Το ερευνητικό έργο 100memories του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών παρουσιάζει, έως τις 5 Νοεμβρίου 2022, στους κατοίκους και επισκέπτες της πόλης του Βόλου την εφήμερη έκθεση με τίτλο: «(Σ)τα βήματα των ανθρώπων».
Στα τελευταία 100 χρόνια πολλαπλές μετακινήσεις διαμόρφωσαν τις πόλεις στις οποίες κατοικούμε. Εκκινώντας από την προσφυγική μετακίνηση του 1922-1924 και συνεχίζοντας με τις εσωτερικές μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μετανάστευση προς τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία και την Αμερική μετά τη δεκαετία του 1950, τις αφίξεις μεταναστών από τα Βαλκάνια, την ανατολική Ευρώπη και τον παγκόσμιο Νότο έως την προσφυγική μετακίνηση του 2015, επιχειρούμε να ανασυνθέσουμε ένα μωσαϊκό κινητικότητας από και προς την Ελλάδα τον 20ό και 21ο αιώνα.
Για λίγες μέρες, από το τσαγκαράδικο του Δαμιανού Παυλιόγλου στην Ιωλκό, ακολουθούμε ίχνη από τα βήματα των ανθρώπων που έφτασαν και έφυγαν από τις συνοικίες της Νέας Ιωνίας και της Ιωλκού, βήματα που διασταυρώνονται στον χώρο και στον χρόνο. Τα παπούτσια τους θα μας περπατήσουν στις διαδρομές της ζωής τους, στις μικρές ιστορίες τους, προσωπικές και συλλογικές, που χαράσσονται από –αλλά και χαράσσουν– τις μεγάλες ιστορίες, αυτές των πολέμων, των διώξεων, των ξεριζωμών, της ανισότητας και της φτώχειας.
Σε αυτούς τους μικρούς, «ασήμαντους» χώρους της καθημερινότητας καθρεφτίζονται οι μεγάλες και «σημαντικές» ιστορίες των ξεριζωμών, των πολέμων, των πολιτικών συγκρούσεων των οικονομικών καταστροφών. Καθρεφτίζονται όμως παράλληλα και οι ιστορίες του μόχθου, της ελπίδας και του αγώνα για επιβίωση.
Σε αυτούς τους μικρούς, «ασήμαντους» χώρους της καθημερινότητας καθρεφτίζονται οι μεγάλες και «σημαντικές» ιστορίες των ξεριζωμών, των πολέμων, των πολιτικών συγκρούσεων των οικονομικών καταστροφών. Καθρεφτίζονται όμως παράλληλα και οι ιστορίες του μόχθου, της ελπίδας και του αγώνα για επιβίωση. Σε μια ανάγνωση που εκκινεί από τους χώρους της καθημερινής ζωής, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες νοηματοδοτούνται ως δρώντα υποκείμενα που μέσα από ατομικές και συλλογικές πρακτικές επιχειρούν να ξαναχτίσουν τη ζωή τους – και κατά συνέπεια τις (νέες) πόλεις που κατοικούν.
Μουσουλμάνοι, Ισραηλίτες, ορθόδοξοι, Τσιγγάνοι και «ξένοι», Ευρωπαίοι και μη, συνθέτουν την πληθυσμιακή ποικιλομορφία της Θεσσαλίας σε όλον σχεδόν τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1881, χρονολογία ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ο θεσσαλικός πληθυσμός κατανέμεται, όσον αφορά το θρήσκευμα, με τον ακόλουθο τρόπο: ορθόδοξοι: 90%, μουσουλμάνοι: 9,1%, Εβραίοι: 0,9%. Το 1881 πολλοί Οθωμανοί ετοιμάζονται να φύγουν, μη επιθυμώντας να ζήσουν στην ελληνική επικράτεια.
Με την τελευταία περίοδο αστάθειας, που εγκαινιάζεται από τις ταραχές του 1878 και τελειώνει με την προσάρτηση στην Ελλάδα το 1881, οι Οθωμανοί των θεσσαλικών πόλεων εγκαταλείπουν την περιοχή. Οι μουσουλμάνοι του Βόλου τον εγκαταλείπουν οριστικά στις 2 Νοεμβρίου 1881, την ημέρα κατά την οποία ο ελληνικός στρατός προελαύνει στην πόλη. Όσον αφορά στους Εβραίους, οι περισσότεροι κατοικούσαν στις πόλεις και η σπουδαιότερη κοινότητά τους βρισκόταν στη Λάρισα (68%), και ακολουθούσαν τα Τρίκαλα (20%) και ο Βόλος(12%).
Ο Βόλος την εποχή της προσάρτησής του στην Ελλάδα δεν είναι παρά μια μικρή πόλη που μετά βίας φτάνει τους 5.000 κατοίκους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απογραφή του 1881, ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 4.987 κατοίκους. Ανάμεσα σε αυτούς οι 600 ήταν μουσουλμάνοι και οι 300 Εβραίοι. Αντίθετα με τους μουσουλμάνους, που εγκατάλειψαν μαζικά την πόλη μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, Εβραίοι συνέχισαν να συρρέουν εκεί από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Το 1920 οι Εβραίοι ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα. Ο αριθμός τους άρχισε να μειώνεται σταδιακά την επόμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα το 1935 να αριθμούν σχεδόν 1.250 άτομα και τις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου μόλις 882 άτομα. Τα πρώτα αντιεβραϊκά μέτρα των Γερμανών εκδηλώθηκαν τον Οκτώβριο του 1943, ενώ τον Μάρτιο του 1944 συνελήφθησαν και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου και εξοντώθηκαν, 155 Εβραίοι του Βόλου. Από το 1948 και έπειτα οι Εβραίοι κάτοικοι του Βόλου μεταναστεύουν προς το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Στο γύρισμα του 20ού αιώνα, λοιπόν, η πόλη αναπτυσσόταν τόσο δημογραφικά όσο και οικονομικά. Ο πληθυσμός της αυξάνεται σταθερά: από τους 4.987 κατοίκους το 1881, φτάνει τους 11.029 το 1889 και τους 23.563 το 1907. Αύξηση η οποία σχετίζεται κυρίως με την εσωτερική μετακίνηση πληθυσμών από τις αγροτικές περιοχές του Πηλίου και της θεσσαλικής ενδοχώρας, καθώς η πόλη γνωρίζει την πρώτη φάση της βιομηχανικής της ανάπτυξης.
Σε αυτές τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αρχίζουν και οι προσφυγικές ροές προς τον Βόλο. Πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων στον χώρο της βαλκανικής χερσονήσου και της Μ. Ασίας, φτάνουν στην πόλη και στα περίχωρά της. Ορισμένοι θα εγκατασταθούν στην πόλη μόνιμα ή προσωρινά, και σε άλλες περιπτώσεις θα ιδρύσουν προσφυγικά χωριά, όπως τη Νέα Αγχίαλο Μαγνησίας, η οποία δημιουργήθηκε το 1907 από πρόσφυγες της Αγχιάλου της Βουλγαρίας.
Μεταξύ 1921 και 1924 ο Βόλος έγινε χώρος υποδοχής και εγκατάστασης μεγάλου αριθμού προσφύγων (11.945 σε σύνολο πληθυσμού 47.892 κατοίκων, σύμφωνα με την απογραφή του 1928) που προκάλεσε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος της περιόδου 1919-1922. Η πόλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, χάρη στην παρουσία των προσφύγων οι οποίοι στην πλειονότητά τους αποτέλεσαν φθηνό εργατικό δυναμικό, μετασχηματίζεται σε ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της χώρας.
Η ακμάζουσα βιομηχανία της πόλης έλκει τους ανθρώπους της υπαίθρου με τα θέλγητρα της αστικής ζωής και της εξασφάλισης μιας θέσης εργασίας. Κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η πόλη του Βόλου φαίνεται πως γενικότερα ασκεί μια «ελκτική δύναμη» προς τα αγροτικά στρώματα, καθώς παρουσιάζεται πολλές φορές ως ο ιδανικός τόπος εξεύρεσης εργασίας.
Άνδρες και γυναίκες από τα χωριά του Πηλίου και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τις δυο πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες θα συνεχίσουν να καταφτάνουν στον Βόλο αναζητώντας εκεί εργασία. Για τους εσωτερικούς μετανάστες, ωστόσο, αυτής της περιόδου η ώθηση προς την πόλη δεν προκαλείται μόνο από οικονομικούς παράγοντες, αλλά και από «δυνάμεις» που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα αυταρχικά χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος τα οποία διαμορφώθηκαν με το τέλος της περιόδου της Κατοχής και κυριάρχησαν σε ολόκληρη τη μεταπολεμική εποχή, όχι μόνο στον Βόλο αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Διάρκεια: έως 5 Νοεμβρίου 2022
Διεύθυνση: Υποδήματα Δαμιανού Παυλιόγλου,
Στρατηγού Μακρυγιάννη 145, Βόλος
Ώρες επίσκεψης: 10:00-14:00 & 18:00-21:00
Η είσοδος στην έκθεση είναι δωρεάν