Είναι πρωί κι έχει πυκνό σκοτάδι. Είμαι στο Αμβούργο, στον κεντρικό σταθμό των τρένων. Είναι χειμώνας, γερμανικός χειμώνας, άρα χειμώνας. Είναι να πάρω ένα τρένο που μου φέρνει θλίψη. Συνδέει το κέντρο με τα προάστια και καταλήγει στη Βρέμη. Με αγχώνει αυτό που έχω να κάνω.
Το τρένο είναι άκομψα μεγάλο και έρχεται, συνήθως, στην ώρα του. Είναι γεμάτο κόσμο που δεν ξέρω και κόσμο που κοιτάει καχύποπτα. Ή ίσως απλώς κοιτάει τη δουλειά τους και η περίεργη είμαι εγώ; Με ενοχλεί το πανάκριβο εισιτήριο που με κάνει να νιώθω φτωχή φοιτήτρια από φτωχή χώρα. Ο κακός καφές στον σταθμό κάνει οριακά όσο ένα μικρό γεύμα. Το χειρότερο: μ' ενοχλεί που δεν φωτίζει καθόλου, με αποτέλεσμα να νιώθω ταυτόχρονα και υπερβολικά κλισέ και υπερβολικά ευάλωτη.
Έχω όμως να παρουσιάσω την έρευνά μου σε μια ομάδα φοιτητών. Πρέπει να καθαρίσω το μυαλό μου. Το συγκεκριμένο κοινό, κυρίως Γερμανοί καθηγητές και διεθνείς φοιτητές και φοιτήτριες, ποτέ δεν ντρέπεται να κάνει ένα σωρό έξυπνες ερωτήσεις. Χουφτώνω στην τσέπη μου τα ημερολόγια της Αμερικανίδας φιλοσόφου Σούζαν Σόνταγκ σαν να θέλω να σιγουρευτώ ότι έχω μαζί μου τα κλειδιά για κάποιο μέρος όπου είμαι ασφαλής.
Βρίσκω στο τρένο ένα «σιωπηλό βαγόνι». Σ' αυτό το βαγόνι απαγορεύονται απολύτως οι ομιλίες. Το λέει μια ταμπέλα στα δεξιά της εισόδου. Αυτό για Γερμανία αρκεί. Βoλεύομαι σε μια μοβ θέση. Υπάρχουν κι άλλοι αναγνώστες γύρω μου. Ανοιχτές σημειώσεις, εφημερίδες, το τελευταίο αναγνωστικό gadget της Amazon και κλασικά βιβλία με σκληρό εξώφυλλο. Ηρεμώ.
Έχω την παράλογη και εντελώς αστήριχτη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι που διαβάζουν είναι καλοί. Ξέρω, δεν είναι. Αλλά και πάλι, στη θέα των αναγνωστών αισθάνομαι γαλήνη. Μια κυρία παρατηρεί αυτό που διαβάζω. Επιδοκιμάζει με κοφτές σπαστικές κινήσεις του κεφαλιού και γουρλωμένα μάτια. Οι Γερμανοί πάντα κάπως νομίζουν ότι αναζητάς το σχόλιό τους. Της γελάω. Βυθίζομαι στο βιβλίο μου.
Κάποιες εμπειρίες μας, ανέγγιχτες από λόγια, δεν θα βρουν την περιγραφή ή το συμπλήρωμά τους σε βιβλία και θα χαθούν. Άλλες θα βρουν τις λέξεις που τις ξεκλειδώνουν, τυπωμένες σε βιβλία ή απλώς σημειωμένες σε χαρτιά, και θα τις ξαναζήσουμε αλλαγμένες.
Διαβάζω στα ημερολόγια της Σούζαν Σόνταγκ την ένδειξη που δηλώνει πού βρισκόταν η συγγραφέας όταν κατέγραφε τις παρατηρήσεις της για το σινεμά, τη φωτογραφία, τα λογοτεχνικά έργα που σχεδίαζε να γράψει ή αυτά που καταβρόχθιζε ως μανιακή της ανάγνωσης. Παρίσι. Μαρόκο. Σαν Φρανσίσκο. Νέα Υόρκη. Στοκχόλμη. Βιετνάμ. Κίνα. Ελλάδα. Ρώμη. Λονδίνο. Βενετία. Λέξεις τυπωμένες στο χαρτί αλλά και τόποι που για κάθε αναγνώστη και ταξιδιώτη σημαίνουν διαφορετικά πράγματα.
Φτάνω σε μια καταγραφή του 1972. Η Σόνταγκ γράφει ότι, λίγο πολύ, με τα βιβλία ανακυκλώνουμε τη ζωή μας. Δεν ξέρω τι εννοεί ακριβώς. Το ερμηνεύω αυθαίρετα, απολαμβάνοντας τα αναγνωστικά μου προνόμια: τα βιβλία φέρνουν στην επιφάνεια υλικά της ζωής μας που μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε πάλι. Κάποιες εμπειρίες μας, ανέγγιχτες από λόγια, δεν θα βρουν την περιγραφή ή το συμπλήρωμά τους σε βιβλία και θα χαθούν. Άλλες θα βρουν τις λέξεις που τις ξεκλειδώνουν, τυπωμένες σε βιβλία ή απλώς σημειωμένες σε χαρτιά, και θα τις ξαναζήσουμε αλλαγμένες. Ανακύκλωση είναι να κάνεις με το παλιό ό,τι καλύτερο μπορείς. Να πετάς το άχρηστο. Να ξαναχρησιμοποιείς το χρήσιμο. Το τρένο σταματά να με τρομάζει. Το τοπίο που δεν φωτίζεται ποτέ και όσα περιλαμβάνει, όλα, μου φαίνονται ανακυκλώσιμα υλικά.
Λέμε συχνά ότι τα βιβλία είναι φθηνά ταξίδια. Ανοίγεις μια σελίδα και ο κόσμος αλλάζει. Ό,τι είναι εκτός της ιστορίας γίνεται βουβό. Πολλοί φίλοι μού έχουν αφηγηθεί πώς στα δύσκολα γραπώθηκαν από μια ιστορία. Μια φίλη διάβασε Μπουκόφσκι όταν αρρώστησε ο μπαμπάς της που τον πρόσεχε. Ένας άλλος έγινε φανατικός αναγνώστης, αφού έχασε τη μητέρα του. Βρήκε ίσως εκεί έναν τόπο να παρηγορηθεί όσο περίμενε να ξεθυμάνει λίγο η θλίψη; Μπορεί.
Σε μια δική μου απαίσια φάση διάβασα τη Μελαγχολία της αντίστασης. Για κάποιον λόγο η μαυρίλα του μού έφερε γαλήνη. Όταν μου ζητήθηκε να κάνω παρέα σε μια φίλη που ανάρρωνε από εγχείρηση, σκέφτηκα πως θα μπορούσα επιτέλους να αρχίσω το Πόλεμος και Ειρήνη. Ήταν η πιο θετική σκέψη που έκανα εκείνες τις μέρες και μου επέτρεψε να υπονοήσω ότι «σύνελθε και δυνάμωνε με το πάσο σου αυτές, τις 1.300 σελίδες δεν θα τις τελειώσω σε μια μέρα».
Υπάρχουν βιβλία που και διαβάστηκαν και χάθηκαν σε ταξίδια. Σε ένα ταξίδι στο Βερολίνο είχα αγοράσει και απολαύσει βιβλία του Αμερικανού μυθιστοριογράφου Τζόναθαν Φράνζεν. Αφού λέρωσα καλά καλά όλα τα εξώφυλλα με ανόμοια καφέ ίχνη εσπρέσο, κατάλαβα, στο αεροδρόμιο, ότι πρόκειται για υπερβολικά χοντρά βιβλία. Σαν να μη μου έφτανε η λογοτεχνική μου λαιμαργία, είχα αγοράσει και βιβλία για το Ολοκαύτωμα, επειδή για κάποιον, όχι politically correct, λόγο, το βρήκα πολύ ταιριαστό ενθύμιο απ' το ταξίδι μου στη Γερμανία.
Πετούσα με τη φθηνότερη δυνατή πτήση και σκόπευα να γλιτώσω λεφτά από παντού. Είχα χώρο, λοιπόν, μόνο για όσα βιβλία μπορούσα να στριμώξω στην τσάντα μου, αφού στην επιλογή «αποσκευές» είχα επιλέξει «καθόλου αποσκευές». Έπρεπε να γίνουν θυσίες. Ο Φράνζεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Τα βιβλία για το Ολοκαύτωμα που είχα επιλέξει προσεχτικά σε ένα αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο, όχι. Ο Φράνζεν έγινε Ιφιγένεια και η πτήση της Ryanair έφυγε κανονικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια