To «Αzor», το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ελβετού Αντρέας Φοντάνα, προβλήθηκε για πρώτη φορά σε ένα από τα παράλληλα τμήματα του Φεστιβάλ Βερολίνου του 2021, στο διαγωνιστικό τμήμα Encounters. Αφορά την ιστορία ενός τραπεζικού από τη Γενεύη, ο οποίος μετακομίζει μετά της συζύγου του στην Αργεντινή για να αντικαταστήσει τον συνέταιρό του και να ανακαλύψει τι απέγινε, καθώς εξαφανίστηκε μυστηριωδώς εν μια νυκτί.
Μια σειρά από εκθειαστικές κριτικές ήταν αρκετές ώστε περισσότεροι άνθρωποι να στραφούν στο φιλμ. Ήταν τόσο καλό, που πραγματικά απορείς για ποιον λόγο οι προγραμματιστές του βερολινέζικου φεστιβάλ δεν το επέλεξαν για το διαγωνιστικό τμήμα. Στην πορεία η ταινία προβλήθηκε και σε άλλα φεστιβάλ, πήρε διανομή σε αρκετές χώρες και βρέθηκε στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς πολλών εντύπων και ιστοσελίδων.
Έφτασε ο καιρός να την απολαύσουμε και στις ελληνικές αίθουσες, στις οποίες μόλις άρχισε να προβάλλεται. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη Αντρέας Φοντάνα στο πλαίσιο του περασμένου κινηματογραφικού φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου πραγματοποιήθηκε η ελληνική πρεμιέρα της ταινίας, και κάναμε μια συζήτηση μαζί του γι' αυτήν.
Θέλω να παίξω με τα είδη και, όσον αφορά τον θεατή, θα διατηρήσω την ένταση, θα την αυξήσω και θα τη μειώσω σαν να του λέω «εσύ ήρθες εδώ για να δεις κινηματογράφο κι εγώ θα παίξω μαζί σου, θα σε κρατήσω στην τσίτα όσο το δυνατό περισσότερο».
— Τα '80s ήταν μια περίοδος που είχαμε μια αλλαγή στα οικονομικά και κοινωνικά ήθη και ο νεοφιλελευθερισμός περνούσε μέρες δόξας. Αυτός ήταν ο λόγος που τοποθετήσατε τη δράση της ιστορίας σας εκείνη την περίοδο;
Έχετε δίκιο, υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους τοποθέτησα την ιστορία μου στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Δεν είμαι ειδικός στα χρηματοοικονομικά, αλλά έκανα μια έρευνα και ξέρω ότι μέχρι τότε τo private banking ήταν μια δραστηριότητα, στο πλαίσιο της οποίας οι τραπεζίτες φρόντιζαν να μην καταστραφεί κάποιος που είχε πολλά χρήματα και τα κρατούσαν κάπου φυλαγμένα, τα κρατούσαν «ζεστά».
Το 1980 αυτό άλλαξε ραγδαία, προστέθηκαν κι άλλοι παράγοντες κινδύνου, τα χρηματιστήρια, τα χρηματιστήρια πρώτων υλών, το Forex. Όντως τα πράγματα άλλαξαν εκείνη την περίοδο. Aυτός ήταν ο ένας λόγος.
Ο δεύτερος είναι επειδή τα '80s υπήρξαν μια εξαιρετικά βίαιη περίοδος για την Αργεντινή. Το καθεστώς είχε καταφέρει να «καθαρίσει» τους αντιφρονούντες και τους πολιτικούς του αντιπάλους, ξεκλήρισε μια ολόκληρη γενιά όσων δραστηριοποιούνταν πολιτικά και διαφωνούσαν με τη δικτατορία. Έχοντας, λοιπόν, το πεδίο ελεύθερο, άρχισε το πλιάτσικο, προσπάθησαν να αποκτήσουν περισσότερα χρήματα για προσωπικό όφελος και τα κατάφεραν.
— Στην ταινία σας υπάρχει η αίσθηση μια διαρκούς απειλής, η οποία όμως δεν εκδηλώνεται ποτέ ευθέως, ούτε εκτονώνεται σε κάποιο βίαιο ξέσπασμα. Μοιάζει ενίοτε με ταινία τρόμου ή με θρίλερ.
Καταρχάς να πω εδώ ότι ως σύγχρονος κινηματογραφικός σκηνοθέτης δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν είδη όπως ο τρόμος ή το θρίλερ δευτεροκλασάτα. Κάνοντας αυτή την ταινία, που ήταν η πρώτη μου, διαπίστωσα ότι η σχέση μου με τον κινηματογράφο είναι πολύ παιγνιώδης.
Θα μου πείτε, βέβαια, ότι το να βάλεις έναν Ελβετό τραπεζίτη να πηγαίνει στην Αργεντινή δεν είναι ό,τι πιο παιχνιδιάρικο θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς για να διασκεδάσει. Αλλά αυτήν τη σχέση θέλω να έχω με το μέσο και με τον θεατή. Θέλω να παίξω με τα είδη και, όσον αφορά τον θεατή, θα διατηρήσω την ένταση, θα την αυξήσω και θα την μειώσω, σαν να του λέω «εσύ ήρθες εδώ για να δεις κινηματογράφο κι εγώ θα παίξω μαζί σου, θα σε κρατήσω στην τσίτα όσο το δυνατό περισσότερο».
— Μου θύμισε, επίσης, συνωμοσιολογικα θρίλερ των '70s σαν τη «Συνομιλία» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ήταν αυτό το σινεμά ανάμεσα στις επιρροές σας;
Πράγματι, η «Συνομιλία» είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες. Η συγκεκριμένη ίσως δεν ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν έκανα το «Azor», αλλά αυτό το σινεμά γενικότερα με επηρέασε. Αγαπώ πολύ το αμερικανικό σινεμά των '60s και των '70s, ειδικά εκείνο που δείχνει ανθρώπους να κάνουν τη δουλειά τους.
Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες της περιόδου, που με επηρέασε πολύ, είναι του «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» του Άλαν Τζ. Πάκουλα. Εκεί βλέπαμε απλώς ανθρώπους στον επαγγελματικό τους χώρο να κάνουν τη δουλειά τους και αυτό ήταν όλο το δράμα της ταινίας. Γι’ αυτό κι εγώ έβαλα έναν τραπεζίτη και τη γυναίκα του να εργάζονται.
Δεν ήθελα να δείξω τίποτε άλλο, ούτε συναισθηματικές ερωτικές υπο-ιστορίες ούτε μελό στιγμιότυπα με ανθρώπους να κλαίνε και να αποσπούν την προσοχή μας από την ιστορία. Ήθελα να αποδώσω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι στη δουλειά τους, πώς είναι η δουλειά τους και πώς είναι αυτοί μέσα στη δουλειά τους.
— Αρκετοί κριτικοί παραλληλίζουμε την ταινία σας με την «Καρδιά του Σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ, ίσως επειδή, όσο περνάει η ώρα, ο ήρωάς σας βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στη «ζούγκλα», μέχρι να βρει το «κτήνος» μέσα του.
Κοιτάξτε, τα αφηγηματικά μοτίβα δεν τα ανακάλυψα εγώ, προϋπήρχαν, και νομίζω πως κανείς μας πια δεν ανακαλύπτει τον τροχό. Όλοι μας παίρνουμε ένα αφηγηματικό μοτίβο που μας αρέσει και το τοποθετούμε πάνω στην ιστορία που θέλουμε να πούμε. Αυτό που εγώ πίστευα ότι δεν έχει ειπωθεί ποτέ είναι το πώς δουλεύει ένας τραπεζίτης εκ των έσω. Θέλησα, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω το συγκεκριμένο αφηγηματικό μοτίβο, στο οποίο αναφέρεστε, και να το τοποθετήσω σε αυτή την ιστορία.
Με την ευκαιρία να επισημάνω ότι ένας χαρακτήρας για τον οποίο δεν με ρωτούν σχεδόν ποτέ είναι ο Κιζ, ο οποίος είναι και τρελός, είναι και κακός, έχει πολλές αρνητικές διαστάσεις. Τον Κιζ τον χρησιμοποίησα προκειμένου να κάνουν κάποιες προβολές πάνω του οι θεατές. Νομίζω ότι κάθε πελάτης που συναντά ο τραπεζίτης μου χρησιμεύει ώστε να προβάλει πάνω του ο θεατής ό,τι φαντάζεται πως εκφράζει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας.
— Δηλαδή εννοείτε ότι θέλατε ο καθένας μας να προβάλει κάποια δική του ανησυχία πάνω στον χαρακτήρα;
Ναι, ο δικός μου Κιζ δεν είναι ο δικός σας Κιζ και σίγουρα δεν είναι ο Κιζ κάποιου άλλου θεατή. Τον Κιζ τον τοποθέτησα εκεί ώστε να εκφράζει τις πιο τρελές, τις πιο σκοτεινές επιθυμίες του καθενός μας, οι οποίες, όμως, ποτέ δεν πραγματώνονται. Αυτό συμβολίζει αυτός ο χαρακτήρας.
— Χρησιμοποιείτε μια ιδιαίτερη διάλεκτο μέσα στην ταινία. Για παράδειγμα, το «έχει δύο κρόκους» σημαίνει «είναι αναξιόπιστος» ή «Αζόρ» σημαίνει «πάψε, πρόσεχε τι λες». Την επινοήσατε εσείς ή είναι ορολογία που χρησιμοποιούν οι τραπεζίτες μεταξύ τους;
Δεν επινόησα απολύτως τίποτα σε αυτή την ταινία. Πρόκειται για υπαρκτή διάλεκτο, την οποία μιλούν πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι, ελάχιστες οικογένειες. Μου την εμπιστεύτηκαν, κάτι που μάλλον δεν ήταν και πολύ συνετό από την πλευρά τους, καθώς τώρα αυτή η διάλεκτος θα γίνει γνωστή σε όσους δουν το «Azor».
Ήθελα πάρα πολύ να τη χρησιμοποιήσω μέσα στην ταινία, γιατί πιστεύω ότι η γλώσσα και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι χαρακτήρες μέσα στην ταινία αποκαλύπτουν τι τους κεντρίζει το ενδιαφέρον.
— Όταν λέτε ότι δεν επινοήσατε τίποτα στην ταινία, εννοείτε ότι και η ιστορία σας είναι εμπνευσμένη από κάποια ιστορία που ακούσατε;
Να γίνω πιο σαφής. Δεν είναι υπαρκτά τα πρόσωπα στην ταινία, αν και βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα. Και η ιστορία είναι μεν μυθοπλασία αλλά είναι εμπνευσμένη από την ιστορία της αποικιοκρατίας. Κάποιος πηγαίνει σε μια άλλη χώρα, συγκεντρώνει τον πλούτο της και τον κουβαλά στη δική του, επιστρέφοντας.
— Και μια τελευταία ερώτηση. Έχετε κάποια άλλη ταινία στα σκαριά;
Ναι, ετοιμάζω μια δεύτερη ταινία. Δεν εγκαταλείπω ακριβώς το θέμα του ντεμπούτου μου. Η νέα μου ταινία αφορά διπλωμάτες που βρίσκονται στη Γενεύη τη στιγμή που πέφτει το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Την ώρα, λοιπόν, που ο κόσμος ανακατανέμεται, εκείνοι τσακώνονται για το τι πρέπει να γίνει.
— Ακούγεται απολαυστικό, δεν βλέπω την ώρα να το δω.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Η ταινία «Αζόρ: Ο Κώδικας του Τραπεζίτη» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από το Cinobo.