Η ηλικιωμένη Ρόουζ του «Τιτανικού», η μυθική Γκλόρια Στιούαρτ, που πρόλαβε να πατήσει τα 100 λίγο πριν φύγει από τη ζωή το 2010, ήταν μέχρι φέτος η γηραιότερη υποψήφια για Όσκαρ στην ιστορία του θεσμού, παίρνοντάς την στα 87 της χρόνια.
Μοιάζει εξωπραγματικό, αλλά αυτό το δύσκολο ρεκόρ καταρρίφθηκε φέτος από 3 άτομα, τον 88χρονο Κρίστοφερ Πλάμερ, που ως τον Νοέμβριο δεν ήταν καν προγραμματισμένο να παίξει στο «Όλα τα λεφτά του κόσμου» που έβγαινε τον επόμενο μήνα, αλλά στις ταινίες του Ρίντλεϊ Σκοτ όλα γίνονται, τον 89χρονο Τζέιμς Άιβορι, που έχει γράψει το σενάριο του «Call me by your name», και την κατά 10 μέρες μεγαλύτερή του Ανιές Βαρντά, που είδε το τελευταίο της ντοκιμαντέρ να φτάνει μέχρι την πόρτα της Ακαδημίας.
Την ίδια εικόνα βγάζει και τους τελευταίους μήνες, κατά τους οποίους χαίρεται ιδιαιτέρως την επιτυχία της ταινίας ως καλεσμένη σε εκδηλώσεις και φεστιβάλ. Με πολύ κέφι και ενέργεια μιλά για την ταινία αλλά και για το σύνολο της καριέρας της, την οποία φαίνεται να κλείνει ούσα γεμάτη με όσα έκανε. Δεν είναι λίγα άλλωστε.
Το «Πρόσωπα & Ιστορίες» που γύρισε η Βαρντά μαζί με τον νεαρό φωτογράφο JR είναι ένα συναρπαστικό οδοιπορικό στην επαρχιακή Γαλλία, με τους δυο τους να παραδίδουν γιγαντιαίες αφίσες των προσώπων που βρίσκουν στον δρόμο τους, δίνοντάς τους το κίνητρο να βγάλουν προς τα έξω τις ιστορίες τους. Η Βαρντά μοιάζει αειθαλής στο ταξίδι αυτό και δεν φιλμάρει με τη λογική μιας ηλικιωμένης.
Την ίδια εικόνα βγάζει και τους τελευταίους μήνες, κατά τους οποίους χαίρεται ιδιαιτέρως την επιτυχία της ταινίας ως καλεσμένη σε εκδηλώσεις και φεστιβάλ.
Με πολύ κέφι και ενέργεια μιλά για την ταινία αλλά και για το σύνολο της καριέρας της, την οποία φαίνεται να κλείνει ούσα γεμάτη με όσα έκανε. Δεν είναι λίγα άλλωστε.
Η Βαρντά γεννήθηκε το 1928 στις Βρυξέλλες και πέρασε αρκετά από τα νεανικά της χρόνια στη γαλλική πόλη Σετ, στα νότια της χώρας.
Μεγάλωσε με το όνομα Αρλέτ, το οποίο άλλαξε σε Ανιές μόλις έγινε 18 χρονών, και βρέθηκε στη Σορβόννη, όπου σπούδασε λογοτεχνία, όμως γρήγορα ασχολήθηκε με κάτι που της φάνηκε πολύ πιο ενδιαφέρον, τη φωτογραφία.
Αναλαμβάνοντας δουλειές για εφημερίδες, η Βαρντά έκανε ταξίδια ως το 1954, όταν αποφάσισε, με ελάχιστα μέσα και ουσιαστικά εκτός συστήματος, να γυρίσει ένα φιλμ, αν και η σχέση της ως τότε με τον κινηματογράφο ήταν ανύπαρκτη.
Έχοντας δει πολύ λίγες ταινίες στη ζωή της, εκμεταλλεύτηκε ακριβώς αυτό, την άγνοιά της σε δομή περιεχομένου και φόρμας, γυρνώντας στην πόλη όπου μεγάλωσε ένα υβριδικό φιλμ, το «Pointe Courte», με θέμα ένα νεαρό ζευγάρι που θα περνούσε ένα μικρό διάστημα εκεί μέχρι να αποφασίσει αν θα έμενε μόνιμα ή θα μετέβαινε στο Παρίσι.
Η ταινία της, πέραν των αυτοβιογραφικών αναφορών, αφού και στο μυαλό της ίδιας μαινόταν η μάχη μεταξύ του μέρους όπου μεγάλωσε και της πρωτεύουσας, ήταν μια μείξη ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, με πλάνα από την καθημερινή ζωή και τη δουλειά των ψαράδων να έρχονται κατευθείαν από το νεορεαλιστικό σινεμά της Ιταλίας, και ειδικότερα από το «Η γη τρέμει» του Βισκόντι.
Πέρα από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι δεν υπήρχαν άλλοι επαγγελματίες ηθοποιοί, πράγμα πρωτόγνωρο για γαλλικό φιλμ, πέντε χρόνια πριν από τη γενιά της nouvelle vague που έβγαλε τις κάμερες στον δρόμο του Παρισιού, κάνοντας κάτι παρόμοιο.
Σκηνή από το «La Pointe Courte».
Πέρα από την καινοτομία, όμως, η Βαρντά δεν αντιμετώπισε το μέρος ως μια ψυχρή πρωτευουσιάνα παρατηρήτρια, αλλά με μια ευαισθησία που προερχόταν από τις δικές της εμπειρίες εκεί και το φωτογραφικό μάτι που είχε αποκτήσει ήδη.
Σήμερα το φιλμ της θεωρείται, μαζί με τα ντοκιμαντέρ του Αλέν Ρενέ (που συνεργάστηκε εδώ μαζί της στο μοντάζ), προάγγελος του κύματος που παρέσυρε όλο το ευρωπαϊκό σινεμά τα επόμενα χρόνια, όμως την εποχή του κυκλοφόρησε με το ζόρι σε κινηματογράφους της χώρας, αφήνοντας μετέωρο το ερώτημα για το αν η Βαρντά θα συνέχιζε την καριέρα της στο μέσο ή θα επέστρεφε στη φωτογραφία.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1958, ανέλαβε κάποια ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για την ηπειρωτική Γαλλία, διατηρώντας την επαφή της με την κινηματογραφική κάμερα, ενώ παράλληλα έβλεπε κάτι να αλλάζει στο Παρίσι, με τους κριτικούς των «Cahiers du Cinema» να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Ακόμα πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο γνώρισε τον άντρα της ζωής της, τον επί 30 χρόνια σύζυγό της Ζακ Ντεμί, που ήδη έχτιζε με τη «Lola» (1960) μια λαμπρή καριέρα.
Η Βαρντά βρισκόταν σε έναν κύκλο που «ανέπνεε» κινηματογράφο και πάνω στην έκρηξη της nouvelle vague η δική της συνεισφορά στο «κύμα» ήταν το «Cléo de 5 à 7», μια πειραματική και ευαίσθητη ματιά πάνω στην επιρροή του χρόνου και τις νευρώσεις των σύγχρονων μεγαλουπόλεων με ηρωίδα μια τραγουδίστρια που περνά ένα δίωρο στους δρόμους του Παρισιού, περιμένοντας τα αποτελέσματα μιας βιοψίας.
Η Βαρντά φτιάχνει μέχρι και βωβό φιλμ μικρού μήκους που παίζεται μέσα στην ταινία της (με πρωταγωνιστές το ζευγάρι Γκοντάρ-Καρίνα!), δείχνοντας πως παίζει το μέσο στα δάχτυλα πια. Το σημαντικότερο όμως είναι πως καθορίζει τις θεματικές που την απασχολούν.
Το «Cléo de 5 à 7» (1962) ήταν μια πειραματική και ευαίσθητη ματιά πάνω στην επιρροή του χρόνου και τις νευρώσεις των σύγχρονων μεγαλουπόλεων
Η σχέση μας με τον θάνατο και η ανάγκη να συμφιλιωθούμε με το αναπόφευκτο, καθώς και η σημασία της οπτικής γωνίας μιας γυναίκας στο ασφυκτικά ανδροκρατούμενο σινεμά ξεχωρίζουν και χαρακτηρίζουν το έργο της σε συνδυασμό με την προσωπική σφραγίδα που αφήνει στις ταινίες της μέσω της συμμετοχής των δικών της ανθρώπων, κάτι που θα συμβεί κατά κόρον τα επόμενα 30 χρόνια.
Παρά τις καλές σχέσεις, η Βαρντά δεν έγινε ποτέ μάχιμο μέλος της nouvelle vague και οι δουλειές της παρομοιάζονταν περισσότερο με αυτές του Ρενέ.
Η θεωρητικολογία του κύματος δεν την έβρισκε σύμφωνη, καθώς συχνά η ίδια επέμενε πως οι όποιες καινοτομίες έβρισκαν οι κριτικοί στο έργο της δεν ήταν πάντα προϊόν κάποια δουλεμένης διαλεκτικής – πολλές φορές απλώς συνέβαιναν.
Αν υπήρχε κάποια μέθοδος βάσει της οποίας δούλευε, αυτή ήταν η cinécriture, μια διαδικασία συγγραφής του φιλμ όπου συνυπολογίζονται από την αρχή όλα, το στυλ του μοντάζ, η επιλογή ή μη του voice-over, οι τοποθεσίες, οι φωτισμοί, οι συνεργάτες.
Με αυτήν τη βάση κινήθηκε με τα χρόνια προς το αγαπημένο της ντοκιμαντέρ, υπογράφοντας πρώτα δύο φιλμ μυθοπλασίας που προοικονομούσαν το γεγονός.
Το «Bonheur» του 1965 παίρνει πολλά στοιχεία από το σινεμά το Ρενουάρ, υπογράφοντας έτσι τη φυγή της από το «κύμα», ενώ στο «Créatures» της επόμενης χρονιάς βάζει τον Μισέλ Πικολί σε ρόλο συγγραφέα που ψάχνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μετατρέποντας σε λογοτεχνικούς ήρωες τους συγχωριανούς του.
Αυτό θα κάνει και η ίδια για αρκετά χρόνια: θα μετατρέπει την παρατήρηση όσων συμβαίνουν γύρω της σε ταινίες.
Σε αυτές παρελαύνουν ο γιος της, ένας θείος της από το Σαν Φρανσίσκο (στο «Uncle Yanco»), ο σύζυγός της, ακόμη και οι γείτονές της στο «Daguerréotypes» (1976), ένα ντοκιμαντέρ για τον δρόμο όπου έμενε στο Παρίσι.
Η Βαρντά ανακαλύπτει την μποεμική ζωή στο Λος Άντζελες (στο «Lions Love» και αργότερα στο «Documenteur»), ενώ με την επιστροφή της στη Γαλλία θα υπογράψει την πιο πετυχημένη ίσως ταινία της καριέρα της, το «Vagabond», με θέμα το πτώμα μιας γυναίκας και μια σχεδόν δημοσιογραφική ανάλυση των γεγονότων που την οδήγησαν στον θάνατο.
Η Βαρντά τιμήθηκε με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, ενώ η Σαντρίν Μπονέρ πήρε το Σεζάρ της χρονιάς για την ερμηνεία της.
Αμέσως μετά, μια φιλία με την Τζέιν Μπίρκιν φέρνει ένα ντοκιμαντέρ, το «Jane B. for Agnes V.», και μια ταινία μυθοπλασίας που γράφτηκε όσο οι δυο τους γύριζαν το ντοκιμαντέρ!
Οι ανέμελες στιγμές διακόπτονται όταν η ζωή του Ζακ Ντεμί πλησιάζει στο τέλος της, με τη Βαρντά να θυμάται και πάλι το θέμα του θανάτου.
Το υπέροχο «Jacquot de Nantes» είναι το συγκινητικό αντίο στον σύντροφό της μέσα από τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων αλλά και σκηνές απ' όσα έκανε στην καριέρα του, ένα ιδανικό μείγμα μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ για όποιον θέλει να τον γνωρίσει καλύτερα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα γιόρτασε τα 100 χρόνια του σινεμά με τις «101 Νύχτες του Σιμόν Σινεμά» και φθάνοντας στα 70 της πολλοί πίστευαν πως θα τα παρατούσε.
Εκεί ήταν που ανακάλυψε κάτι που έδωσε μια νέα πνοή στην καριέρα της: την ψηφιακή τεχνολογία.
Το υπέροχο «Jacquot de Nantes» είναι το συγκινητικό αντίο στον σύντροφό της
Με μια φθηνή ψηφιακή κάμερα η Βαρντά έκανε ένα στιβαρό πολιτικοκοινωνικό σχόλιο για τη Γαλλία του 21ου αιώνα στο «The gleaners and I», ένα φιλμ που πέρσι το κατέταξαν στα σημαντικότερα του αιώνα μας, μια καταγραφή αυτών που μαζεύουν τα απομεινάρια κάθε σοδειάς, εν προκειμένω της πατάτας.
Η Βαρντά επέστρεψε στο ίδιο θέμα δύο χρόνια αργότερα με την ελευθερία που της έδιναν οι νέες τεχνολογίες, κάτι που της επέτρεψε να παραμείνει ενεργή υπογράφοντας κυρίως ντοκιμαντέρ μικρού μήκους.
Ήταν πάντα σημαντικό νέο όταν έκανε κάτι μεγαλύτερο, όπως οι «Παραλίες της Ανιές», μια καταγραφή του πολύτιμου οπτικού υλικού της μαζί με τις μνήμες μιας ολόκληρης ζωής γύρω από το παραλιακό τοπίο της πατρίδας της.
Το ότι θα έκανε τόσο θεαματική επιστροφή φέτος είναι κάτι που μάλλον ούτε οι θαυμαστές της περίμεναν. Δεν είναι μόνο η φρεσκάδα που αποπνέουν το «Πρόσωπα & Ιστορίες» αλλά και η όλη διαχείριση της επιτυχία της ταινίας από την ίδια.
Δίνει συνεντεύξεις σε νέους δημοσιογράφους που καταλήγουν να ξεραίνονται στο γέλιο και γράφουν μετά ότι είχαν μια εμπειρία ζωής.
Πηγαίνει στις ΗΠΑ, βραβεύεται και ανεβαίνοντας για να πάρει το βραβείο χορεύει μαζί με την Αντζελίνα Τζολί, αναγκάζοντας το κοινό να χειροκροτεί όρθιο.
Ακόμα και στην επίσημη φωτογράφιση των Όσκαρ πριν από λίγες μέρες ήταν αυτή που συζητήθηκε περισσότερο, αν και έλειπε όταν ο συνεργάτης της JR εμφανίστηκε με μια 3D χάρτινη φιγούρα της με την οποία έτρεχαν όλοι σαν τρελοί να φωτογραφηθούν.
Δεν ξέρω αν θα είναι στην απονομή, αλλά αν τα καταφέρει να ξαναπάει στο Λος Άντζελες, κάτι θα σκαρώσει πάλι.
Το σινεμά της την έκανε να χαίρεται τη ζωή, να αψηφά το αναπόφευκτο του θανάτου, να κοιτά μόνο με χαμόγελο το μέλλον.
Η καριέρα και η μέχρι σήμερα παρουσία της είναι πολύ σημαντικότερη από το αν θα πάρει ή όχι το Όσκαρ Ντοκιμαντέρ στις 4 Μαρτίου.
Info
Η ταινία «Πρόσωπα & Ιστορίες» θα ανοίξει το 20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
2/3, 20:00, Ολύμπιον