Το The killing of a sacred deer δεν κρύβει την έντονη επιρροή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο οπτικό και τονικό DNA του: μια ποικιλία από αργά zoom, (πολύ) ευρυγώνιες λήψεις, οι ήχοι που σκάνε σαν καρφιά, οι διάδρομοι, η μουσική του Λιγκέτι, ένα αγοράκι που μοιάζει με τον Ντάνι της Λάμψης, η Νικόλ Κίντμαν μπροστά στον καθρέφτη, όπως και στα Μάτια Ερμητικά Κλειστά, η επίσκεψη του παντρεμένου άνδρα σε μια διψασμένη για σεξ χήρα (ο Τομ Κρουζ στην παρ' ολίγον αποπλάνησή του από τη Μαρί Ρίτσαρντσον, και πάλι στα Μάτια Ερμητικά Κλειστά), οι ατελείωτοι διάδρομοι, η βία που εκφράζεται graphically και κοντράρει μια ευγενική τυπικότητα, η φρίκη, μετέωρη σαν αγχόνη. Και στην καρδιά της υπόθεσης της ταινίας ένας μύθος αρχαίος, γεμάτος μυστήριο και πολλαπλές αναγνώσεις, που ο Γιώργος Λάνθιμος μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου μεταμορφώνουν σε φανταστική απειλή, ένα ποινικό αντανακλαστικό που εφαρμόζεται σαν βιβλική, ανταποδοτική κατάρα και οδηγεί πρώτα σε θάνατο και μετά σε κόλαση, που είναι, φυσικά, πολύ πιο εφιαλτική και απροσδιόριστων συνεπειών.
Τι γίνεται στην ταινία; Ο Στίβεν Μέρφι είναι καρδιολόγος, η γυναίκα του, Άνα, οφθαλμίατρος, έχουν δύο παιδιά, την έφηβη Κιμ και τον μικρό Μπομπ. Κάνουν βόλτα τον σκύλο τους και ποτίζουν τα λουλούδια στον κήπο. Η ζωή τους κυλά ομαλά: η μικρή μόλις ξεκίνησε να έχει περίοδο και το ζευγάρι κάνει σεξ μιμούμενο ιατρικές στάσεις, όπως «γενική αναισθησία» – typical Φιλίππου! Ένα 16χρονο αγόρι, ο Μάρτιν, συναντιέται, κρυφά στην αρχή, με τον Στίβεν και φαίνεται να αναπτύσσουν μια σχέση ιδιότυπης κηδεμονίας. Ο Μάρτιν έχει χάσει τον πατέρα του και μιλάει στον γιατρό σαν να τους συνδέει ένα κοινό μυστικό. Ο νεαρός γνωρίζεται με την οικογένεια, ο πατέρας επισκέπτεται τον Μάρτιν και τη μητέρα του (η οποία έχει μείνει χήρα και θαυμάζει τα όμορφα, μακριά δάχτυλα του Στίβεν), η Κιμ τσιμπιέται με τον Μάρτιν, ο Μπομπ τον κοιτάζει όπως ένα μικρό αγόρι έναν μεγαλύτερο αδελφό που δεν έχει (παρ' ότι διαισθάνεται μια δυνητική απειλή) και η υπεροπτική ηρεμία της οικογένειας με τα όμορφα μαλλιά, το περιποιημένο σπίτι και τις απαρασάλευτες συνήθειες διαταράσσεται ανεπιστρεπτί όταν, πρώτα ο γιος και αμέσως μετά η κόρη, παραλύουν, μεταφέρονται στο νοσοκομείο όπου δουλεύει ο πατέρας τους, περνάνε από όλες τις εξετάσεις και κανένα αποτέλεσμα δεν δείχνει ιατρική πάθηση στα πόδια, στον εγκεφαλο ή οπουδήποτε. Ο Μάρτιν όχι μόνο πρέπει να αποκαλύψει τι έκανε στον πατέρα του εισβολέα αλλά να αναλάβει το βαρύ φορτίο μιας θυσίας, σύμφωνα με έναν κανόνα που ο Λάνθιμος με τον Φιλίππου εισάγουν ως αξίωμα.
Η Ιφιγένεια και η Λάμψη είναι ένας συνδυασμός αναπάντεχος, αλλά όχι αδόκιμος. Πραγματεύονται το ίδιο αρχέτυπο, έναν άνδρα-αρχηγό που καλείται να πάρει τη χειρότερη απόφαση που μπορεί να διανοηθεί ένας πατέρας. Στην τραγωδία του Ευριπίδη το κάνει για να εξευμενίσει τους θεούς και, ανάλογα με τις διαφορετικές πηγές, η Ιφιγένεια σώζεται την τελευταία στιγμή γιατί αντικαθίσταται από ένα ελάφι, σαν το ελάφι της Αρτέμιδος που σκότωσε ο Αγαμέμνονας. Στην περιπέτεια φρίκης του Κιούμπρικ, ο συγγραφέας Τόρανς βυθίζεται σε μια αμφίβολη πραγματικότητα, όπου το μυαλό του τον προδίδει και το αγόρι με το χάρισμα καταδιώκεται ανελέητα. Στις δύο περιπτώσεις η λύση διαφέρει, αλλά το κόστος και οι συνέπειες είναι μεγάλες. Σε αυτό το θέμα, ο Γιώργος Λάνθιμος προσθέτει το χιούμορ στο οποίο μας έχει συνηθίσει (σε μικρή ποσότητα) και μια επίπλαστη σκηνογραφική κοινοτοπία (τα γυρίσματα έγιναν στο Σινσινάτι, μια μπανάλ γωνιά της αστικής Αμερικής), για να τη διαρρήξει εσωτερικά. Στον Αστακό, οι μακρινές λήψεις και η χρήση του ευρυγώνιου έγιναν για να τονιστεί η ματιά του voyeur σε έναν κόσμο συγκεκριμένων κανόνων και διατεταγμένων επιλογών. Στον Φόνο ενός ιερού ελαφιού η αντισηπτική καθαρότητα της οικογένειας επιβάλλει τα «αντικειμενικά» πλάνα και η σταδιακή αποδόμησή της έρχεται με μια λανθιμική συντέλεια, όταν η μιαρή επαφή, μέσω της βίας και του σεξ, απελευθερώνει και, επιτέλους, διαιωνίζει, πέρα από τον κλειστό κύκλο – υπό αυτήν την έννοια, το Ελάφι, αν και ζώο, δεν είναι κοντά στον Αστακό, αλλά στον Κυνόδοντα και στην αυτοκαταστροφική παραβολή της αιμομιξίας.
Συμπέρασμα: Η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου είναι εξόχως ενοχλητική, πολύπλοκη, εξαιρετική, χωρίς περιττά στοιχεία και συμπάθεια για τον διάβολο. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως επιθυμεί να προκαλεί διάλογο και γνωρίζει πως το κοινό δεν είναι, και δεν γίνεται να είναι, ομόφωνα υπέρ του. Μπορεί πολλοί να μη συμφωνήσουν μαζί μου, γιατί θα κολλήσουν στις επιδράσεις και ενδεχομένως να το περίμεναν διαφορετικό (μερικοί το αποδοκίμασαν στην πρώτη προβολή το πρωί στην αίθουσα Lumiere). Το μόνο που μπορεί κανείς να καταλογίσει στο Ελάφι είναι πως δεν διαθέτει την πρωτοτυπία των προηγούμενων ταινιών του. Και πάλι, όμως, δεν μπορεί να μη σταθεί στη δεξιοτεχνία με την οποία ο Λάνθιμος διευθύνει τους ηθοποιούς του, λειτουργώντας σαν πραγματικός μαέστρος ακριβώς στο κέντρο μιας υπερταλαντούχας, ωστόσο απαιτητικής, ορχήστρας.