Η κυρία των 8 Όσκαρ Κοστουμιών οραματίστηκε βήμα προς βήμα την εικόνα που έχουμε για το αχρονικό Χόλιγουντ. Από τα λευκά γάντια της Γκρέις Κέλι μέχρι τα έξωμα φορέματα της Τέιλορ και τις πούλιες στα υπερθεάματα του Σεσίλ ντε Μιλ, η λεοντόκαρδη (παρά το δέμας της) Edith Head κυνήγησε μέχρι τελικής πτώσης την τέλεια εικόνα.
Όσοι παρακολουθήσατε τους απολαυστικούς «Απίθανους», αποκλείεται να μην εντυπωσιαστήκατε από έναν μικροκαμωμένο, αεικίνητο animated χαρακτήρα, την ενδυματολόγο των υπερηρώων, Edna Mode, μια δαιμόνια, πειθαρχημένη γκουρού της μόδας. Η «Ε», όπως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά, θυμίζει αναπάντεχα (διότι κανείς δεν θα περίμενε φόρο τιμής σε μια «παιδική» ταινία) την πιο μυθική designer στην ιστορία του Χόλιγουντ, την Edith Head των 35 υποψηφιοτήτων και των 8 Όσκαρ, των 62 χρόνων καριέρας, την outsider που διέσχισε με απαράμιλλη αντοχή και στέρεη επιμονή το σινεμά και τις αλλαγές του, από τον βωβό μέχρι τα '80s, ανατρέποντας την παράδοση της φανταχτερής αστάθειας των σταρ-σχεδιαστών αλλά και της εισαγόμενης πρωτοκαθεδρίας των παρισινών οίκων μόδας.
Ντύνοντας από ντίβες μέχρι πιθήκους και από δύστροπες σταρ μέχρι τον τελευταίο κομπάρσο, δημιούργησε υπερθεάματα και καθημερινή μόδα, χωρίς να αναρριχηθεί πάνω απ' το είδος που υπηρέτησε.
Βασίλισσα της Paramount, υπέγραψε 1.131(!) φιλμ: δούλευε παράλληλα έως και 9 ταινίες κάθε μήνα, σχεδίασε, πρόβαρε και έραψε ρούχα που δεν χρεώθηκε ποτέ, αμφισβητήθηκε σφόδρα για κοστούμια ολoδικά της, πάλεψε σκληρά να καθιερωθεί το Όσκαρ στον κλάδο της, υπέστη την ψυχρολουσία της αναπάντεχης ήττας στην πρώτη απονομή της ζωής της, αλλά κατέληξε στο βάθρο της απόλυτης, αρχετυπικής career woman, με τη χαμηλών τόνων φαντασία της να μην υπερσκελίζει ποτέ τη βούληση του σκηνοθέτη, τα καπρίτσια των σταρ και την επιταγή κάθε ταινίας που αναλάμβανε.
Για όλα αυτά, αυτή η ελάχιστα θελκτική, επικίνδυνα μυωπική, καθόλου μοδάτη γυναίκα, που δεν χαμογελούσε ποτέ για να μη δείχνει την τρομακτική οδοντοστοιχία της, 23 χρόνια μετά τον θάνατό της (σχεδόν εν ώρα εργασίας) μνημονεύτηκε σε mainstream ταινία κινουμένων σχεδίων. Μήπως εσείς γνωρίζετε το όνομα κάποιου άλλου συναδέλφου της;
Η Edith Head ξεκίνησε εκ παραδρομής τον ατελείωτο αρραβώνα της με το Χόλιγουντ: δίδασκε γαλλικά τις κόρες του μεγαλοπαραγωγού Σεσίλ ντε Μιλ στο Hollywood School for Girls το 1923, αν και σιχαινόταν το φρικτό γούστο του πατέρα τους στο σινεμά. Απαντώντας σε μια αγγελία για καλοκαιρινή δουλειά, έστειλε ένα σκίτσο της στην εταιρεία Famous Player Lasky, μετέπειτα Paramount. Όταν εκείνοι τη δέχτηκαν σε ακρόαση, δεν είχε ιδέα τι θα τους παρουσίαζε. Σπούδαζε σχέδιο θαλασσογραφιών και το μόνο που ήξερε ήταν να ζωγραφίζει ωκεανούς.
Αν και τίποτα στη συμπεριφορά της δεν πρόδιδε σθένος ή το χάρισμα της πρωτοβουλίας, βρήκε το κουράγιο (ή το θράσος) να δανειστεί ή, κατ' άλλους, να υφαρπάξει τα σχέδια των συμφοιτητών της και να τα παρουσιάσει ως δικό της portfolio. Το κόλπο έπιασε και η τιμωρία της ήταν να δουλέψει για ταινίες του μισητού της Ντε Μιλ, ενώ στο μεταξύ παρακολουθούσε μαθήματα για να βελτιωθεί. Το κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στον πρώτο της σύζυγο Charles Head και το αφεντικό της στον τομέα μόδας της Paramount, τον ταλαντούχο Travis Banton, ήταν ο αλκοολισμός.
Τον σύζυγο τον σεβάστηκε, τον λυπήθηκε, κράτησε το επώνυμό του και του στάθηκε στις τελευταίες του μέρες, αλλά στο μεταξύ τον χώρισε με συνοπτικές διαδικασίες. Τον Banton όχι μόνο τον κάλυπτε συστηματικά στις πολυήμερες «διακοπές» του στα μπαρ της επικράτειας, αλλά εκτελούσε δικά του σχέδια χωρίς να τα υπογράφει η ίδια. Υπήρξε ο μέντορας και ο παραδεδεγμένος δάσκαλός της, της έμαθε, στις νηφάλιες μέρες του, όσα ήξερε κι εκείνη τον στήριξε αγόγγυστα. Ο Banton, όπως όριζε η ιεραρχία του συστήματος της εποχής, χειριζόταν τις σταρ του στούντιο, καλοπιάνοντας και αναδεικνύοντας κυρίως τη Μάρλεν Ντίτριχ, σε έναν ιστορικό πόλεμο χλιδής με τον ομόλογό του στην MGM, τον ιδιοφυή Adrian, ο οποίος χειριζόταν τέλεια την περίπτωση Γκάρμπο.
Η Head έντυνε τους ευνούχους, τις γιαγιάδες, τα παιδάκια και τις υπηρέτριες. Έμαθε με μεθοδικότητα και υπομονή την τεχνική από τον Banton, δουλεύοντας έως και 36 ώρες άυπνη. Βλέποντας τον ανοιχτά ομοφυλόφιλο Erté να εμφανίζεται με λαμέ κοστούμια στα πάρτι και τον Adrian να διαφημίζει τον εαυτό του, η Head κατάλαβε πως για να σταθεί στην πιάτσα έπρεπε να πλασάρει τον εαυτό της με κάποιον τρόπο.
Στα μέσα της δεκαετίας του '30, η Μπάρμπαρα Στάνγουικ έγινε φίλη της και της συνέστησε τον οδοντίατρό της, όταν διαπίστωσε πως δεν είχε σκάσει το χείλος της ούτε μια φορά. Όχι πως έκτοτε η συνεσταλμένη Head έκανε κατάχρηση του νέου της χαμόγελου, αλλά η αλλαγή τής χάρισε μια πρωτόφαντη αυτοπεποίθηση, γι' αυτό ανταπέδωσε τη χάρη στη «Stany» με μερικά αξέχαστα κοστούμια στην καριέρα της, όπως στο «Ball of fire», στο «Sorry, wrong number» και, κυρίως, στο καταπληκτικό «Lady Eve» (1941) του Πρέστον Στάρτζες, όπου τη μεταμόρφωσε με χάρη από απατεώνισσα καιροσκόπο σε Αγγλίδα αριστοκράτισσα.
Η κοινωνική πόζα δεν απέσπασε τη Head από την επαγγελματική της αυτοσυγκέντρωση. Μετά την ημιεπιτυχημένη απόπειρά της να ντύσει την Κλάρα Μπόου, ή μάλλον να κρύψει την κοντόχοντρη σιλουέτα της, ήλθε η πρώτη φημισμένη υπογραφή της: παρέλαβε την όψιμα (μετά την παρότρυνση του μέντορά της, Χάουαρντ Χιουζ) ξανθή Τζιν Χάρλοου στο «Saturday night kid» (1929) και την κολάκεψε με το περίφημο slip dress, μια σατέν σφιχτή και κοφτή στο μπούστο παραλλαγή εσωτερικού ρούχου, που αποτελούσε διασκευή του πρωτότυπου φορέματος της Γαλλίδας couturière Madeleine Vionnet. Όπως σημειώνει η Head στα αυτοβιογραφικά της ενθυμήματα στο «Edith Head's Hollywood», «δικαιούμαι να πω πως αυτά που φορούσε στις δικές της σκηνές η Τζιν προέτρεψαν τους άλλους να συνειδητοποιήσουν τις εντυπωσιακές δυνατότητες που είχε».
Μετά το κραχ του 1929, οι σχεδιαστές του Χόλιγουντ καταριόντουσαν τις Chanel, Elsa Schiaparelli και τον Lanvin, όλους τους Ευρωπαίους που «πρόσταξαν» τις γυναίκες να καταργήσουν τα φορέματα, να ανεβάσουν τις φούστες, να τονίσουν τη μέση και να αναδείξουν τους ώμους. Την αρχική αμηχανία διαδέχτηκε μια απόφαση που θα άλλαζε για πάντα τον χάρτη της μόδας. Τα στούντιο επέλεξαν την επίθεση και ορκίστηκαν να μην αφήσουν το Παρίσι να καθορίσει τις τάσεις. Αντί να εισαγάγουν από τους φημισμένους οίκους μόδας, δημιούργησαν τους δικούς τους στο Χόλιγουντ.
Από την αρχή του '30 έως και το '50 οι σταρ έγιναν αισθητικά πρότυπα, ακριβώς διότι μπορούσαν να προπαγανδίσουν τη μόδα διεισδύοντας στο μεγάλο κοινό. Τότε η Τζόαν Κρόφορντ, η Ντίτριχ και η Κάρολ Λομπάρ έγιναν η ποπ κουλτούρα, καθώς δεν υπήρχαν εναλλακτικά κινηματογραφικά πρότυπα ή αισθητικές αμφισβητήσεις. Ενώ ο Travis Banton ταξίδευε στην Ευρώπη για ενημέρωση και διακριτική υποκλοπή τάσεων, η Head συνέχιζε το πολυτελές «χαμαλίκι». Έμαθε πολλά δίπλα στη χειραφετημένη Μέι Γουέστ, δηλαδή πώς να συνδυάζει το θηλυκό και την κυρία σε μια προωθημένη γυναίκα, όπως αυτή η σέξι ηθοποιός. «Αν βρεις ένα μαγικό κόλπο που σου ταιριάζει, μην το αλλάξεις ποτέ» της είπε η Γουέστ, συμβουλή που η Head εκτίμησε δεόντως.
Επισήμως, το όνομά της φιγουράρισε ως υπεύθυνης ενδυματολογίας σε δική της ταινία στο «She done him wrong» με τον Κάρι Γκραντ. Πέρασε ατέλειωτες ώρες προβάροντας τα μακρόστενα ρούχα της Ντίτριχ, απόλαυσε ιδιαίτερα το να ενεργεί χωρίς παρεμβάσεις στην γκαρνταρόμπα της Λομπάρ και, ανάμεσα σε όλα, έπρεπε να σέβεται τον κώδικα λογοκρισίας και να κρύβει στήθη, αφαλούς και πόδια, δρώντας καλλιτεχνικά και αόρατα στο πουριτανικό καθεστώς που επέβαλε ο παντοκράτορας λογοκριτής Χέιζ.
Ώσπου ήλθε ο τυχαίος θρίαμβος, όταν από το πουθενά δημιούργησε το παρεό-σήμα κατατεθέν της Ντόροθι Λαμούρ, μια μόδα που επεκτάθηκε σε όλη την Αμερική και καθόρισε την εικόνα της ηθοποιού και την αποδοχή της σχεδιάστριας στον κύκλο της. Τη μεταμόρφωσε σε Ούλα, Μαράμα, Τούρα, Σαλιμάρ, μια σειρά από εξωτικές καλλονές για ανάλαφρες αποδράσεις στα σινεμά εκείνης της δεκαετίας και, μαζί με συναδέλφους της, έβγαλε χρήματα υπογράφοντας είδη ρουχισμού για πολυκαταστήματα.
Το 1938 δημιούργησε τις πρώτες της αντιπάθειες – επόμενο ήταν. Η κουτσομπόλα Χέντα Χόπερ τη διέβαλε όταν ο Travis Banton αποχώρησε από την Paramount και η ντίβα Κλοντέτ Κολμπέρ δεν τη δέχτηκε ως ενδυματολόγο της γιατί τη θεωρούσε δευτέρας διαλογής. «Δεν μπορείς να αρέσεις σε όλους. Νευρίαζα παλιότερα, αλλά το φιλοσόφησα»είπε αργότερα. Ευτυχώς για τη Head, κανείς από την Paramount δεν αντιλήφθηκε ότι ο μόνος που την πτοούσε βαθιά και ουσιαστικά ήταν ο ανταγωνιστής της στην MGM, o Adrian. Με δυνατές σπουδές, απεριόριστο προϋπολογισμό και αρκετή τρέλα στις επιλογές του, ο εφευρέτης του λουκ της Γκάρμπο ξόδευε 75.000 δολάρια τον χρόνο στα καλύτερα υφάσματα και έβαλε τη Head σε ένα τριπ που, λόγω περιστάσεων, δεν πρόλαβε να απογειωθεί.
Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μια εντολή του Λευκού Οίκου περιόρισε τη χλιδή και το budget, ασχέτως του αν, κατ' εξαίρεση ή με πονηριές (καθότι η Head δεν ενέκρινε ποτέ τα συνθετικά υφάσματα εκείνη την εποχή), καταστρατηγούνταν σε περιπτώσεις ταινιών εποχής. Στο «Lady in the dark» παρήγγειλε ένα μινκ παλτό πάνω από σεταρισμένο μαγιό για την Τζίντζερ Ρότζερς, ξοδεύοντας 35.000 δολάρια, μυθικό ποσό σε σύγκριση με τα ταπεινά ράσα που έντυσαν την επιβλητική Ίνγκριντ Μπέργκμαν στις «Καμπάνες της Παναγίας» ή τα εξαίσια φαρδιά ρούχα που έκρυβαν την εγκυμοσύνη της Βερόνικα Λέικ στα «Ταξίδια του Σάλιβαν».
Εν τω μεταξύ, πολλοί –με αρχηγό τη Χόπερ‒ έκριναν το προσωπικό στυλ της Head βαρετό και ανέμπνευστο. «Ποτέ δεν χρησιμοποιώ χρώμα στη δουλειά και στα ατελιέ μου» δικαιολογήθηκε η σχεδιάστρια. «Η αγαπημένη μου απόχρωση είναι μπεζ-γκρι. Όταν στέκομαι δίπλα σε μια ντίβα του σινεμά που προβάρει ένα φόρεμα, δεν μπορώ να κλέψω τη ματιά της. Τίποτα δεν πρέπει να αποσπά το βλέμμα της από τη δική της εικόνα στους καθρέφτες του ατελιέ».
Με δεδομένο το αυστηρό της στυλ και σίγουρη για την εκτίμηση και τον σεβασμό των συναδέλφων της ύστερα από 20 χρόνια αφοσίωσης στη δουλειά της, ο κλάδος κατάφερε να πείσει την Ακαδημία ότι τα κοστούμια δεν είναι απλώς διακοσμητικά και αξίζουν Όσκαρ. Πίστευε πως στις 24 Μαρτίου του 1949 θα θριάμβευε. Μάζεψε τα μαλλιά της πίσω, φόρεσε τη μαύρη της τουαλέτα και περίμενε να ακούσει το όνομά της από τα χείλη της νεαρής Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Άλλωστε, τα κοστούμια που δημιούργησε για την Τζόαν Φοντέν στο τεχνικολόρ «Emperor Waltz» του Μπίλι Ουάιλντερ ήταν πιο εντυπωσιακά από τις πανοπλίες και τα τσουβάλια της Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην «Ιωάννα της Λορένης».
Όταν νικητές αναδείχτηκαν οι αντίπαλοί της, Madame Karinska και Dorothy Jeakins, πάγωσε και σταμάτησε να υπάρχει για το υπόλοιπο της βραδιάς. Αν στο πρώτο της ραντεβού με τα Όσκαρ σοκαρίστηκε σε βαθμό που το επόμενο δίμηνο κλείστηκε στο ατελιέ και εργαζόταν μηχανικά χωρίς να μιλά στους έντρομους συνεργάτες της, το βραβείο που έχασε για το «Κυνήγι του κλέφτη» το 1955 την πίκρανε βαθύτατα.
«Μετά την απώλεια αυτού του Όσκαρ δεν με ένοιαξε ξανά αν θα το κέρδιζα ή θα το έχανα» θυμάται. «Συνειδητοποίησα πόσο αυτό το βραβείο εξαρτάται από την επιτυχία μιας ταινίας και όχι από την ποιότητα των σχεδίων. Ο Τσαρλς Λεμέρ είναι καλός μου φίλος και δεν θα είχα πρόβλημα να του πω κατάμουτρα πως τα σχέδιά του για το "Love is a many-splendored thing" ήταν βαρετά μπροστά στα υπέροχα φορέματα που έφτιαξα για την Γκρέις Κέλι. Όλα τα κοστούμια της Τζένιφερ Τζόουνς ήταν κινέζικα cheong sams, θα μπορούσαν να είχαν αγοραστεί από την Τσάιναταουν, άσχετα από το αν ο Τσαρλς ήταν επαγγελματίας και τα σχεδίασε από την αρχή».
Παρά τα δύο χαστούκια που σφράγισαν τη Head, το φλερτ της με τα Όσκαρ μετατράπηκε σε αξέχαστο ειδύλλιο. Το 1949, η οργανική ενδυματολογία της Κληρονόμου Ολίβια ντε Χάβιλαντ, που χρησίμευσε ως καίριο όπλο στην αφήγηση της ταινίας, της χάρισε το πρώτο από τα οκτώ Όσκαρ της. Κυρίως, όμως, στα 53 της χρόνια, η πρώτη κυρία του Χόλιγουντ κατάλαβε ότι, στη δεκαετία που ακολουθούσε τον πόλεμο, έπρεπε να συνδυάσει την ανάγκη των γυναικών ηθοποιών να είναι ανθρώπινα όντα με τη δίψα του κοινού για ένα κινηματογραφικό θέαμα πιο ανεβασμένο σε σχέση με την πεζότητα που τους πρόσφερε το νέο οικιακό παιχνίδι τους, η τηλεόραση.
Η απονομή του πρώτου Όσκαρ της Edith Head.
Και τα κατάφερε με αξιομνημόνευτα αποτελέσματα. Η παραγωγικότητά της παρέμενε σε ζηλευτά επίπεδα και έπαιρνε Όσκαρ για τη μαζική δουλειά στους μηχανικούς κολοσσούς του σταθερά απεχθούς γι' αυτήν Σεσίλ ντε Μιλ («Σαμψών και Δαλιδά», «Οι 10 Εντολές»). Κέρδισε όμως δύο βραβεία για την επινόηση του λουκ της Όντρεϊ Χέπμπορν στο «Διακοπές στη Ρώμη» και τη «Σαμπρίνα» – αν και το black dress στο τελευταίο φιλμ κατακυρώνεται στον Hubert de Givenchy, κατά τις μαρτυρίες του σχεδιαστή και συνεργατών της Head, μετά τον θάνατό της.
Έφτιαξε το αξεπέραστο, ασύμμετρο στον λαιμό, καφέ cocktail dress της Μπέτι Ντέιβις για το «Όλα για την Εύα» – η Ντέιβις έμελλε να γίνει φίλη της, αγόρασε το φόρεμα και το πρωτότυπο σχέδιο και έγραψε τον πρόλογο στη βιογραφία της. Σχεδίασε το νυφικό και το βραδινό της Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το καλωσόρισμα της Αμερικής στο κοινωνικό δράμα των '50s «Μια θέση στον ήλιο», θέτοντας το πρότυπο για εκατομμύρια χορούς στο τέλος της σχολικής περιόδου. Έχτισε το πριγκιπικό στυλ της Γκρέις Κέλι, η οποία διασκεύασε πολλά από τα φορέματα που της σχεδίασε η Head όταν μετακόμισε στο Μονακό.
Η Αμερικανίδα σχεδιάστρια οργάνωσε περιοδείες σε όλο τον κόσμο, εκθέτοντας κοστούμια που σχεδίασε για τις ταινίες της Paramount και φυλάσσονταν στο αρχείο. Έγινε φίλη με νεότερες σταρ, όπως η Νάταλι Γουντ και η Σίρλεϊ ΜακΛέιν, και παρακολούθησε το Χόλιγουντ όπως το έζησε στο ξεκίνημά της μέχρι την τελική κατάρρευσή του, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '60. Ακολουθώντας τον Χίτσκοκ, έκανε την ιστορική μετακόμιση στη Universal, όπου της επιφύλαξαν βασιλική μεταχείριση, αξιοποιώντας την σε ταινίες εποχής και οχήματα για μεγάλους ηθοποιούς – στο σύνολό τους παλιομοδίτικα, αλλά ταιριαστά για μια 70χρονη που αποτελούσε αναπόφευκτα κομμάτι της προηγούμενης γενιάς. Αποκορύφωμα της τελικής περιόδου της ήταν το «Κεντρί», μια αναβίωση των '30s, όπου ο σκηνοθέτης Τζορτζ Ρόι Χιλ επένδυσε πολύ στην αυθεντικότητα των κοστουμιών που φορούσαν ο Ρέντφορντ, ο Νιούμαν και η παρέα των κομπιναδόρων.
Η Head κυνήγησε το τέλειο, το όνειρο, την ιδέα της για το μεγάλο σινεμά μέχρι το τέλος. Κατέληξε ζωντανό αξιοθέατο στα στούντιο της Universal και πολλοί περαστικοί μυημένοι τη χαιρετούσαν στο γραφείο της, λίγο πριν δουν τον λαστιχένιο καρχαρία από το «Jaws». Παρότι σχεδόν ετοιμοθάνατη, έκλεισε τον φυσικό της κύκλο με τα ρετρό κοστούμια του «Dead men don't wear plaid» το 1981.
Πρακτικά, το σύνθημα της λήξης είχε δοθεί από την ίδια κάπου στα '70s, όταν παραδέχτηκε ότι το ισχύον σύστημα δεν τη γοήτευε πλέον: «Η πλειονότητα των ηθοποιών σήμερα δεν προβάλλει κάποια εικόνα. Μιλώ για την Τζέιν Φόντα, τη Ζακλίν Μπισέ, την Κάθριν Ρος και τη Σάλι Φιλντ» είχε πει. «Η πιθανή εξαίρεση είναι η Φέι Ντάναγουεϊ, η οποία πιστεύει ότι το γκλάμουρ και η συνέπεια στο ύφος σημαίνουν πολλά στο κοινό. Οι γυναίκες πλέον δεν σου μιλούν για την ταινία στην οποία θέλουν να πρωταγωνιστήσουν, αλλά γι' αυτές που θέλουν να σκηνοθετήσουν!».
Ακόμα και μετά τον θάνατό της κάποιοι αμφισβήτησαν εκ νέου την εγκυρότητα των σχεδίων της. Το σύνδρομο του μυρμηγκιού την ακολούθησε ακόμα και όταν εγκαταστάθηκε στην κορυφή. Είναι δυνατόν, όμως, έστω και αν κάποιοι από τους ισχυρισμούς αυτούς ευσταθούν, να αμφισβητηθούν το εκτόπισμα και η επιρροή της στην παγκόσμια εικόνα του ρούχου, όπως σημειολογικά διαδόθηκε από τις 1.000 και πλέον ταινίες της; Ντύνοντας από ντίβες μέχρι πιθήκους και από δύστροπες σταρ μέχρι τον τελευταίο κομπάρσο, δημιούργησε υπερθεάματα και καθημερινή μόδα, χωρίς να αναρριχηθεί πάνω απ' το είδος που υπηρέτησε.
Το επιμύθιό της, πικρό, σε ευθεία αναλογία με τα 83 χρόνια της, σηματοδοτούσε μια ειλικρινή αμηχανία για μια εποχή που φυσιολογικά την ξεπέρασε: «Νομίζω πως κανείς δεν μπορεί να καταλάβει προς τα πού οδεύει το Χόλιγουντ. Δεν φτιάχνουμε γκλάμορους ταινίες σήμερα, δεν φτιάχνουμε εικόνες. Όλα είναι πολύ ρεαλιστικά, καλλιτεχνικά και μίζερα. Ποια ήταν η τελευταία φορά που είδατε ένα υπέροχο μιούζικαλ ή μια εντυπωσιακή φαντασία; Κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι το Χόλιγουντ θα συνεχίσει έτσι. Τα '70s ήταν θαμπά, αλλά ελπίζω σε μια καλύτερη δεκαετία. Ακολουθούν συναρπαστικά πράγματα. Θέλω να κάνω μεγάλες ταινίες στα '80s».
Ευτυχώς, δεν έζησε για να δει το κιτς ή τη «Δυναστεία». Πρόλαβε όμως να περιγράψει την τέλεια γυναίκα, ιδανικά φτιαγμένη από τα πιο διάσημα επιμέρους υλικά, τα μέλη του σώματος γνωστών ηθοποιών, όπως τα περιέγραψε η ίδια: «Το πρόσωπο και τα μαλλιά της Τέιλορ, τα μάτια της Λόρεν, το στόμα της Μπέργκμαν, τον λαιμό της Ντέμπρα Κερ, τα χέρια της Λέσλι Καρόν, τα δάχτυλα της Ντέμπι Ρέινολντς, τους ώμους της Τζέιν Γουάιμαν, το στήθος της Μπαρντό, τη μέση της Όντρεϊ, τους γοφούς της Τζάνετ Λι, τα πόδια της Σίρλεϊ ΜακΛέιν και την κορμοστασιά της Γκρέις Κέλι».