτή, αλλά φάνηκε να χαμογελάει φιλελεύθερα μπροστά σε ένα μεγάλο εχθρό των ατομικών δικαιωμάτων, το εναρκτήριο, μεταδοτικό μουσικοχορευτικό νούμερο του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ Can’t Stop the Feeling, μετατράπηκε σε ένα ενωτικό μήνυμα, με αφορμή το τεχνικό ολίσθημα, το λάθος που θα κάνει αξέχαστη τη 89η τελετή των βραβείων Όσκαρ.
Τραμπ, ο αόρατος πρωταγωνιστής
Από το μεξικάνικο τείχος μέχρι τα περίφημα tweets, ο Τραμπ έγινε, όπως ήτα αναμενόμενο, ο περίγελως του show, από ένα κοινό έτοιμο και πρόθυμο να διασκεδάσει κάθε αναφορά στο αντιπαθέστερο πρόσωπο της κινηματογραφικής κοινότητας. Τα όργανα είχαν ξεκινήσει νωρίς, πολύ πριν την απονομή, σε όλες τις προηγούμενες τελετές βραβείων, με κάθε αφορμή, με βέλη από παντού. Στα φετινά Όσκαρ, ο Ντόναλντ Τραμπ τη γλύτωσε σχετικά φτηνά, αφού οι αναφορές σε μετανάστες και καταπάτηση των βασικών ελευθεριών, ήταν κόσμιες και σχετικά επίσημες. Ίσως και οι ίδιοι οι παριστάμενοι κατάλαβαν πως δεν θα ήταν δέον να εξαπολύσουν περίσσεια επιθετικότητα, αφού όλος ο κόσμος πλέον γνωρίζει τι γίνεται, έστω κι αν έχει περάσει λίγος καιρός από την ανάληψη της αρνητικής δράσης του μεγάλου αφεντικού. Αν όμως πρέπει να πιστώσουμε τον Πρόεδρο με καθαρή παρέμβαση στα Όσκαρ, θα σταθούμε στην ξενόγλωσση ταινία: το Τόνι Έρντμαν ήταν το θεωρητικό φαβορί στην κατηγορία αυτή, αλλά το διάταγμα που μπλόκαρε την είσοδο πολιτών επτά, κυρίως μουσουλμανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν, έφερε τα πάνω κάτω και μαζί τον Ασγκάρ Φαρχαντί στη θέση του προπορευόμενου, ειδικά μετά την άρνηση του να ταξιδέψει, ακόμη κι αν αιρόταν η απαγόρευση. Ο ευχαριστήριος λόγος του ήταν συμπαγής και εύγλωττος, ακριβής κι ευαίσθητος, τιμώντας την κουλτούρα μιας χώρας με μακραίωνο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα εσωτερικά προβλήματα. Στο πρόσωπο του, συγκεντρώθηκαν όλες οι επιμέρους μπηχτές και τα προσωπικά σχόλια, και μάλιστα επί της ουσίας. Διότι όλοι οι νικητές ήταν εκεί, εκτός από τον δημιουργό του Εμποράκου.
Η αποκατάσταση του Afro
Ο οικοδεσπότης Τζίμι Κίμελ ευχαρίστησε σκωπτικά των Τραμπ για την περυσινή δήλωση του περί ρατσισμού, θέλοντας να πει πως η Ακαδημία συμμορφώθηκε στις υποδείξεις του και αναθεώρησε το καταστατικό, τη σύσταση και τη στάση της απέναντι στις παραλείψεις που έδειχναν έμμεση διάκριση, υπέρ των λευκών. Τα τρία Όσκαρ για το Moonlight, όλα σε μεγάλες κατηγορίες, οι πολλαπλές υποψηφιότητες για τις Αφανείς Ηρωίδες, η διάκριση στο ντοκιμαντέρ για τον Ο. Τζέι Σίμπσον και η Βαϊόλα Ντέϊβις για το Fences, μίλησαν δυνατά, και η «μαύρη» παρουσία υπήρξε έντονη, σε αντίστιξη με το art deco σκηνικό και τον χαρωπό τόνο της βραδιάς, που έσταζε γλύκα και έβρεχε ζαχαρωτά, συνάδοντας με το μιουζικαλίστικο πνεύμα του La La Land. Η επόμενη χρονιά θα δείξει αν η αλλαγή θα απορροφηθεί ή θα προκύψουν άλλες διεκδικήσεις, όπως ο παραγκωνισμός των νέων και των γυναικών, που ήδη ψιθυρίζεται ως σημείο αιχμής για έναν θεσμό που γερνάει και δεν αναγνωρίζει τις κυρίες σε άλλες ειδικότητες, πλην της υποκριτικής.
Πέρα από τα κουτσομπολιά
Τελικά, το μίνι σκάνδαλο γύρω από μια παλιότερη υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης που ενοχοποιούσε τον Κέισι Άφλεκ (ο εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν φάνηκε να πτοεί όσους ήθελαν να ανακινήσουν μια πιθανή ήττα του λόγω κακής συμπεριφοράς), δεν επηρέασε τα μέλη της Ακαδημίας, και το Όσκαρ του πρώτου ανδρικού ρόλου κατέληξε στον αξιότερο εκ των πέντε, σε μια ερμηνεία εσωτερική, επώδυνη, καθόλου φαντεζί. Το ίδιο είχε γίνει και με τον Ρόμαν Πολάνσκι, όταν ο Πιανίστας ξεπέρασε στην τελική ευθεία το Σικάγο πριν από μερικά χρόνια, και κέρδισε στα κατηγορίες της σκηνοθεσία και του σεναρίου. Στο κλασσικό δίλημμα για το αν η ηθική στάση ενός καλλιτέχνη πρέπει να ληφθεί κρίσιμα υπόψιν, όταν φτάνει η στιγμή της βράβευσης του, τα Όσκαρ έχουν ιστορικά επιδείξει ανοχή και διαχωριστική λογική, και μάλιστα σε βαθμό παρεξηγήσιμο, όταν τίμησαν τον Ελία Καζάν για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο, εξοργίζοντας τους αριστερότερους, που είπαν basta, αρκετά ήταν τα δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας, δεν χρειαζόταν κι άλλο ένα, στον προδότη! Από την άλλη, η Γέννηση ενός Έθνους, έμεινε στον άσσο, αποσιωπημένη και άκλαυτα θαμμένη, παρά τις κριτικές και το αρχικό buzz υπέρ του. Κανείς δεν θα μάθει αν περίσσεψε, ή αν σκοτώθηκε, λόγω μιας παρόμοιας ιστορίας βιασμού, στα παλιά τα χρόνια, τότε που τέτοιες περιπτώσεις έμπαιναν στο αρχείο και δεν ανασύρονταν εύκολα.
Η οπισθοχώρηση των Βρετανών
Πολύ πρόσφατα, σχολιαστές και ηθοποιοί, σκεπτόμενοι Αμερικανοί του χώρου, είχαν δηλώσει την ανησυχία τους για την κατάντια των ανδρών κυρίως ηθοποιών που έχανα σημαντικούς ρόλους από Βρετανούς, λόγω ανεπάρκειας και πλημμελούς εκπαίδευσης. Η αφορμή είχε δοθεί από το Selma, όπου οι εμβληματικοί χαρακτήρες είχαν ενσαρκωθεί από Άγγλους, τον Λίνκολν του Στίβεν Σπίλπεργκ, με τον Ντάνιελ Ντέϊ Λιούις να παίζει τον Πρόεδρο, αλλά και την διασημότερη τριπλέτα κόμικ ηρώων, τους Superman, Batman και Spiderman, που σε κάποια στιγμή ερμηνευόταν από τους Κάβιλ, Μπέϊλ και Γκάρφιλντ- εντελώς Βρετανούς. Η γλυκιά εκδίκηση ήρθε φέτος με τον Άφλεκ να δίνει μια καθαρά αμερικανική, κινηματογραφικότατη ερμηνεία στο Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα, την Έμα Στόουν να κάνει πράγματα στο La La Land με ένα ακαταμάχητο μείγμα naivete, πληροφορίας για το είδος και διαυγούς συναισθηματισμού, που μόνο μια Αμερικανίδα μπορεί να πετύχει, τη Βαϊόλα Ντέιβις να αριστεύει με πάθος και εντυπωσιακή τεχνική κατάρτιση σε ένα εγνωσμένης αξίας και υψηλής δυσκολίας, αμερικανικό θεατρικό κείμενο (του γίγαντα Όγκαστ Γουίσον) κι τον Μαχέρσαλα Άλι να δίνεται ολοσχερώς σε μια σύντομη, αξέχαστη εμφάνιση στο Mooonlight, αξιοποιώντας το ένστικτό του για την πιάτσα, τον δρόμο και τον υπόκοσμο, αναποδογυρίζοντας άρδην το κουρασμένο κλισέ του drug dealer. Οι 4 ερμηνείες περιλάμβαναν λόγο και σιωπές, βλέμματα και κίνηση και αποκατέστησαν, τουλάχιστον προσωρινά, την επαναλαμβανόμενη «κατηγορία» προς τους Αμερικανούς ηθοποιούς, που χαρακτηρίζονται υποδεέστεροι στη σύγκριση με τους Βρετανούς, έχοντας να επιδείξουν πτυχία γυμναστηρίων και τηλεοπτικών σίριαλ, έναντι του Σαίξπηρ και της τριβής με σοβαρά κείμενα
σχόλια