Στην ανατολική πλευρά του κέντρου της Θεσσαλονίκης διατηρείται ατόφια σχεδόν όλη η μακραίωνη ιστορία της πόλης. Περπατώντας στον πεζόδρομο της Δημητρίου Γούναρη μπορεί κανείς να το καταλάβει εύκολα. Ψηλά, η βυζαντινή ακρόπολη του Επταπυργίου, σκαρφαλωμένη πάνω από τις στέγες της Άνω Πόλης. Στη μέση κυριαρχεί ο όγκος της ρωμαϊκής Ροτόντας με τον οθωμανικό της μιναρέ, στο όριο της Εγνατίας δεσπόζει η «καμάρα» με τα ανάγλυφα που αφηγούνται με ελληνορωμαϊκή περηφάνια τη νίκη του Καίσαρα Γαλέριου επί των Περσών.
Κατηφορίζοντας, ανάμεσα σε κτίρια του Μεσοπολέμου και «μυρμηγκοφωλιές» της αντιπαροχής, διασχίζοντας μπουγατσατζίδικα και κρεπερί, το μάτι θα ξεκουραστεί στο γαλάζιο του Θερμαϊκού, αυλακωμένο από πλεούμενα κάθε μεγέθους, για να καταλήξει στις πελώριες χιονοσκεπείς κορυφές του Ολύμπου. Είναι η θέα που ο E. Herbrar, o κύριος υπεύθυνος του πολεοδομικού σχεδιασμού της πόλης μετά την πυρκαγιά του 1917, θεωρούσε την ωραιότερη του κόσμου...
Ο σχεδιασμός των δρόμων της πυρίκαυστης ζώνης δεν είναι καθόλου τυχαίος. Αφήνουν το μάτι να συνομιλήσει με όλα τα μνημεία του παλίμψηστου του κέντρου της πόλης. Μιας πόλης που από την ίδρυσή της από τον Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο μέχρι σήμερα δεν έπαψε ποτέ να έχει τον αστικό χαρακτήρα μιας μεγαλούπολης.
Μετά τον θάνατο του Γαλέριου το 311 μ.Χ. είναι ο Μεγάλος Κωνσταντίνος που συνεχίζει το οικοδομικό πρόγραμμα του προκατόχου του κατά τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που μένει στην πόλη. Μάλιστα, λέγεται πως είχε σκεφτεί να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη τη νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, τον κέρδισαν όμως ο Βόσπορος και η πολίτικη κουζίνα.
Στον άξονα της Δημητρίου Γούναρη, στην πολύβουη και ζωντανή πλατεία Ναυαρίνου, δεσπόζει ένας ολόκληρος κόσμος. Τα ορατά του κατάλοιπα αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα μνημεία αυτού του είδους της ύστερης αρχαιότητας σε όλη την Ευρώπη. Είναι το ανακτορικό συγκρότημα του Γάιου Γαλέριου Μαξιμιανού. Χτισμένο στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο της πρωτεύουσας του ενός τετάρτου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις και τον θεσμό της τετραρχίας, του οξυδερκούς αυτοκράτορα Διοκλητιανού, ο οποίος αντιλήφθηκε τις ικανότητες του κατά τ' άλλα ταπεινής καταγωγής πρώην ποιμένα των ιλλυρικών βουνών Γαλέριου, κάνοντάς τον βοηθό του, δίνοντάς του τον τίτλο του Καίσαρα, τις μισές ανατολικές επαρχίες για να διοικήσει και την κόρη του, Βαλέρια, για γυναίκα. Ο περιχαρής Γαλέριος, όπως και οι υπόλοιποι τρεις τετράρχες, αποφασίζουν να θεσπίσουν πρωτεύουσες των επαρχιών τους προϋπάρχουσες κομβικές πόλεις. Έτσι, η Θεσσαλονίκη αποτελεί την εποχή εκείνη ένα πραγματικό εργοτάξιο μεγαλοπρεπών κτισμάτων, καθώς ο Γαλέριος αποφασίζει να καταστήσει την πόλη μια αυτοκρατορική πρωτεύουσα αντάξιά του.
Η πόλη αποκτά μεγάλα και επιβλητικά κτίρια, ορισμένα από τα οποία είναι ακόμη ορατά. Στον χώρο μεταξύ των ανατολικών τειχών και της πυκνοκατοικημένης περιοχής που οριοθετεί το θέατρο-στάδιο της πόλης ανεγείρονται πολλά μεγαλοπρεπή κτίρια. Με πρόσβαση από τη θάλασσα, που τότε βρισκόταν στο επίπεδο της οδού Μητροπόλεως, υπήρχε μια περίστυλη αυλή που οδηγούσε σε μεγάλο και πολυτελές οκταγωνικό κτίριο βασιλικών ακροάσεων εμβαδού 875 μέτρων και ύψους 29 μέτρων. Δίπλα του υπήρχε συγκρότημα πολυτελών λουτρών για τους ενοίκους του ανακτόρου, του οποίου οι λειτουργικοί χώροι αναπτύσσονταν γύρω από μια περίστυλη αυλή με περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα, σε άμεση γειτνίαση με μια τεραστίων διαστάσεων (67x20x30 μ.) βασιλική αίθουσα με δίριχτη στέγη. Λίγο βορειότερα, μια αίθουσα συμποσίων με υποδαπέδιο σύστημα θέρμανσης – γιατί τη Θεσσαλονίκη πολλοί αγάπησαν, την υγρασία της κανένας...
Ο χώρος των συμποσίων έχει διαχρονική χρήση, με τους γύρους από τα τριγύρω γυράδικα να καταλήγουν πολλές φορές στον ίδιο χώρο.
Βορειότερα δεσπόζει η επιβλητική τετράπλευρη αψίδα του θριάμβου του νικητή των Περσών (μετά την πρώτη του παντελώς αποτυχημένη εκστρατεία) Καίσαρα Γαλέριου, στολισμένη με επιβλητικά ανάγλυφα που εξυμνούν τον νικηφόρο στρατηγό ως μετεμψυχωμένο Αλέξανδρο, απόγονο του Άρη και νέου Ρωμύλου. Βορειότερα και μνημειακά τοποθετημένη εκατέρωθεν περίστυλων οδών χτίζεται η Ροτόντα, ένα μεγαλειώδες περίκεντρο θολοσκεπές κτίριο που χρησιμοποιούνταν κατά πάσα πιθανότητα ως πάνθεο, δηλαδή ιερό όλων των θεών της Αυτοκρατορίας. Τέλος, σε μια έκταση ανατολικά, δίπλα στα τείχη, βοά το μεγαλοπρεπέστερο οικοδόμημα όλων, εκεί όπου η εξουσία συναντούσε τον λαό, ο μεγάλος Ιππόδρομος. Με μήκος πάνω από 450 μέτρα και πλάτος 95 μ., κατατάσσει τη Θεσσαλονίκη ως μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας.
Μετά τον θάνατο του Γαλέριου το 311 μ.Χ. είναι ο Μεγάλος Κωνσταντίνος που συνεχίζει το οικοδομικό πρόγραμμα του προκατόχου του κατά τα μεγάλα χρονικά διαστήματα που μένει στην πόλη. Μάλιστα, λέγεται πως είχε σκεφτεί να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη τη νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, τον κέρδισαν όμως ο Βόσπορος και η πολίτικη κουζίνα.
Στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο έρχονται και εποχές μεγάλων αλλαγών και αναταράξεων. Τα μεγάλα ιερά γίνονται ναοί της νέας θρησκείας, ενώ ο Ιππόδρομος βάφεται με το αίμα 7.000 Θεσσαλονικέων ως δείγμα της μηδενικής ανοχής του Θεοδόσιου σε οποιαδήποτε εξέγερση, όπως αυτή η αψυχολόγητη των Θεσσαλονικέων με αφορμή έναν δημοφιλή ηνίοχο των αρματοδρομιών.
Οι καιροί αλλάζουν και η οκτάγωνη αίθουσα μετατρέπεται σε εκκλησία, μέχρι να καταρρεύσει μάλλον από σεισμό τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ο Ιππόδρομος σταδιακά εγκαταλείπεται και μένει ως στοιχειωμένος τόπος μέχρι που θα θαφτεί στα επάλληλα στρώματα της πόλης. Η Καμάρα στέκει ακόμα αγέρωχη, αλλά ακρωτηριασμένη. Μόνο η Ροτόντα παραμένει το μοναδικό ρωμαϊκό ιερό που σώζεται από τα θεμέλια ως τη στέγη, στολισμένη με παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά και οθωμανικά αραβουργήματα. Τα υπόλοιπα κτίρια χάθηκαν στην αχλή του χρόνου, μέχρι που οι πολεοδομικές αλλαγές και οι ανασκαφές του 20ού αιώνα άρχισαν να φέρνουν ξανά στο φως την αυτοκρατορική αίγλη που βρέθηκε θαμμένη κάτω από το μουσουλμανικό τέμενος Ακτσέ Μετζίτ και απαλλοτριωμένα προσφυγικά σπιτάκια.
Μετά τις ανασκαφές της δεκαετίας του '60 και παρά την ανέγερση πολυώροφων οικοδομών σχεδόν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, τα υπολείμματα της μεγαλοπρεπούς και μαρμαροστρωμένης οκτάγωνης αίθουσας, των πολυτελών λουτρών, του κεντρικού ανακτόρου με την αυλή και της βασιλικής αίθουσας ανασκάπτονται και συντηρούνται μαζί με τα πολύχρωμα περίτεχνα ψηφιδωτά τους. Η αποκατάσταση του οριοθετημένου στην καρδιά της πόλης αρχαιολογικού χώρου αποσπά το 2008 το μεγάλο βραβείο της Europa Νostra. Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο χώρος παρέμεινε κλειστός για το κοινό και αφύλακτος, με αποτέλεσμα να υποστεί βανδαλισμούς και να απαξιωθεί, τα δε υπέροχα ψηφιδωτά καλύφθηκαν με χώμα για να προστατευτούν από τις καταστροφές.
Πριν από περίπου έναν μήνα, μετά από κινήσεις μεμονωμένων ατόμων, όπως η αρχιτέκτων και αναστηλώτρια του μνημείου κ. Φανή Αθανασίου, σε συνεργασία με διαδικτυακές ομάδες και συλλόγους, σαν αυτήν των Φίλων του Ιστορικού Κέντρου, τους φίλους των μνημείων και της ΕΛΕΤ, συγκεντρώθηκαν υπογραφές και οι υπεύθυνοι διέθεσαν φύλακες, καθιστώντας τον χώρο πάλι επισκέψιμο. Ο αγώνας αυτός θα συνεχιστεί μέχρι ο χώρος να γίνει και πάλι φυλασσόμενος 24 ώρες το 24ωρο, ούτως ώστε να είναι ασφαλές να αποκαλυφθούν ξανά τα πολύχρωμα ψηφιδωτά και να λάμψουν στο φως του ήλιου.
Εικονική περιήγηση στο Γαλεριανό Συγκρότημα σε slideshow
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO