«Αν έβλεπες το σπίτι πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, όταν πρωτομετακόμισα από το Ψυχικό, ήταν σχεδόν άδειο. Είχα μερικά έπιπλα, κάποια έργα τέχνης και αρκετά βιβλία. Καμία σχέση με τώρα» λέει ο οικοδεσπότης μου, Θέμης Ραγιάς, καθώς με υποδέχεται στο άνετο, 200 τ.μ. διαμέρισμά του στην καρδιά της Αθήνας.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να το φανταστώ άδειο, καθώς, έτσι όπως το βλέπω τώρα, δεν πέφτει ούτε καρφίτσα. Όπου και να κοιτάξω, βλέπω και από κάτι. Πολλά έργα τέχνης, τα αγνοώ και τον ρωτάω να μου δηλώσει τον δημιουργό και την καταγωγή τους: συλλογές με σπουδαία κεραμικά, σπάνια αντικείμενα λαϊκής χειροτεχνίας, χαρακτικά, έργα μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων, όπως ο Μόραλης, ο Τσαρούχης, ο Θεόφιλος, ο Λύτρας και ο Βασιλείου, και ακριβώς δίπλα αντικείμενα συλλεγμένα από πανηγύρια και παζάρια, τουριστικά αντικείμενα και εργόχειρα κεντήματα.
Α, και χιλιάδες βιβλία που ασφυκτιούν μέσα στις βιβλιοθήκες που καλύπτουν σχεδόν όλους τους τοίχους του σπιτιού.
Το σπίτι του, θα έλεγε κανείς, είναι μια περίεργη μείξη ιδωτικού μουσείου, έκθεσης τέχνης, βιβλιοθήκης και γιουσουρούμ. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω ξαναδεί κάτι ανάλογο και, μολονότι αρχικά παθαίνω ένα overdose πληροφορίας, στη συνέχεια αρχίζει να μου αρέσει που βλέπω πλάι-πλάι όλα αυτά τα ετερόκλητα πράγματα υψηλού και χαμηλού γούστου.
Το σπίτι του, θα έλεγε κανείς, είναι μια περίεργη μείξη ιδιωτικού μουσείου, έκθεσης τέχνης, βιβλιοθήκης και γιουσουρούμ. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω ξαναδεί κάτι ανάλογο και, μολονότι αρχικά παθαίνω ένα overdose πληροφορίας, στη συνέχεια αρχίζει να μου αρέσει που βλέπω πλάι-πλάι όλα αυτά τα ετερόκλητα πράγματα.
Το διαμέρισμα το ίδιο, όπως και ολόκληρο το κτίριο, όπως παρατήρησα από την είσοδο αλλά και την πανέμορφη σκάλα που ανέβηκα, είναι ένα αριστούργημα. Βέβαια, μου εξηγεί ότι υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με το ποιος σχεδίασε την πολυκατοικία.
«Ενώ το κτίριο ανήκει στην οικογένεια του μεγάλου Κύπριου αρχιτέκτονα του μοντερνισμού και μαθητή του Λε Κορμπιζιέ, Πόλυ Μιχαηλίδη, και ο σχεδιασμός του παραπέμπει στον ίδιο, στις άδειες εμφανίζεται το όνομα ενός άλλου γνωστού Έλληνα αρχιτέκτονα, του Θουκυδίδη Βαλεντή, ο οποίος υπήρξε και συνεργάτης του Μιχαηλίδη».
Στην αρχή, επειδή ζούσε μόνος, δεν σκόπευε χρησιμοποιήσει καθόλου το μεγάλο σαλόνι, μόνο «να έχω τις βιβλιοθήκες μου εκεί για να αναδεικνύονται οι μεγάλοι χώροι και η αρχιτεκτονική του σπιτιού. Όμως δεν κράτησε για πολύ αυτή η περίοδος. Άρχισα να το γεμίζω με πράγματα κι έτσι το σπίτι πήρε την κατηφόρα, διότι δεν μπορώ να σταματήσω να αγοράζω αντικείμενα».
Το φοβερό με τον Θέμη Ραγιά είναι ότι ξεκίνησε να συλλέγει συστηματικά από τότε που μετακόμισε στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, όχι μικρότερος. Δύο γεγονότα, όμως, τον σημάδεψαν από μικρό. Το ένα είναι σίγουρα η γνωριμία του με την κεραμίστρια Ήρα Τριανταφυλλίδη.
«Όταν ήμουν μαθητής ακόμα πήγαινα στον Ιππικό Όμιλο στο Μαρούσι. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρισκόταν το εργαστήριο αυτής της φοβερής κεραμίστριας, το οποίο επισκεπτόμουν ανελλιπώς, διότι με άφηνε να φτιάχνω διάφορα με τον πηλό, τα έψηνε και μου τα χάριζε. Υπήρχαν πολλά εργαστήρια αγγειοπλαστικής στην περιοχή τότε, αλλά η δουλειά της Ήρας ξεχώριζε πραγματικά. Η ίδια δεν έμαθε ποτέ να κάνει τροχό και έπλαθε με τα χέρια της τον πηλό».
Σε ανάμνηση αυτής της γνωριμίας ξεκίνησε να συλλέγει τα κεραμικά της. «Μου έγινε σχεδόν εμμονή, τόσο πολύ, που έχω αγοράσει ακόμα και σπασμένα βάζα δικά της».
Πώς, όμως, μπορεί κανείς να «κολλήσει», συλλέγοντας συγκεκριμένα αντικείμενα; «Στην περίπτωση των κεραμικών της Ήρας, για παράδειγμα, υπάρχει σίγουρα το στοιχείο του ψαξίματος και της έκπληξης όταν βρίσκω κάτι δικό της.
»Έπειτα, έχω αναγκαστεί να γίνω και ειδήμων, διότι τα περισσότερα έργα της είναι ανυπόγραφα, οπότε πρέπει να τα εξετάζω καλά και να εξακριβώνω αν είναι δικά της. Με τα χρόνια καλλιεργείται η ματιά μου και όλο αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά, είναι το στοιχείο που με κινητοποιεί».
Αργότερα, βέβαια, ξεκίνησε να συλλέγει και κεραμικά της Ελένης Βερναδάκη, της Μαίρης Χατζηνικολή αλλά και κεραμικά από την Αγιάσο της Λέσβου. «Αυτά τα τελευταία πολλοί τα θεωρούν τρομερά κακόγουστα, αλλά εγώ τα αγαπώ εξίσου. Γι' αυτό τα έχω βάλει στην κρεβατοκάμαρά μου».
Το μικρόβιο του συλλέκτη ο κ. Ραγιάς το «κόλλησε» και λόγω μιας συνήθειας που είχε κατά τα μαθητικά του χρόνια – αν και τότε δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα. Όταν έκανε κοπάνα πήγαινε καρφωτός στα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι για να ψάξει παλιές εκδόσεις.
«Δεν ήταν κάτι που επιδίωξα. Δεν πήγαινα επειδή είχα κάποια εμμονή με τα παλιά βιβλία, αλλά επειδή στα νιάτα μου δεν υπήρχε αυτή η τεράστια παραγωγή βιβλίων που υπάρχει σήμερα κι αν μάθαινες για έναν συγγραφέα, έπρεπε να ψάξεις για να τον βρεις.
Φυσικά, δεν εννοώ τους πολύ γνωστούς, αλλά, αν ήθελες να διαβάσεις, για παράδειγμα, το βιβλίο ενός παράξενου συγγραφέα, όπως ο Γιώργης Ζάρκος ‒ο οποίος πέθανε στο τρελοκομείο‒, δεν υπήρχαν επανεκδόσεις κι έπρεπε πάντα να ψάχνεις εκείνη την πρώτη έκδοση».
Τον ρωτάω αν έχει μπει ποτέ στη διαδικασία να υπολογίσει περίπου πόσα βιβλία έχει σήμερα στη συλλογή του. «Μια εποχή είχα ξεκινήσει να καταγράφω τους τίτλους. Το έκανα πιο πολύ για να μην αγοράζω τον ίδιο τίτλο δεύτερη φορά. Όμως δεν είχα κάποιο σύστημα ταξινόμησης κι έτσι έγραφα απλώς σε ένα τετράδιο τον τίτλο, τον συγγραφέα κ.λπ. και τα χώριζα με μια γραμμή. Όταν άρχισα να μετράω αυτές τις γραμμές, κάποια στιγμή μου βγήκε κάτι σαν 10.000-11.000».
«Για τι είδους βιβλία μιλάμε;» τον ρωτάω. «Καταναλωτικά. Δεν είμαι ο τύπος της Φιλοσοφίας, δεν αντέχω καθόλου. Έχω, λοιπόν, αρκετή λογοτεχνία, πολλά βιβλία Τέχνης, Αρχαιολογίας, ταξιδιωτικά και, ντρέπομαι να το πω, αλλά, ναι, έχω αρκετά βιβλία μαγειρικής. Είναι τα μοναδικά που με διευκολύνουν στον ύπνο. Διαβάζεις τέσσερις σελίδες και ξέρεις ότι έχεις διαβάσει κάτι ολοκληρωμένο.
»Μόνο μη με ρωτήσεις αν έχω διαβάσει όλα τα βιβλία της συλλογής μου, όπως με ρωτάει όλος ο κόσμος. Φυσικά, όχι. Όμως τα έχω ξεφυλλίσει όλα, τα έχω ξεκινήσει σχεδόν όλα και ‒το μόνο σίγουρο‒ τα έχω αγοράσει όλα».
Στο «υπνοδωμάτιο των ξένων» ένα εντυπωσιακό κέντημα της Εθνικής Πρόνοιας σε σχέδιο του Τσαρούχη τραβάει το βλέμμα, ενώ λίγο πιο δίπλα στριμώχνονται σε ένα τραπέζι αρκετά από τα κεραμικά της Βερναδάκη. Αναρωτιέμαι αν καμιά φορά νιώθει να τον πνίγουν τα αντικείμενα που έχει μαζέψει.
«Όχι» μου απαντά αποφασιστικά. «Αν και ως διακόσμηση σπιτιού θα ήταν καλό να ήταν πολύ λιγότερα. Για παράδειγμα, τα κεραμικά της Βερναδάκη, όταν είναι όλα μαζί, δεν λειτουργούν καθόλου. Καμιά φορά παίρνω ένα από αυτά και το στήνω σε ένα άδειο τραπέζι, το χαζεύω και λέω "μα, τι αριστούργημα!". Το ίδιο γίνεται και με τους πίνακες. Ωστόσο, με έναν περίεργο τρόπο έχω μάθει να τα απομονώνω και να τα βλέπω το καθένα ξεχωριστά».
Το πιο αξιοσημείωτο, πάντως, είναι ότι δίπλα σε αντικείμενα που φαίνονται μεγάλης αξίας έχει τοποθετήσει πράγματα ευτελή, όπως κάτι πλαστικά πουλάκια, παλιά σουβενίρ και ξεχασμένες επιγραφές.
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Μπορείς να δεις το πιο κακόγουστο αντικείμενο δίπλα σε ένα έργο τέχνης. Όμως, για μένα, όλα έχουν την ίδια αξία. Ακόμα και τα κιτς αντικείμενα που συλλέγω δεν "κλοτσάνε", διότι πλαισιώνονται με τέχνη. Η αγάπη μου για τα κακόγουστα λαϊκά αντικείμενα ξεκινά από την αγάπη μου για την Τέχνη» μου εξηγεί.
Ο κ. Ραγιάς, είναι μεν συλλέκτης, αλλά έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Βενετία.
«Ήμουν από τους χειρότερους φοιτητές, βαριόμουνα φριχτά. Θυμάμαι πως κάποια στιγμή ήθελα να πάω στη Ρώμη για να δω μια έκθεση με ρωσικά κοστούμια. Πήρα το τρένο και άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο της έκθεσης για να προετοιμαστώ.
»Στη διαδρομή γνώρισα μια κυρία που ήταν φίλη του Κατσάρι, ενός διάσημου καθηγητή μας, ο οποίος πολιτευόταν. Μάλιστα, έγινε και δήμαρχος της Βενετίας κάποια εποχή. Τελικά, με γνώρισε σ' εκείνον και κάπως έτσι με ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους Έλληνες φοιτητές. Το γεγονός ότι τελείωσα την αρχιτεκτονική το οφείλω στο ότι πήγα να δω εκείνη την έκθεση».
Καθώς μου δείχνει τη συλλογή του με χειροτεχνήματα φυλακισμένων απορώ πώς ξεσκονίζει όλα αυτά τα λογής-λογής αντικείμενα που στοιβάζονται πάνω σε τραπέζια, ράφια και έπιπλα. «Δεν ξεσκονίζονται σχεδόν ποτέ» μου λέει γελώντας.
«Κάποια στιγμή έφερα μια κυρία να με βοηθάει στο καθάρισμα όμως τελικά κατέληξα να την παίρνω μαζί μου στο παζάρι του Ελαιώνα για να με βοηθάει με τα ψώνια».
Μου δείχνει ένα πορτρέτο της Ιβόν Σανσόν και μου λέει ότι είναι του Ντε Κίρικο. «Αυτό το βρήκα από τον πατέρα μου. Δεν είναι κάτι σπουδαίο, αλλά μου αρέσει».
Μετά, μου δείχνει έναν μικρό πίνακα που φαίνεται μίμηση του Έγκον Σίλε, αλλά όπως μου λέει ο συνομιλητής μου είναι δημιουργία του Παπαλουκά. «Πολλοί μπορεί να προσπερνούσαν αυτό τον πίνακα, όμως για μένα είναι σημαντικός, διότι μου δίνει μια σημαντική πληροφορία για τον Παπαλουκά, ο οποίος είναι σπουδαίος ζωγράφος».
Αναρωτιέμαι αν ένας συλλέκτης νιώθει ποτέ ικανοποιημένος. «Για να νιώσεις ικανοποίηση, όταν βρίσκεις κάτι που σε ενδιαφέρει πολύ πρέπει να το αγοράζεις τουλάχιστον 20% πάνω από τις δυνατότητές σου. Δηλαδή, πρέπει να στερηθείς κάτι. Σ' εμένα αυτό έχει συμβεί μόνο με τους πίνακες. Δηλαδή, έχω δανειστεί λεφτά για να τους πάρω.
Πολλοί με ρωτούν τι θα γίνουν όλα αυτά άμα πεθάνω, όμως δεν θέλω να επιβάλω σε κανέναν την παρουσία μου μετά τον θάνατό μου. Ας τα βγάλουν στον δρόμο, ας αδειάσουν το σπίτι στο πεζοδρόμιο. Δεν έχω καμιά αγωνία. Ακόμη κι αν πεταχτούν στα σκουπίδια, κάποιος θα βρεθεί να τα πάρει, όπως έκανα κι εγώ».
σχόλια
test comment