«Γυρίζαμε μία σκηνή, θα ήμασταν στο πλατό όλη μέρα, ευτυχώς δεν επέστρεψα στο trailer που έμενα… Προτίμησα το ποδήλατο γυμναστικής και απλά κατέρρευσα… Η Ρία μου είπε ότι το χρώμα του προσώπου μου έγινε μπλε-γκρι…». Κάπως έτσι περιέγραψε στους «New York Times» ο 59χρονος Αμερικανός ηθοποιός Μπομπ Όντενκερκ την κατάρρευσή του, μετά από καρδιακή προσβολή, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Νέο Μεξικό της 6ης σεζόν της σειράς «Better Call Saul», ακριβώς πριν από έναν χρόνο. Όλοι πάγωσαν τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά, ευτυχώς, υπήρχε αυτόματος εξωτερικός απινιδωτής στον χώρο και έτσι ο Μπομπ Όντενκερκ, ο πρωταγωνιστής της σειράς, σώθηκε χάρη στις ενέργειες και την ψυχραιμία του προσωπικού και των συναδέλφων ηθοποιών. Το επόμενο πρωινό, του τοποθετήθηκε στεντ στην καρδιά και ξεκίνησε η διαδικασία αποκατάστασης. Με χρόνια προβλήματα με την καρδιά του, ο ηθοποιός επέστρεψε στο πλατό, μόλις ενάμιση μήνα μετά το συμβάν, για να ολοκληρώσει αυτό που είχε αφήσει στη μέση: τα γυρίσματα των τελευταίων επεισοδίων της σειράς του δικτύου AMC –στην Ελλάδα τη βλέπουμε στο Netflix– που κάθε βδομάδα μας «μαγνητίζει» μπροστά από τη μικρή οθόνη.
Ό,τι και να μας επιφυλάσσει το τελευταίο επεισόδιο, οι δύο σειρές βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις στο παγκόσμιο τηλεοπτικό πάνθεον και πρωτίστως στις καρδιές των φίλων της καλής τηλεόρασης.
Το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε πριν τη θέαση του τελευταίου και τελικού επεισοδίου της σειράς. Περιέχει μικρά spoilers.
Εν αρχή ην ο Χάιζενμπεργκ
Μπορεί ένα spin-off να ξεπεράσει ακόμα και το πρωτότυπο; Ένα ερώτημα που αφήνουμε να απαντήσετε οι ίδιοι. Ίσως και ένα δίλημμα που δεν χρειάζεται να μπει καν. Μπορούμε να διαλέξουμε και τα δύο; Το «ταξίδι» του δημιουργού, σεναριογράφου και παραγωγού της σειράς, Βινς Γκίλιγκαν (με credits σεναριογράφου και παραγωγού στην cult αγαπημένη σειρά «The X-Files»), ξεκίνησε το 2008 με τη σειρά «Breaking Bad», συνεχίστηκε το 2015 με το spin-off και prequel «Better Call Saul», με το τελευταίο να κλείνει –εξίσου θριαμβευτικά– το δικό του «τηλεοπτικό ταξίδι», με την 6η και τελευταία σεζόν.
Τι μπορείς να προσθέσεις, αρχικά, για το «Breaking Bad»; Η δραματική σειρά με τον φαινομενικά φιλήσυχο καθηγητή χημείας (Γουόλτερ Γουάιτ) που μεταμορφώνεται σε βαρόνο των ναρκωτικών και αρχιμάγειρα μεθαμφεταμίνης εν μία νυκτί, άλλαξε το τηλεοπτικό τοπίο από τη στιγμή που προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο-πιλότος, τον Μάρτιο του 2008. Μας κράτησε «κολλημένους» μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες, με ένα νέο επεισόδιο κάθε βδομάδα και για πέντε γεμάτες σεζόν, μέχρι το φινάλε τον Σεπτέμβρη του 2013. Εκείνο το διάστημα, μαθαίναμε «από πρώτο χέρι» και τον όρο binge-watching, δηλαδή τον μαραθώνιο θέασης πολλών επεισοδίων μαζί –ακόμα και ολόκληρων σεζόν– μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο ή μέσα σε μία μέρα. Αν και παραγωγή του δικτύου AMC, παραμένει μία από τις σειρές –ίσως η κορυφαία– που οι συνδρομητές του Netflix τίμησαν με το περισσότερο binge-watching.
Με αριστοτεχνικό σενάριο και σκηνοθεσία από τον Βινς Γκίλιγκαν και διάφορους άλλους συντελεστές masters of their craft, και έμφαση σε κάθε μικρή λεπτομέρεια (που αργότερα γίνεται μεγάλη και έχει τη δική της σημασία), το ερημικό τοπίο της Αλμπουκέρκης του Νέου Μεξικού μετατρέπεται σε πεδίο σύγκρουσης του καθηγητή με αντίπαλους ναρκέμπορους, το μεξικανικό καρτέλ, την αμερικανική Δίωξη Ναρκωτικών (DEA) και την ίδια του την οικογένεια. Με σκηνές τηλεοπτικής ανθολογίας που θα μείνουν στην ιστορία, μαύρο χιούμορ και αξεπέραστους χαρακτήρες, δίπλα του και απέναντί του (μοναδικός ο Άαρον Πολ ως Τζέσι Πίνκμαν, ο μικροέμπορος ναρκωτικών και πρώην μαθητής του καθηγητή που γίνεται –θέλοντας και μη– το δεξί του χέρι), ο Γουόλτερ Γουάιτ ή Χάιζενμπεργκ για άλλους, απλά θέλει να ολοκληρώσει μία αποστολή: έχει διαγνωσθεί με καρκίνο και η μόνη του ελπίδα να αφήσει κάτι πίσω στην οικογένειά του είναι παρασκευάζοντας και πουλώντας crystal meth που η ποιότητά της δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο στην αγορά. Μία και έξω, αυτό θέλει. Μόνο που η αδρεναλίνη και η «γλύκα» του κέρδους τον αλλάζουν. Μεταμορφώνεται σε κάτι και σε κάποιον άλλον. Ή έτσι ήταν από την αρχή; Συγκλονιστικός ο Μπράιαν Κράνστον στον συγκεκριμένο ρόλο, που του χάρισε πολλές υποψηφιότητες και βραβεία Emmy.
Προσωπικά, τοποθετώ το «Breaking Bad» στο επίκεντρο της λεγόμενης «χρυσής εποχής της τηλεόρασης» στα '00s, με τη ραγδαία άνοδο και εξάπλωση των streaming υπηρεσιών και πλατφορμών και την επένδυση των μεγάλων δικτύων σε νέες παραγωγές με σπουδαίους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Πριν το «Breaking Bad», είχαμε σειρές σαν τα «The Wire», «The Sopranos», «Lost» και «Prison Break», λίγο κοντά τα «Mad Men» και «Sons of Anarchy», μετά ακολούθησαν τα «House of Cards», «Game of Thrones», «The Walking Dead», «Stranger Things» και άλλες. To «Breaking Bad» όρισε –κατά έναν τρόπο– τη μετάβασή μας στον κόσμο του streaming και του binge-watching.
Μένουμε Αλμπουκέρκη. Η μεταμόρφωση σε Σολ Γκούντμαν
Μετά από 5 σεζόν και 62 επεισόδια, το «Breaking Bad» ολοκληρώθηκε με κρότο τον Σεπτέμβριο του 2013. «Αυτό ήταν», είπαμε οι περισσότεροι. «Πέραν των πρωταγωνιστών, πού θα ξανασυναντήσουμε τηλεοπτικούς χαρακτήρες σαν τον Γκας Φρινγκ, έμπορο ναρκωτικών και "σεβάσμιο" επιχειρηματία αλυσίδας εστιατορίων ή τον Μάικ Ερμαντρότ, έναν πρώην αστυνομικό από τη Φιλαδέλφεια που κουβαλάει μυστικά και προσωπικούς δαίμονες, αλλά, κυρίως, αυτόν τον φαφλατά και flashy δικηγόρο με το όνομα Σολ Γκούντμαν;».
Η απάντηση του Βινς Γκίλιγκαν, με τον Πίτερ Γκουλντ ως το άλλο του μισό στη δημιουργία της νέας σειράς, δεν άργησε πολύ. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια από το wrap-up του «Breaking Bad», πατάγαμε το play για το πρώτο επεισόδιο του «Better Call Saul». Αυτήν τη φορά κύριος πρωταγωνιστής ο Σολ Γκούντμαν, με πολλούς χαρακτήρες που αγαπήσαμε –ή μισήσαμε– στο «Breaking Bad» να επιστρέφουν.
Στο πρώτο άκουσμα, πάντως, όλοι αναρωτηθήκαμε αν μπορεί να στηθεί ολόκληρη σειρά γύρω από τον σκιώδη –και ώρες ώρες γλοιώδη– δικηγόρο, με τις περίεργες πρακτικές και παρελθόν. Επτά χρόνια μετά, διαψευστήκαμε όλοι. Το «Better Call Saul» είναι μία από τις σημαντικότερες δραματικές σειρές των τελευταίων χρόνων, μία σπουδή πάνω σε συναρπαστικούς και τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες, με ζηλευτή σκηνοθετική και σεναριακή μαεστρία και στιγμές βιτριολικού χιούμορ.
Στο «Better Call Saul» («Πάρε τον Σολ»), μεταφερόμαστε λίγα χρόνια πριν από τα γεγονότα που εξελίσσονται στο «Breaking Bad» και βλέπουμε άλλη μία μεταστροφή χαρακτήρα: ο χαμηλών τόνων δικηγοράκος, Τζίμι Μαγκίλ, με πτυχίο από ένα άγνωστο πανεπιστήμιο και σπουδές μέσω αλληλογραφίας, πάντα κάτω από τη σκιά του μεγαλύτερου αδερφού του και φτασμένου δικηγόρου, Τσακ Μαγκίλ (Μάικλ Μακίν), προσπαθεί να αποδείξει –ίσως πρωτίστως στον ίδιο του τον εαυτό– ότι αξίζει κάτι παραπάνω. Για αρχή, μοιράζει την αλληλογραφία στο μεγάλο δικηγορικό γραφείο που ίδρυσε ο αδερφός του. Καμία μεγάλη ή μικρή υπόθεση στα χέρια του.
Πολλές φορές, ο Τζίμι δεν μπορεί να διακρίνει τι είναι κακό και τι είναι καλό, ίσως το ίδιο το σύστημα δεν του επέτρεψε να διαχωρίσει αυτές τις δύο έννοιες. Όλοι στο γραφείο τον αγνοούν, πλην της δικηγόρου Κιμ Γουέξλερ (ο ρόλος της Ρία Σίχορν ως Κιμ Γουέξλερ αξίζει ένα ολόκληρο κεφάλαιο), με την οποία γίνονται αρχικά φίλοι και μετέπειτα ζευγάρι. Είναι δύσκολο να μη σε υπολογίζουν σε ένα ολόκληρο γραφείο. Να σε θεωρούν ανάξιο, ένα φάντασμα που κυκλοφορεί χωρίς σκοπό, μοιράζει την αλληλογραφία και λέει τις ιστορίες του. Ο ίδιος σου ο αδερφός δεν πιστεύει σε εσένα, αν και σε αγαπάει. Ίσως σε ξέρει καλύτερα. Κάπως έτσι, ο Τζίμι «γλιστράει» ως άλλος Γουόλτερ Γουάιτ και σταδιακά μεταμορφώνεται: γίνεται ένας con artist, ένας απατεωνίσκος δικηγόρος με φανταχτερά ρούχα, σε ένα μικροσκοπικό γραφείο στο πίσω μέρος ενός νυχάδικου, με μεθόδους και πρακτικές που δεν συνάδουν με το επάγγελμα, ένας αντιήρωας που πουλάει burner phones σε φτωχοδιάβολους και μικροαπατεώνες («πακιστανικά τηλέφωνα» για τους Έλληνες) και αναλαμβάνει τις υποθέσεις τους. Αν είσαι σε αυτή την κατηγορία και ψάχνεις δημόσιο συνήγορο, θα βρει τρύπες να σε ξελασπώσει.
Κάπως έτσι, γεννιέται σιγά σιγά ο χαρακτήρας του Σολ Γκούντμαν, όχι από τη μία μέρα στην άλλη και από το ένα επεισόδιο στο άλλο, οργανικά, μία slow burn κατάβαση στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που από τη μία φαίνεται να βασανίζεται εσωτερικά, με μία πίκρα στο βλέμμα του, τον βλέπουμε ελάχιστες φορές ευτυχισμένο (τις περισσότερες, δίπλα στην Κιμ), ήταν διαφορετικός άνθρωπος παλιά, κανείς δεν γεννιέται απατεώνας… Από την άλλη, με ένα απλό κλικ, ενθουσιάζεται σαν παιδί σε κάθε νέα απατεωνιά που σκαρώνει, φτάνοντας ακόμα και σε εκδικητικά επίπεδα. Κάποιες φορές, κάνει και κάτι καλό, ξεγυμνώνει μεγαλύτερα λαμόγια από αυτόν. Κάτι που θα τον φέρει σε μεγαλύτερους κινδύνους. Δεν παίζεις με τα μεξικανικά καρτέλ ναρκωτικών, πηγαίνεις μαζί τους.
Ο Μπομπ Όντενκερκ, βετεράνος της κωμωδίας και του «Saturday Night Live», δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ως Τζίμι Μαγκίλ, Σολ Γκούντμαν και Τζιν Τάκαβιτς. O τελευταίος, ένας χαρακτήρας βγαλμένος από αρχαίο δράμα, ένας άνθρωπος κυνηγημένος που χάνεται ανάμεσα στο πλήθος στη χιονισμένη Νεμπράσκα, ψάχνοντας να επιβιώσει μέρα με τη μέρα σε μία «άχρωμη» δουλειά σε ένα εμπορικό κέντρο. Από κοντά οι υπόλοιποι, η Ρία Σίχορν ως Κιμ Γουέξλερ, με την καριέρα της να ισορροπεί επικίνδυνα δίπλα στον Τζίμι, μοναδικός και ο Μάικλ Μακίν ως αδερφός του Τζίμι και άνθρωπος με «υπερβολική ευαισθησία στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία», με αυτά τα ψυχοσωματικά συμπτώματα να τον εμποδίζουν να βγει από το σπίτι του χωρίς να φοράει κουβέρτα από αλουμίνιο. Εξίσου εξαιρετικοί, ο Πάτρικ Φάμπιαν ως Χάουαρντ Χάμλιν (δικηγόρος και συνέταιρος του Τσακ Μαγκίλ στη δικηγορική φίρμα, ένας κατά τα άλλα πράος και συμπαθής χαρακτήρας), ο Μάικλ Μάντο ως Νάτσο Βάργκα (ένα νεαρό μέλος-foot soldier της οικογένειας ναρκοεμπόρων Σαλαμάνκα που θέλει να ξεφύγει από τη μοίρα του) και ο Τόνι Ντάλτον στον ρόλο του τρομακτικού Λάλο Σαλαμάνκα (της γνωστής οικογενείας που απολαύσαμε και στο «Breaking Bad»). Μαζί τους, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ο Τζιανκάρλο Εσποσίτο ως Γκας Φρινγκ και ο Τζόναθαν Μπανκς ως Μάικ Ερμαντρότ, να χτίζουν χαρακτήρα πριν το «Breaking Bad». Όσο περνάνε τα επεισόδια και μπαίνουμε βαθιά στους χαρακτήρες και στην ιστορία, τόσο νιώθουμε ότι φτάνουμε σε εκείνη τη στιγμή που σεναριακά και χρονολογικά το «Better Call Saul» θα ενωθεί με τον κόσμο του «Breaking Bad». Ίσως συμβεί, ίσως όχι.
Δεν ξέρω πώς θα τελειώσει το «Better Call Saul». Δεν έχω δει ακόμα το τελευταίο επεισόδιο. Κάτι λιγότερο από μία ώρα έμεινε για να ολοκληρωθεί αυτό το υπέροχο «τηλεοπτικό ταξίδι» που ξεκίνησε με το «Breaking Bad» το 2008 και ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2022 με το «Better Call Saul». Ό,τι και να μας επιφυλάσσει το τελευταίο επεισόδιο, οι δύο σειρές βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις στο παγκόσμιο τηλεοπτικό πάνθεον και πρωτίστως στις καρδιές των φίλων της καλής τηλεόρασης.
Οι σειρές «Better Call Saul» και «Breaking Bad» προβάλλονται στην Ελλάδα στο Netflix.