Αν και η απόφαση να ξεκινήσει η ταινία με έναν πρόλογο - παρωδία της έναρξης του κιουμπρικικού «2001» ελήφθη σε προγενέστερο δημιουργικό στάδιο, θαρρείς πως η Γκέργουιγκ ήταν πεπεισμένη για την υπέρμετρη προσμονή του κοινού για μια live-action κινηματογραφική παραγωγή με ηρωίδα την Μπάρμπι και αποφάσισε να κάνει μπάσιμο επικαλούμενη μία από τις απάτητες κορυφές του κινηματογραφικού Έβερεστ ώστε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες.
Η ταινία που τροφοδοτεί εδώ και μήνες τη σοσιαλμιντιακή σφαίρα με άπειρα memes, gifs, skins και τα συναφή καταφθάνει επιτέλους στις αίθουσες, χωρίς τον «Οπενχάιμερ», το απρόσμενο κινηματογραφικό ταίρι της, το οποίο στα μέρη μας θα κυκλοφορήσει τέλη Αυγούστου, και δίχως να περπατά πάνω στα ψηλά γοβάκια της, αλλά σέρνοντας τα…Birkenstock της.
Στο επίκεντρο της ιστορίας μας βρίσκεται η Μπάρμπι η ορθόδοξη, η ορίτζιναλ, η πατροπαράδοτη. Με τις τέλειες αναλογίες της και την αφύσικη ομορφιά της, η «στερεοτυπική» Μπάρμπι, όπως την αποκαλούν, είναι η βασίλισσα της Barbieland, μιας πλαστικής ουτοπίας όπου κάθε Μπάρμπι διαπρέπει στον κλάδο της –πρόεδρος, νομπελίστρια, δικηγόρος, γιατρός, εφευρέτρια, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε– και όλοι οι Κεν ετεροπροσδιορίζονται, υπάρχουν για να είναι ωραίοι και να (εξ)υπηρετούν τις Μπάρμπι.
Στο επίκεντρο της ιστορίας μας βρίσκεται η Μπάρμπι η ορθόδοξη, η ορίτζιναλ, η πατροπαράδοτη. Με τις τέλειες αναλογίες της και την αφύσικη ομορφιά της, η «στερεοτυπική» Μπάρμπι, όπως την αποκαλούν, είναι η βασίλισσα της Barbieland.
Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για μια αντεστραμμένη εκδοχή των αμερικανικών προαστίων και της κυρίαρχης δυναμικής ανάμεσα στα δύο φύλα στα τέλη των ‘50s, όταν γεννήθηκε η διάσημη κούκλα της Mattel. Στην Barbieland κάθε μέρα είναι τέλεια, κορυφώνεται σε ένα ξέφρενο πάρτι και κλείνει με μια girls night, μέχρι που μια μέρα η Μπάρμπι ξυπνά σκεπτόμενη τον θάνατο, την πιάνει κρίση άγχους, βλέπει τις πατούσες της να… οριζοντιώνονται και η «τελειότητα» πάει περίπατο.
Σύμφωνα με την παντογνώστρια «παράξενη» Mπάρμπι –μια απολαυστική Κέιτ ΜακΚίνον, έστω και χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια από το κείμενο–, η λύση στο πρόβλημά της βρίσκεται στον πραγματικό κόσμο, όπου θα ταξιδέψει παρέα με τον Κεν, σε ένα meta εύρημα που θα φέρει τη διάσημη κούκλα στα γραφεία της Mattel για ρεκτιφιέ και τον αρσενικό ακόλουθό της να διαπιστώνει πως εκεί έξω οι άντρες έχουν το πάνω χέρι, να… «χειραφετείται» και να επιστρέφει πίσω στη μητριαρχική Barbieland για να εγκαθιδρύσει την πατριαρχία.
Μέχρι αυτό το σημείο η ταινία της Γκρέτα Γκέργουιγκ έχει ευρήματα, ρυθμό και μια στρωτή αφηγηματική ροή, έστω κι αν η πραγματικά εξαιρετική σκηνογραφία, που αναπλάθει εντυπωσιακά το παστέλ σύμπαν της Mattel ενίοτε υποκαθιστά τη σκηνοθεσία. Δεν μπορεί π.χ. να έχεις μουσικοχορευτικά νούμερα, να γυρίζεις μια ταινία σε ένα στούντιο με παράδοση δεκαετιών στο είδος του μιούζικαλ και να τα στήνεις με τέτοια προχειρότητα – έπρεπε, δηλαδή, να φτάσουμε σχεδόν στο τέλος για να δούμε μια απόπειρα καλειδοσκοπικής χορογραφίας αλά Μπάσμπι Μπέρκλεϊ και μάλιστα όχι ιδιαίτερα περίτεχνη;
Από εκεί και πέρα, η ταινία παραμερίζει την αφηγηματικότητα και γίνεται μια άναρχη –προσοχή, όχι αναρχική– ανταλλαγή ιδεών, όχι πάντα σε επικοινωνία μεταξύ τους, δοσμένων με υπερβάλλουσα επεξηγηματικότητα και διαλογικότητα, σε βαθμό να αισθάνεσαι ότι βρέθηκες σε κινηματογραφημένη διάλεξη με αντικείμενο την Μπάρμπι, την επιρροή της στον γυναικείο ψυχισμό και στις διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος, η οποία διακόπτεται από κάποιο –συχνά επιτυχημένο, το πιστώνουμε αυτό στην Γκέργουιγκ– χωρατό. Ο ρυθμός πάει περίπατο και η ταινία μετατρέπεται σε ένα (μεγαλύτερο) φιλμικό αξιοπερίεργο, γεμάτο αντιφάσεις.
Από τη μία πυροβολεί τη Mattel και τις κατά καιρούς αποφάσεις της, από την άλλη αποτελεί το τέλειο διαφημιστικό promo, αναγνωρίζοντας και κοροϊδεύοντας τα λάθη του παρελθόντος και αποκαθιστώντας έτσι το αμφιλεγόμενο προφίλ της εταιρείας, αλλά και υπερτονίζοντας τις διαφορετικές αμφιέσεις των παιχνιδιών, έστω και με την πρόφαση της κωμωδίας – αν ήμουν πιτσιρίκι, βγαίνοντας από την αίθουσα θα ήθελα να αγοράσω τα 2/3 όσων ενδυμάτων και περιφερειακών εξαρτημάτων είδα στο φιλμ.
Από τη μία επιχειρεί να επικοινωνήσει φεμινιστικές διδαχές σε μια μερίδα του κοινού που μπορεί όντως να μην έχει έρθει σε επαφή μαζί τους, ανεξάρτητα από εκείνο που θα θέλαμε να πιστεύουμε, από την άλλη καταλήγει να εκπροσωπεί τον επονομαζόμενο girl boss φεμινισμό, παραγνωρίζοντας το οικονομικό προνόμιο, παίρνοντας ως δεδομένη τη δυνατότητα της αυτοδιάθεσης και εντοπίζοντας την καρδιά του προβλήματος στην ατομική βούληση.
Από τη μία βάζει την Μπάρμπι να επιλέγει την ανθρώπινη ιδιότητα αντί για την εκπροσώπηση μιας ιδέας, σε έναν τρυφερό επίλογο που αξιοποιεί (επιτέλους) τις υποκριτικές ικανότητες της Μάργκοτ Ρόμπι, από την άλλη η ταινία που προηγήθηκε προτάσσει τις ιδέες, αντί να εστιάσει στο ανθρώπινο στοιχείο και στο δράμα και να τους επιτρέψει να αναδειχθούν μέσα από αυτό.
Φαντάζεσαι ήδη μερίδα του κοινού να διαμαρτύρεται για τη «woke ατζέντα» της ταινίας, για εμάς πολύ κακώς, γιατί, εκτός των άλλων, υπάρχει διαλεκτική μέσα στο φιλμ κι αυτό ελπίζουμε να διαφαίνεται από όσα έχουμε ήδη γράψει – τουλάχιστον στον βαθμό που δεν θέλουμε να αποκαλύψουμε όλα τα μυστικά του έργου και να δώσουμε στον αναγνώστη μασημένη τροφή. Περισσότερο φοβόμαστε ότι θα υπάρξουν αρκετοί θεατές που θα αγανακτήσουν επειδή τους υποσχέθηκαν ένα fun πανηγύρι μετά φεμινιστικής (αυτο)κριτικής και η Γκέργουιγκ μάλλον παρέδωσε το αντίθετο.
Επίσης, παρατηρώντας πόσα παραπάνω μπορεί να φέρει ένας κωμικός στο θέαμα –προσέξτε απλά τον τρόπο που τρέχει ή που προσποιείται ότι λιποθυμά ο Γουίλ Φέρελ και πώς αυτό ενισχύει την κωμικότητα της σκηνής– ίσως το αποτέλεσμα να ήταν πιο διασκεδαστικό, αν η διανομή των ρόλων είχε εστιάσει σε κωμικούς, αντί για ταλαντούχους ηθοποιούς που μπορούν να εκφέρουν αστεία μια ατάκα, όταν αυτή υπάρχει στο σενάριο, αλλά όχι απαραίτητα να δώσουν και αυτό το αυτοσχεδιαστικό «κάτι» που θα την απογειώσει, το οποίο μόνο μια υπεραναπτυγμένη κωμική στόφα μπορεί να κομίσει.
Σίγουρα τα (δυστυχώς περιστασιακά) παιχνιδιάρικα σκηνοθετικά τρικ, τα ανεβαστικά τραγουδιστικά hits, οι σπαρταριστοί ναρκισσισμοί του incel σε σώμα chad Κεν Ράιαν Γκόσλινγκ, τα easter eggs για τους γνώστες της προϊστορίας του παιχνιδιού και οι πενήντα αποχρώσεις του ροζ εντός του κάδρου διασφαλίζουν μια στοιχειώδη ευφορική διάθεση.
Αν κάνεις ένα βήμα πίσω, δε, και αναλογιστείς τις προδιαγραφές της ανάθεσης, (ίσως και να) χαίρεσαι λίγο επειδή το θέαμα δεν είναι τόσο προκατασκευασμένο – δεν γνωρίζεις ανά πάσα στιγμή πού και πώς θα σε οδηγήσει, όπως συνέβαινε π.χ. με τους πρόσφατους «Transformers», μια ταινία επίσης βασισμένη σε παιχνίδι.
Τελικά, όμως, η «Barbie» δεν είναι ούτε τόσο ψυχαγωγική, ούτε όσο σύνθετη νομίζει. Μοιραία θα ποντάρουμε τα ρέστα μας στον Οπενχάιμερ, το άλλο μέρος του essential double-bill του φετινού καλοκαιριού.
Η ταινία «Barbie» κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 20 Ιουλίου.