Φωτογραφίες του εσωτερικού του διαμερίσματος της οδού Λέψιους 10 στην Αλεξάνδρεια
Μια σειρά έξι φωτογραφιών, μοναδικό τεκμήριο του εσωτερικού του διαμερίσματος της οδού Λέψιους 10 στην Αλεξάνδρεια, χάρη στις οποίες ταυτοποιούνται τα αντικείμενα και τα έπιπλα του Aρχείου Καβάφη: βιβλιοθήκες και καθίσματα, το γραφείο και το κρεβάτι του, ένας καναπές, πολυθρόνες, κονσόλα με καθρέφτη, κηροπήγια, κάδρα στους τοίχους, η μεγάλη φωτογραφία της μητέρας του, επιτοίχιες και επιτραπέζιες κορνίζες, χαλιά, βάζα και άλλα. Όλες οι φωτογραφίες φέρουν την υπογραφή του Απόστολου Βερβέρη (Σμύρνη 1900 - Αθήνα 1980) όπως και δύο φωτογραφίες του δωματίου στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, όπου πέθανε ο Καβάφης. Σε αυτές διακρίνονται κάποια προσωπικά του αντικείμενα, όπως το καπέλο και το σημειωματάριό του με το μολύβι. Επίσης, υπάρχουν δύο φωτογραφίες του Καβάφη μέσα στο διαμέρισμά του γύρω στο 1930, ενώ γνωρίζουμε ότι ο φωτογράφος είναι ο Racine.
Η οικογένεια Καβάφη
Φωτογραφικό πορτρέτο της μητέρας του Χαρίκλειας Καβάφη (1834-1899) το γένος Φωτιάδη από την πρώτη περίοδο του γάμου της στην Αγγλία. Παντρεύτηκε τον Πέτρο-Ιωάννη Καβάφη σε ηλικία μόλις 14 χρονών και μετά από δύο χρόνια έγγαμου βίου, που τα πέρασε στο σπίτι της πεθεράς της στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησε τον σύζυγό της στην Αγγλία. Εκεί έμαθε αγγλικά και γαλλικά και το 1855 εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο. Η αλεξανδρινή κοινωνία τη χαρακτήρισε ως την ωραιότερη γυναίκα της Αλεξάνδρειας. Έκανε εννέα παιδιά, εκ των οποίων ένα κορίτσι, η Ελένη, και ο έβδομος γιος της, Παύλος, πέθαναν βρέφη. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο μικρότερος. Με τον θάνατο του άντρα της το 1870 επιστρέφει μαζί με τα παιδιά της στην Αγγλία και σταδιακά η περιουσία εξανεμίζεται. Μετά από παλινωδίες και περιπέτειες κάθε φύσης, η οικογένεια εγκαθίσταται οριστικά το 1879 στην Αλεξάνδρεια.
Τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε η αρχηγός της οικογένειας, προστατευτική και στοργική μητέρα για όλα της τα παιδιά. Αγαπούσε τα φωτογραφικά πορτρέτα και είναι χαρακτηριστικό ότι πέθανε τον Φεβρουάριο του 1899 καθώς κατέβαινε από την άμαξα για να μπει στο φωτογραφείο των Fettel και Bernard στην κεντρική λεωφόρο Ραμλίου, συνοδευόμενη από τον γιο της Παύλο. Ο Κωνσταντίνος την είδε αργότερα στο σπίτι, αλλά ήταν πλέον αργά. Κηδεύτηκε την επόμενη ημέρα.
Ο Αλέξανδρος Καβάφης, ο οποίος απεικονίζεται στη μία από τις δύο κορνίζες που εκτίθενται στο μουσείο, ήταν από τους πιο αγαπημένους αδελφούς του ποιητή – μαζί πραγματοποίησαν το πρώτο τους ταξίδι στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1901. Οι εντυπώσεις των δύο από την πρώτη εκείνη επίσκεψη ήταν εξαιρετικές. Ο Αλέξανδρος, παντρεμένος με την εύπορη κόρη γαιοκτήμονα Θελξιόπη Θεοδώρου, με την οποία απέκτησαν μια κόρη, την Ελένη Κωλέττη, το καλοκαίρι του 1905 αρρωσταίνει στην Αθήνα με τυφοειδή πυρετό και ο Κωνσταντίνος ταξιδεύει εσπευσμένα για να του συμπαρασταθεί. Στην πρώτη σελίδα του ημερολογίου του εκείνων των ημερών κατηγορεί τους γιατρούς για εσφαλμένη θεραπευτική αγωγή. Ο Αλέξανδρος κατέληξε στις 21 Αυγούστου σε ηλικία μόλις 50 χρόνων. Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Στη δεύτερη κορνίζα απεικονίζεται η θεία του Καβάφη, Ευβουλία Παπαλαμπρινού, αγαπημένη αδελφή της μητέρας του, ένα από τα οκτώ αδέλφια της οικογένειας Φωτιάδη στην Κωνσταντινούπολη.
Έπιπλα
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν δύο έπιπλα, το γραφείο του και η βελούδινη πολυθρόνα του. Ιδού δύο μαρτυρίες από το διαμέρισμα της οδού Λέψιους που σχετίζονται με αυτά. Ο Ιταλός δημοσιογράφος και μεταφραστής Atanasio Catraro έγραψε: «Τα πράγματα σου ’φερναν στο μυαλό τον χαμένο πλούτο της οικογένειας Καβάφη, ανεπανόρθωτα φθαρμένα από τα χρόνια: υφάσματα τριμμένα και ξεφτισμένα, ξύλα ξεθωριασμένα και φαγωμένα από τον χρόνο, χαλιά κουρασμένα κι έτοιμα να ξεφτίσουν. Ένα άλλο σαλόνι στο διαμέρισμα είχε μονάχα ένα μικρό ντιβάνι και δυο μικρές πολυθρόνες… Στο γυμνό δωμάτιο, το κρυφό του σπουδαστήριο, γεννήθηκαν ύστερα από τις πρώτες δοκιμές, μέσα σ’ ένα τέταρτο του αιώνα, τα ποιήματά του, που, ακατανόητα στην αρχή για πολύν καιρό, θα προκαλούσαν αργότερα τον θαυμασμό ακόμα και στις πιο μακρινές χώρες». Και ο Ι.Α. Σαρεγιάννης, από τους φίλους και αναλυτές της ποίησής του, περιέγραψε το σπίτι: «Μ’ έκπληξη για πρώτη φορά αντιλήφθηκα πως ήταν κατάφορτο από τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγματα: βελούδινες, ξεθωριασμένες πολυθρόνες, υφάσματα παλιά Μπουχάρας και Ινδιών στα παράθυρα και στον καναπέ, ένα γραφείο μαύρο με χρυσά, καρέκλες pliantes σαν αυτές που βρίσκονται στις αποικίες… Τίποτα το εξαιρετικό και το πραγματικά ωραίο δε διέκρινα, έτσι που ήταν μαζεμένα μού θύμιζαν τα μαγαζιά, όπου πουλούν έπιπλα παλιά. Το ανεμομάζωμα αυτό ήταν άραγε γούστο της εποχής του;».
Η νεκρική μάσκα
Στις 29 Απριλίου 1933, ο ποιητής πεθαίνει στην πόλη όπου γεννήθηκε και έζησε, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παράδοση της εποχής, η οποία συναντάται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης ήδη από την αρχαιότητα, η πρακτική της αποτύπωσης της νεκρικής μάσκας σε γύψο ή κερί έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν από τους ζωγράφους με σκοπό τη δημιουργία των μεταθανάτιων πορτρέτων των εκλιπόντων, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν φωτογραφίες του νεκρού προσώπου. Στον χώρο με τα φυσικά τεκμήρια του Αρχείου Καβάφη στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα συναντάμε ένα γύψινο εκμαγείο, ένα καλούπι από το οποίο παράγονται αντίγραφα του προσωπείου όπως αυτό που θα εκτίθεται στην Οικία Καβάφη, στην ομώνυμη οδό, στην Αλεξάνδρεια, η οποία θα ανοίξει για το κοινό στις αρχές του 2024.
Πρώτη έκδοση
Η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του 1935 σε φιλολογική επιμέλεια Ρίκας Σεγκοπούλου και εικονογράφηση Τάκη Καλμούχου, από τις εκδόσεις Αλεξανδρινή Τέχνη. Συμπεριλαμβάνει όλα τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει ο ίδιος, συν το τελευταίο του, «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», συγκροτώντας τον καβαφικό κανόνα των 154 ποιημάτων. Συνολικά τυπώθηκαν 2030 αντίτυπα, εκ των οποίων τα 30 πρώτα σε ιαπωνικό χαρτί Super Nacré, 200 σε χαρτί Μαδαγασκάρης Velin Lafuma και 1800 σε χαρτί Croxley Antique Laid. Αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία τόσο στην Αλεξάνδρεια όσο και στην Αθήνα, όπου το διακινούσε το βιβλιοπωλείο Kauffman, το οποίο διεύθυνε ο Κ.Θ.Δημαράς. Στον χώρο του Αρχείου εκτίθεται το αντίτυπο με αρίθμηση 6/30.
Χειρόγραφα σημειώματα
Χειρόγραφα σημειώματα του Καβάφη, με τα οποία επικοινωνούσε όταν δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει λόγω της τραχειοτομής στην οποία υποβλήθηκε το 1932 στην Αθήνα. Στα περισσότερα ο γραφικός χαρακτήρας είναι άτσαλος και ολόκληρες φράσεις διαγραμμένες. Ορισμένα έχουν και χρονολογική ένδειξη («1932» και «1933») και τα περισσότερα είναι γραμμένα σε πρόχειρα κομμάτια χαρτιού διαφόρων μεγεθών, σε επιστολόχαρτα του ξενοδοχείου Cosmopolite της Αθήνας, του νοσοκομείου της Ελληνικής Κοινότητος Αλεξανδρείας και σε διαφημιστικά έντυπα από την Αλεξάνδρεια. Συχνά απευθύνονται στον Αλέκο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου, άλλα πάλι περιλαμβάνουν σκέψεις και θραύσματα ποιημάτων του καθώς και τίτλους τους. Δύο σημειώματα αφορούν την υγεία του. Συνολικά πρόκειται για κομμάτια χαρτιού, κάποια από τα οποία βρέθηκαν σε αυτοσχέδιο φάκελο από σκληρό χαρτί που επιγράφεται «Απ’ τα τελευταία χειρόγραφα Κ.Π.Κ.» – ο γραφικός χαρακτήρας δεν ήταν του ποιητή, πιθανότατα ήταν της Ρίκας Σεγκοπούλου. Ενδεικτικά διαβάζουμε σε επιστολόχαρτο του Cosmopolite: «Επιτέλους θα επανέρθει η φωνή, αλλά μπορεί να αργήσει», «Ρίκα, Σαν γενναία και ανώτερη και γυναίκα που είσαι λυπήσου τον φίλον», «Και τον γέροντα και τον καλλιτέχνη και ξέχασε την σύγχυση». Κι όσο πλησιάζει το τέλος: «Δεν θέλω να μιλώ, διψώ – να μη μιλώ… Θα με αρέσει να ομιλώ λίγο… Μετά από καιρό έφαγα παρέα μεσέ, τώρα (μπορεί να είναι ιδέα μου, με φαίνεται δεν καταπίνω με ευκολίαν…», «Και αν έχω νεύρα είναι κάπως δικαιολογημένα».
Τα μονόφυλλα
Το 1892 τυπώνει για πρώτη φορά σε μονόφυλλο το ποίημα «Κτίσται» και τον Ιανουάριο του 1897 εκδίδει σε τετρασέλιδο το ποίημα «Τείχη/My Walls», μια δίγλωσση έκδοση με την αγγλική μετάφραση του ποιήματος από τον αδελφό του, Τζον. Μέχρι τότε η συνήθης πρακτική ήταν η δημοσίευση ποιημάτων σε εφημερίδες και φιλολογικά περιοδικά. Με τη νέα, ρηξικέλευθη πρακτική κυκλοφόρησαν και τα ποιήματα «Δέησις» το 1898, «Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος» και «Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου» υπό τον κοινό τίτλο «Αρχαίαι Ημέραι», πάλι το 1898, και το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» σε οκτασέλιδο το 1904. Έκτοτε άρχισε να συγκεντρώνει ανάτυπα στίχων του από διάφορα περιοδικά ή τύπωνε μεμονωμένα ποιήματα, συγκροτώντας δέσμες ποιημάτων (π.χ. δύο «τεύχη» το 1904 και το 1910), ενώ υπήρξαν δέκα συγκεντρωτικές συλλογές μεταξύ 1910 και 1932. Αυτές τις προσωπικές εκδόσεις έστελνε επιλεκτικά σε φίλους και θαυμαστές, καθώς δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο. Μάλιστα, απέρριψε κάθε πρόταση συγκεντρωτικής έκδοσής τους από εκδοτικούς οίκους.
Επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου
Επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου (1867-1951) προς τον Καβάφη με ημερομηνία 26 Ιανουαρίου 1906, όπου τον ρωτάει αν σκοπεύει να επισκεφθεί την Ελλάδα με αφορμή τη Μεσολυμπιάδα του ίδιου έτους, καθώς και αν έχει συνθέσει νέα ποιήματα. Ο δημοφιλέστερος εκείνη την εποχή μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και εκδότης του περιοδικού «Νέα Εστία» (1927-1934) υπήρξε ο πρώτος που σύστησε τον Καβάφη στο αθηναϊκό κοινό με το ιστορικό άρθρο «Ένας ποιητής» που δημοσιεύθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1903 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Παναθήναια». Πρόκειται για μια εκτενή μελέτη με εύστοχες αναλύσεις, όπου παρατίθενται τα ποιήματα «Δέησις», «Θερμοπύλες», «Διακοπή», «Κεριά», «Τα παράθυρα», «Το πρώτο σκαλί» και «Che fece… il gran rifiuto». Συμπληρωματικά, προβάλλει και τον ίδιο τον ποιητή όχι μόνο ως σημαντική πνευματική προσωπικότητα αλλά και ως «Αλεξανδρινό κομψευόμενο» που πίσω από την εμφάνιση ενός «εμπόρου γλωσσομαθούς κ’ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται ο φιλόσοφος και ο ποιητής». Αν και το άρθρο δεν είχε την επίδραση που ο συντάκτης του ήλπιζε να έχει, οι μελετητές του Καβάφη επιστρέφουν πάντα σε αυτό ως μια σημαντική στιγμή στην πορεία της αναγνώρισής του. Τον Οκτώβριο του 1925 ο Καβάφης θα ανταποδώσει στον Ξενόπουλο όλα όσα έγραψε για εκείνον όταν η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων εκδίδει «Αναμνηστικόν Τεύχος» για τη θεατρική τριακονταετηρίδα του Ξενόπουλου (1895-1925) και συμμετέχει με εγκωμιαστικό σχόλιό του.
Χειρόγραφες αφιερώσεις
Ανάμεσα στις χειρόγραφες αφιερώσεις διακεκριμένων ποιητών και πεζογράφων προς τον Καβάφη ξεχωρίζουν δύο, εκείνη του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος στα «Νηπενθή» του 1921, στο εσώφυλλο, γράφει: «Στον ποιητή Καβάφη, Με το βαθύτερο θαυμασμό. Καρυωτάκης» και μια επιστολή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη με χρονολογία 30.VII.32. Διαβάζουμε: «Σεβαστέ μου, Μ’ αληθινή αγωνία παρακολούθησα τις φάσεις της αρρώστιας σας – και μ’ ανέκφραστη χαρά μαθαίνω, τώρα, την ευφρόσυνη λήξη της… Δε θέλησα να σας ταράξω στο κρεβάτι του μαρτυρίου σας (θα μου ήταν εξαιρετικά οδυνηρό, και μένα) – τώρα, όμως, που πληροφορούμαι το αίσιο γεγονός της επικείμενης ανάρρωσεώς σας, ελπίζω σύντομα να σας δω, ενώνοντας, κ’ εγώ τη χαρά και τη στοργή μου, στη χαρά και τη στοργή όλων εκείνων που σας αγαπούν! – Φίλος σας, Ναπολέων Λαπαθιώτης».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.