Καταρχάς, δύο-τρία πράγματα για τον Σπάικ Λι, επειδή έχω πάντα την αίσθηση ότι, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια και τόσες ταινίες που έχει κάνει, εξακολουθούν να περιφέρονται επίμονα κάποιες μικροπαρεξηγήσεις περί των στόχων του ως δημιουργού. Παρά τις ενθουσιώδεις και συχνά απολαυστικές ρητορικές του κορώνες, δεν κάνει διδακτικό σινεμά, κάνει ή προσπαθεί να κάνει (και συνήθως το καταφέρνει) συναρπαστικό σινεμά πρώτης γραμμής.
Κινηματογραφικά βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αντίληψη του Σκορσέζε ή του Ταραντίνο ή και του Γούντι Άλεν ακόμα (τηρουμένων πάντα των αναλογιών), παρά σε κάποιον σαν τον Κεν Λόουτς λόγου χάρη (και χωρίς παρεξήγηση). Δεν είναι ινστρούχτορας, είναι auteur. Η στεγνή στράτευση δεν του ταιριάζει και δεν την επιθυμεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κάνει πολιτικό σινεμά με την πιο ευρεία και συγχρόνως την πιο καίρια έννοια του όρου.
Στις 25 μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας που έχει γυρίσει (έχει κάνει επίσης τέσσερα ντοκιμαντέρ, τα δύο εκ των οποίων για τον Μάικλ Τζάκσον) έχει ασχοληθεί με όλα τα κινηματογραφικά είδη (με όλα όμως, ακόμα και με μιούζικαλ) εκτός από γουέστερν. Έχει κάνει το αμερικανικό ριμέικ του «Old Boy» ενώ υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι το πιο ώριμο επίτευγμά του είναι η «25η ώρα», μια ταινία που δεν υπάρχει ούτε ένας μαύρος κεντρικός χαρακτήρας (όπως και στο «Καλοκαίρι του Σαμ»).
Όποιος θέλει μπόλικο Σπάικ Λι, τον έχει εδώ σε όλο του το μεγαλείο και σε όλο του το χάος αναφορών, συνειρμών και εντάσεων.
Η πρώτη του έγνοια είναι να λειτουργεί η ταινία ως συναρπαστική αφήγηση. Εννοείται ότι δεσπόζει τακτικά μια σύγχρονη αστική (urban) αφρο-αμερικανική ατζέντα στο έργο του, αλλά αυτό όχι μόνο δεν περιορίζει, αντιθέτως μοιάζει να ενδυναμώνει και να διευρύνει το κινηματογραφικό του ύφος, που παραμένει ένα από τις πιο ιδιαίτερα και πιο χαρακτηριστικά στο μοντέρνο σινεμά – είτε πρόκειται για κάποιους συγκλονιστικούς μονολόγους των χαρακτήρων που συχνά απευθύνονται απευθείας στην κάμερα, δηλαδή στον θεατή, είτε για την περιπετειώδη δουλειά στην κάμερα, την ενσωμάτωση υλικού ντοκιμαντέρ και επικαιρότητας, και διάφορα άλλα στυλιστικά (αλλά απολύτως λειτουργικά) πυροτεχνήματα που είναι όλα παρόντα και στο «Da 5 Bloods», συν κάποια άλλα νέα κόλπα, ακόμα πιο εντυπωσιακά. Όπως οι διαφορετικές διαστάσεις εικόνας που χρησιμοποιεί ανάλογα με την χρονική περίοδο που διαδραματίζεται η δράση (η εικόνα στις σκηνές του παρελθόντος γίνεται τετράγωνη).
Η προηγούμενη ταινία του, το οσκαρικό «BlacKkKlansman» ήταν ένα δυνατό δράμα και ένα σούπερ υπόδειγμα σινεμά δράσης σε συγκεκριμένο πολιτικό / ιστορικό πλαίσιο. Ήταν μια χαρά, αλλά μάλλον mainstream και συγκρατημένο. Αυτό εδώ όμως το επικό «παραλήρημα» (πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσεις, είναι και 154 λεπτά, και επίσης είναι η πιο ακριβή παραγωγή που έχει γυρίσει) είναι κάτι άλλο, πολύ πιο απελευθερωμένο και πολυδύναμο. Όποιος θέλει μπόλικο Σπάικ Λι, τον έχει εδώ σε όλο του το μεγαλείο και σε όλο του το χάος αναφορών, συνειρμών και εντάσεων.
Αν έχει κάποιο προηγούμενο στη φιλμογραφία του η ταινία – μόνο όμως ως βάση πλοκής, όχι ως ύφος – είναι μάλλον «Το θαύμα της Αγίας Άννας» (The Miracle at St. Anna) του 2008, ταινία που λίγοι έχουν δει, στην οποία η θητεία τεσσάρων μαύρων Αμερικανών στρατιωτών στον Β' Παγκόσμιο, έρχεται να τους στοιχειώσει σαράντα χρόνια αργότερα, το 1984.
Το «Da 5 Bloods» αφηγείται την ιστορία τεσσάρων βετεράνων του πολέμου του Βιετνάμ που έχουν διατηρήσει μια επαφή μέσα στα χρόνια και τώρα, στα εξήντα-φεύγα τους, επανασυνδέονται στην πρωτεύουσα της χώρας, την Πόλη Χο Τσι Μιν, φαινομενικά ως τουρίστες (στις πρώτες σκηνές τους βλέπουμε να διασκεδάζουν σ' ένα κλαμπ που λέγεται «Apocalypse Now»), αλλά στην πραγματικότητα για να εκτελέσουν μια τελευταία (διπλή) αποστολή: να βρουν τη σωρό του πρώην συντρόφου (και αιώνιου πνευματικού / ιδεολογικού καθοδηγητή) τους, του Νόρμαν και να περισυλλέξουν ένα μπαούλο με χρυσό που έχει θαφτεί στη ζούγκλα από τότε.
Εννοείται πως ό,τι μπορεί να στραβώσει, θα στραβώσει (όπως ανέκαθεν στο σινεμά όταν πρόκειται για χρυσάφι, από την εποχή του «Θησαυρού της Σιέρα Μάντρε») καθώς στην εξίσωση θα χωθούν διάφοροι άλλοι παράγοντες, από τοπικούς ναρκέμπορους και Γάλλους «κακούς» (ο Ζαν Ρενό βασικά) μέχρι νεαρά μέλη ΜΚΟ από την Ευρώπη. Αυτά όσον αφορά στη σύνοψη της πλοκής, γιατί εν προκειμένω τα πολλά λόγια είτε μπορεί να λειτουργήσουν παραπλανητικά είτε μοιάζουν με spoilers.
Ας πούμε απλά ότι διάφορα εγκλήματα και τραύματα –ατομικά, συλλογικά, φυλετικά, ταξικά, πολιτικά– βγαίνουν στη φόρα όσο οι τέσσερις βετεράνοι μαζί με τον γιο του ενός (τα μικρά ονόματά τους, όπως διάβασα, αντιστοιχούν στα ονόματα του γκρουπ των Temptations: Ότις, Μέλβιλ, Πολ, Έντι και Ντέιβιντ) ξαναμπαίνουν βαθιά στη ζούγκλα για να αντιμετωπίσουν τις μνήμες και τους δαίμονές τους.
Να πούμε επίσης ότι, αντίθετα με τις περιβόητες (και μάλλον ατυχείς, ας το παραδεχτούμε επιτέλους) τεχνικές «απογήρανσης» που χρησιμοποίησε ο Σκορσέζε στον «Ιρλανδό», ο Σπάικ Λι είχε την εκπληκτική ιδέα να βάλει τους πρωταγωνιστές του να παίξουν οι ίδιοι χωρίς καμία «ηλικιακή» παρέμβαση τους νεαρούς εαυτούς τους, με μόνο τον νεκρό αλλά αθάνατο Νόρμαν αιωνίως νέο, παντοτινό και άφθαρτο σύμβολο μιας ριζοσπαστικής μαύρης συνείδησης.
Να πούμε τέλος ότι ο πιο συνταρακτικός χαρακτήρας της ταινίας, ο Πολ (τον υποδύεται ο σπουδαίος Ντελρόι Λίντο) έχει ψηφίσει Τραμπ και μάλιστα φορά κατά την επιστροφή του στο Βιετνάμ, το χαρακτηριστικό «τραμπικό» κόκκινο MAGA (Make America Great Again) καπέλο. Αν ο Νόρμαν είναι η ψυχή, ο Πολ είναι το (διαταραγμένο) πνεύμα της παρέας, το τραύμα που ποτέ δεν επουλώθηκε.
«Ο πόλεμος έχει να κάνει με το χρήμα και το χρήμα με τον πόλεμο», ακούγεται να λέει τότε (στην αρχή των '70s) στους συντρόφους του ο Νόρμαν, τον οποίον υποδύεται ο σταρ του «Μαύρου Πάνθηρα» της Marvel, Τσάντγουικ Μπόζμαν, ο χαρακτήρας του εδώ όμως παραπέμπει στον πραγματικό συνιδρυτή των Μαύρων Πανθήρων, Χιούι Νιούτον. «Κάθε φορά που βγαίνω έξω από την πόρτα μου, βλέπω τη γειτονιά μου περικυκλωμένη από μπάτσους λες και είμαστε σε αστυνομικό κράτος. Κάθε φορά νιώθω πόσο δεν έχω καθόλου αξία σαν άτομο...».
Προφανώς, φαίνεται ιδανικό το timing «εξόδου» της στο πλαίσιο του εκρηκτικού κλίματος οργής και αναθεώρησης που επικρατεί στις ΗΠΑ μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, η ταινία όμως μοιάζει να επιχειρεί κάτι πολύ ευρύτερο από ένα σύγχρονο σινεμά διαμαρτυρίας πλαισιωμένο από συναρπαστικές σκηνές δράσης. Μοιάζει να φιλοδοξεί να αλλάξει τους όρους της αμερικανικής κινηματογραφικής μυθολογίας. Δεν το καταφέρνει απολύτως, αλλά η εμπειρία παρακολούθησης αυτής της απόπειρας, ακόμα κι αν σκοντάφτει κατά τόπους, είναι ολοκληρωτική.
Από τη μία, σκέφτεται κανείς πόσο φαντασμαγορική θα ήταν αυτή η εμπειρία στη μεγάλη οθόνη, από την άλλη, το καλό με τις πλατφόρμες είναι ότι μπορείς να την διακόψεις, να επανέλθεις, αλλά και να γυρίσεις πίσω για να επισκεφτείς κάποιες σκηνές και ξανά. Δεν αποτελούν ταμπού για τους σινεφίλ αυτά πλέον – καλώς ή κακώς.