Αν μη τι άλλο, στη Βενετία δεν βαριόμαστε ποτέ. Για πολλοστή φορά αντικαταστάθηκε ο διευθυντής και μια διαφορετική γραμμή πλεύσης εξαγγέλθηκε από τον Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, παλιό γνώριμο του φεστιβάλ, αφού είχε διατελέσει εκλέκτορας και πριν από τον Μάρκο Μίλερ. Ο Μίλερ ανακοίνωσε την (αναγκαστική) αποχώρησή του τον περασμένο Δεκέμβριο και με γρήγορες διαδικασίες ανέλαβε να σουλουπώσει το Φεστιβάλ Ρώμης, σπεύδοντας να μεταφέρει τις ημερομηνίες διεξαγωγής του τον Νοέμβριο, ελπίζοντας έτσι να καπαρώσει την παρουσία αμερικανικών οσκαρικών ταινιών στην παγκόσμια, ή τουλάχιστον την ευρωπαϊκή τους πρεμιέρα, πριν από την παραδοσιακή χριστουγεννιάτικη πρώτη προβολή τους στις αίθουσες. Εδώ και καιρό φημολογούνταν η προβληματική σχέση του Μίλερ με τον πρόεδρο του Φεστιβάλ Βενετίας, Πάολο Μπαράτα. Ο Μπαρμπέρα είναι άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του Μπαράτα και δεν φιλοδοξεί να μονοπωλήσει την πρωτοκαθεδρία και τα φώτα στο αρχαιότερου φεστιβάλ στον κόσμο, ανακοινώνοντας πως με χαρά συρρικνώνει την ποσότητα των ταινιών στο διαγωνιστικό τμήμα (18, από τι περσινές 22), ποντάροντας στην ποιότητα και στον καλλιτεχνικό χαρακτήρα. Και για να δείξει πως, παρά το συμμάζεμα, δεν παραμελεί την πρακτική πλευρά, επιχειρεί να θεσμοθετήσει αγορά ταινιών, προσκαλώντας με πληρωμένα τα έξοδα διανομείς από όλο τον κόσμο, για να ανταγωνιστεί το Φεστιβάλ του Τορόντο - αν και έχει ξαναγίνει market στη Βενετία χωρίς αντίκρισμα, δεν είναι ανεδαφική ιδέα, καθώς οι επαγγελματίες του σινεμά μπορούν να χωρίσουν τον χρόνο τους, ντιλάροντας τους Ευρωπαίους buyers στη Βενετία και τους Αμερικανούς στο Τορόντο. Ήδη κάποιοι από τους διανομείς έφυγαν ευχαριστημένοι, θεωρώντας πως έκαναν καλά τη δουλειά τους, δηλώνοντας στο «Variety» πως από του χρόνου η αγορά θα γίνει θεσμός. Απ’ ο,τι φαίνεται, χρήματα βρέθηκαν (ρωσικά κεφάλαια) και τα έργα για την περίφημη ανακαίνιση και τη δημιουργία συμπληρωματικών υποδομών, παρά τις τρύπες μπροστά στην παραλία του Lido, επιτέλους ξεκόλλησαν.
Ίσως έτσι εξηγείται η ταπεινότερη εικόνα του 69ου Φεστιβάλ, ειδικά σε σχέση με την περσινή ομοβροντία μεγάλων ονομάτων και ηχηρών ταινιών. Κόσμος λιγότερος, επιπροσθέτως καθηλωμένος από την κρίση και αποκαρδιωμένος από την ξαφνική κακοκαιρία. Ευτυχώς που παίχτηκε η τελευταία ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον και ανάσανε το φεστιβάλ. Διότι αν ο Μπαρμπέρα είναι ο commander της Μόστρα, ο Άντερσον είναι ο αδιαφιλονίκητος master με την ομώνυμη ταινία του, ένα αριστούργημα που ζευγαρώνει επάξια το Θα χυθεί αίμα, το προηγούμενο έπος του γύρω από το σκληρό παιχνίδι εξουσίας μεταξύ δυο ανδρών. Σαφώς, φωτογραφίζοντας τον ιδρυτή της Σαϊεντολογίας με τον χαρακτήρα του Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, ο Άντερσον υπερβαίνει με άνεση τους περιορισμούς της σύγκρισης με τον Ρον Χάμπαρντ και υφαίνει τον διάλογο μεταξύ ενός αυταρχικού, μεγαλομανούς αφέντη και του ανερμάτιστου, βαθιά τραυματισμένου υπηκόου του, με φόντο τη σπαρακτική σύγχυση αξιών και ταυτοτήτων αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιλάμε σίγουρα για μια από τις ταινίες της χρονιάς σε όλα τα επίπεδα, με τη συγκλονιστικότερη ανδρική ερμηνεία, του Χοακίν Φίνιξ, από την εποχή... του Ντάνιελ Ντέι Λιούις για το Θα χυθεί αίμα.
Ο Τέρενς Μάλικ, με τη βοήθεια των 7 (!) μοντέρ του, συμπλήρωσε εικαστικά και θεματικά το Δέντρο της Ζωής (αλλά σε μικρότερη κλίμακα και φιλοσοφική φιλοδοξία) με μια σειρά από ερωτικούς ψιθύρους, εσωτερικές αναζητήσεις, μεταφυσικές αγωνίες και ατελείωτο voice over, παιανίζοντας την αγάπη και ραψωδώντας το θαύμα της φύσης. Το To the Wonder αγγίζει το θαύμα μόνο στον τίτλο και την άσβεστη πρόθεση του σκηνοθέτη να μιλήσει για το υπέροχο μυστήριο της ζωής. Εκθέτει τις βασικές αδυναμίες του Μάλικ, την επανάληψη και την αυταρέσκεια, κάνοντας τις αρετές της εικόνας και τις λεπτομέρειες της ανθρώπινης έκφανσης να φαντάζουν σαν πλουμιστό αμπαλάζ.
Αντίθετα, ο Ολιβιέ Ασαγιάς, στο άκρως ενδιαφέρον Apres Mai, ασχολείται με τα αγαπημένα του ’70s, μετά το συναρπαστικό Carlos, και θέτει πολλαπλά ερωτήματα για την κοινωνία και την πολιτική στο συγκεχυμένο μετεπαναστατικό κλίμα της Γαλλίας το 1971, σε μια κινηματογραφική τοιχογραφία με καρδιά. Πέρα από τις προκηρύξεις, τα συνθήματα, τις θερμές ατελείωτες συζητήσεις, τις συγκρούσεις μεταξύ μαθητών και αστυνομικών, εργατών και εξουσιαστών, αριστερών μεταξύ τους, και νέων ανθρώπων που πασχίζουν να αρθρώσουν αισθήματα σε μια εποχή συντεταγμένης στράτευσης, κυριαρχεί η φιγούρα ενός ανήσυχου έφηβου, ο οποίος στριμώχνεται ανάμεσα στις ενοχές για την καλλιτεχνική, άρα μπουρζουάδικη φύση του, και την αυθεντική του επιθυμία να συμβάλει στη βελτίωση της πραγματικότητας, ενώ την ίδια στιγμή η φαντασία του τον ωθεί να δραπετεύσει από αυτή. Αν αυτό δεν είναι μια προειδοποιητική νότα προς την παθητική νεολαία του σήμερα, τότε δεν ξέρω τι είναι.
Ο Σπάικ Λι σκηνοθέτησε την επέτειο από τα 25 χρόνια της κυκλοφορίας του άλμπουμ του Μάικλ Τζάκσον, «Bad», και με έκανε να θυμηθώ τη βραδιά που κι εγώ τον είδα ζωντανά στο παρισινό σκέλος της τουρνέ, στο Parc des Princes, να ξεκινάει δυναμικά ένα τρίωρο σετ με το «I wanna be startin’ something» - ένα πραγματικό θηρίο στη σκηνή, που προωθούσε έναν δίσκο που φτιάχτηκε κυρίως για συναυλιακή παράσταση. Το «Bad» ήταν μια καλή αφορμή παραγωγής πρωτοποριακών βιντεοκλίπ και προσφέρει υλικό για αναπαραγωγή στο ντοκιμαντέρ, μαζί με συμπληρωματικά αποσπάσματα που βλέπουμε για πρώτη φορά. Προορίζεται για την τηλεόραση, αφορά τους φανατικούς του Τζάκσον και δεν έχει ούτε σπιθαμή κριτικής, καθώς, κάποια στιγμή, ο πιανίστας Κρεγκ Φιλινγκέινς ισχυρίζεται, σε μια από τις πολλές αγιογραφικές παρεμβολές, πως ο Τζάκσον ήταν ο καλύτερος finger snapper (αυτός που χτυπάει τα δάχτυλά του στον ρυθμό) όλων των εποχών!
Μετά το Όσκαρ της με το Σε έναν καλύτερο κόσμο, η Δανή Σουζάνε Μπέερ επανήλθε με μια καρτποσταλική ιστορία αγάπης, το ανελέητα ρομαντικό Love is all you Need (ο εμπορικά ρισκέ πρωτότυπος τίτλος είναι Η φαλακρή κομμώτρια), γυρισμένο κυρίως στο ονειρικό Σορέντο, που ανυψώνεται χάρη στην ψυχραιμία του Πιρς Μπρόσναν σε έναν ρόλο χήρου με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, και την αξιοπρέπεια της Τρίνε Ντίρολμ.
Με χαμηλό το βαρομετρικό σε εκπλήξεις και σταρ, ο Φίνιξ ήταν ο μοναδικός που συζητήθηκε για την ακαταλαβίστικη συμπεριφορά του στη συνέντευξη Τύπου, και ο Ζακ Έφρον εκείνος που επευφημήθηκε περισσότερο από τους φαν, παρότι, μετά την ταινία του Λι Ντάνιελς που είδαμε στις Κάννες, συνεχίζει την καλομελετημένη απόδραση από την εικόνα του, με τη συμμετοχή του στο αναιμικό αγροτικό μελόδραμα του ιρανικής καταγωγής Ραμίν Μπαράνι, At any price. Τα κοριτσάκια που φώναζαν ρυθμικά το όνομά του έξω από την επίσημη προβολή της ταινίας, στην οποία ξεχωρίζει ο Ντένις Κουέιντ, προφανώς έχουν κολλήσει στο πόστερ του High School Musical, κάτι που πιστοποιεί πως δυο φεστιβαλικές ταινίες στη σειρά δεν μπορούν να αποτελέσουν αυτόματη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ειδικά όταν έχεις υπάρξει κομμάτι μιας βιομηχανίας που σκοπό έχει να καρφώσει ανεξίτηλες εικόνες ανέμελης ομορφιάς σε νέα παιδιά.
σχόλια