Είναι βέβαιο ότι βλέπουμε μια σημαντική στροφή στη μουσική αυτή την εποχή και δεν έχει να κάνει μόνο με το τι ανεβαίνει στα τσαρτ τελευταία ή την αντικατάσταση των βινυλίων από τα streamings. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον αυτή η στροφή σήμερα από πολλές απόψεις. Το να μην το αναγνωρίζεις είναι σαν να είσαι αδιάφορος απέναντι στην επικείμενη αλλαγή ή, στη χειρότερη, να εθελοτυφλείς.
Ας πάρουμε τα παραδοσιακά μουσικά μέσα, για παράδειγμα, δηλαδή τα περιοδικά και τα sites, που στην πλειονότητά τους προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, αλλά μοιάζει να χάνουν τη δύναμη που είχαν όσον αφορά τη διαμόρφωση μουσικών ρευμάτων, όπως γινόταν παλιότερα. Δεν συμβαίνει κάτι περίεργο, καθετί κάνει τον κύκλο του, θα μπορούσε να πει κάποιος. Αυτό όμως που έχει αλλάξει δραματικά και κάνει τρομερή αίσθηση, είναι ο τρόπος που γράφουν για τη μουσική, τουλάχιστον στο εξωτερικό, με πιο υποψιασμένο και πιο πολύπλοκο τρόπο. Τα πολιτικοποιημένα άρθρα έχουν αυξηθεί αισθητά, χωρίς να είναι απαραίτητα πολιτικοποιημένη η μουσική που δίνει αφορμή για τα κείμενα.
Άμα σερφάρεις στο YouTube σε καθημερινή βάση για να ακούσεις νέα πράγματα ή ολόκληρες κυκλοφορίες, αποκλείεται να μην πετύχεις αυτό τον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι, τα τεράστια γυαλιά και τη χαζή έκφραση.
Δεν είναι, όμως, και πολύ ακαδημαϊκά τα κείμενα τελευταία, όσο κι αν διαφωνούν ορισμένοι, και δεν είναι και κάτι απαραίτητα κακό αυτό που συμβαίνει. Σίγουρα όμως είναι κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει και κακοφαίνεται σε αρκετό κόσμο της παλιάς σχολής. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πιο διάσημος μουσικοκριτικός αυτήν τη στιγμή στον κόσμο –και ο πιο αναγνωρίσιμος, σύμφωνα με το «Spin»– δεν είναι κάποιος που γράφει για ένα χίπστερ περιοδικό ή σάιτ, όπως τα «Pitchfork», «Fact» ή ακόμα και το «Wire». Δεν γράφει καν βιβλία με βαθυστόχαστες αναλύσεις. Είναι ένας 32χρονος παντρεμένος βίγκαν από το Κονέκτικατ. Λέει τη γνώμη του με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται μπροστά σε μια κάμερα, ανεβάζει το βίντεο στο κανάλι του στο YouTube και βγάζει αρκετά λεφτά από αυτό, ώστε να μπορεί να ζήσει. Κυρίως κάνει κριτική σε χιπ-χοπ άλμπουμ.
Ο Anthony Fantano και το κανάλι του The Needle Drop έχουν έναν σταθερό αριθμό φανατικών συνδρομητών που ξεπερνάει το 1 εκατομμύριο. Καμιά φορά οι κριτικές του ξεπερνάνε σε views ολόκληρα άλμπουμ που σχολιάζει ή τραγούδια που υπάρχουν στην ίδια πλατφόρμα.
Άμα σερφάρεις στο YouTube σε καθημερινή βάση για να ακούσεις νέα πράγματα ή ολόκληρες κυκλοφορίες, αποκλείεται να μην πετύχεις αυτό τον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι, τα τεράστια γυαλιά και τη χαζή έκφραση. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του vlogging, μια συνήθεια/χόμπι που πλέον βλέπουμε και εδώ. Το vlog είναι μια μορφή διαδικτυακής τηλεόρασης, κάτι σαν το blog (sic), μόνο που το μέσο είναι το βίντεο. Ο Fantano ήταν από τους πρώτους που το ξεκίνησαν, πριν ακόμη αρχίσουν τα μεγάλα έντυπα να κάνουν live μετάδοση από το Facebook ή το Instagram – πόσο μάλλον τα μουσικά. Ξεκίνησε το κανάλι του το φθινόπωρο του 2007.
Άρχισε να ανεβάζει μουσικές κριτικές το 2009. Τα βίντεό του διαρκούν περίπου 6 λεπτά, που μπορεί να φτάσουν και τα 10, αν θεωρεί κάποιο άλμπουμ σημαντικό. Σε αυτά επικεντρώνεται στα στοιχεία που του αρέσουν ή δεν του αρέσουν σε ένα άλμπουμ και χρησιμοποιεί αρκετά μιμίδια κατά τη διάρκεια της κριτικής του. Στο τέλος βάζει και έναν βαθμό αλά «Pitchfork». Έχει κάνει κριτικές για άπειρα άλμπουμ και καλύπτει σχεδόν τα πάντα, αλλά ασχολείται περισσότερο με το χιπ-χοπ. Αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι έχει έναν αυθόρμητο ενθουσιασμό για τη μουσική, χωρίς να το παίζει ξερόλας, και βγαίνει αρκετά συμπαθής στην κάμερα. Το μότο του είναι «ο πιο πολυάσχολος φύτουκλας στο Ίντερνετ».
H τελευταία του κριτική ήταν για το άλμπουμ των Converge, The Dusk In Us
Δεδομένης της εποχής όμως, ο Fantano σύντομα δέχτηκε τα πυρά των «γραφιάδων» συναδέλφων του. Όχι για το Needle Drop αλλά για ένα άλλο κανάλι που διατηρούσε, το «That is the plan». O ίδιος ισχυρίστηκε ότι το έφτιαξε για να κοροϊδέψει το σκληροπυρηνικό fanbase των ράπερ. Το «Fader» όμως τον κατηγόρησε σε ένα εκτενέστατο άρθρο του ότι εκεί βρήκε απλώς μια πλατφόρμα για να εκφράσει την υποστήριξή του στην alt-right. Μάλιστα, τον αποκάλεσε edgelord –έτσι ονομάζονται τα άτομα που κάνουν προκλητική και μηδενιστική ρητορική με στόχο κυρίως μειονότητες και γυναίκες–, κυρίως λόγω της σχέσης του με το αμφιλεγόμενο φόρουμ 4chan και των συνεντεύξεων που πήρε από δύο αμφιλεγόμενους κωμικούς.
Να πούμε εδώ ότι το YouTube μαστίζεται τελευταία από vloggers που υποστηρίζουν την alt-right, για την ακρίβεια θεωρείται η κύρια πλατφόρμα τους. Ο Fantano δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Έκλεισε το κανάλι που αμαύρωνε τη φήμη του, αν και είπε ότι η απόφαση ήταν του YouTube (ότι θα γινόταν έτσι κι αλλιώς), και τους απάντησε λεπτομερώς με ένα 20λεπτο βίντεο με links για όσα τον κατηγορούσαν. Δεν ξέρω αν ανήκει στην alt-right ή όχι. Από το Τwitter φαίνεται ότι ψήφισε Μπέρνι Σάντερς στις εκλογές και συχνά βρίζει τον Tραμπ. Οι φαν του, αν και μπερδεύτηκαν αρχικά, τον υποστήριξαν και απέρριψαν το άρθρο ως λίβελο. Το «Fader» γρήγορα το έθαψε στο αρχείο του μετά την απάντησή του, ενώ του έκανε πολλές διορθώσεις πριν κατέβει από την πρώτη σελίδα. Κανείς επίσης δεν γνωρίζει για ποιον λόγο έγινε η επίθεση. Αρκετοί την αποδίδουν στο ότι είναι ένας ανεξάρτητος μουσικοκριτικός που έχει αποκτήσει σημαντική επιρροή στο κοινό.
Πέρα από αυτά, όμως, το βασικότερο πρόβλημα με το Needle Drop, και ο ίδιος ο Fantano φαίνεται να το αναγνωρίζει, είναι ότι το κοινό του αποτελείται στο 94% από άντρες. Και αυτό είναι πολύ λυπηρό την εποχή που ζούμε. Δεν κάνει εντύπωση βέβαια. Η μουσική θεωρείται μέχρι και σήμερα ανδρικό σπορ, παρά τις αξιόλογες γυναίκες δημιουργούς που βγαίνουν συνέχεια. Επίσης, τι γίνεται με τις μουσικοκριτικούς ή τις συλλέκτριες βινυλίου; Και δεν χρειάζεται να πάμε καν τόσο μακριά. Αν αναλογιστούμε πόσες γυναίκες γράφουν για μουσική αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα, το νούμερο είναι απογοητευτικό. Αν μάλιστα δει κάποιος πόσες γυναίκες σχολιάζουν τα της μουσικής στα social media, τότε πραγματικά βυθίζεται στο σκοτάδι (αφήνω έξω τον τρόπο που τους συμπεριφέρονται). Κι αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ορισμένες φορές μοιάζει να ζούμε σε έναν μουσικό μετα-μεσαίωνα.
Η κριτική του Anthony Fantano για το νέο δίσκο του Beck
σχόλια