Η βαριά βιομηχανία μας είναι ο τουρισμός. Το φημισμένο ως τα πέρατα της γης «greek kefi» είναι συνυφασμένο με εικόνες από θάλασσα, ηλιοβασιλέματα και κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Ο Ανδρέας έλεγε ότι δεν θα προκήρυσσε εκλογές το καλοκαίρι, για να μη χαλάσει τα «μπάνια του λαού».
Μην τα πολυλογούμε, το να γράψεις ότι η σχέση μας με το καλοκαίρι είναι απλώς έντονη θα ήταν ευφημισμός. Μοιραία, το ελληνικό καλοκαίρι έχει σταθεί πηγή έμπνευσης για το ελληνικό σινεμά, από τις λαϊκές ηθογραφίες του Φίνου και τις νεωτεριστικές κατασκευές του ΝΕΚ μέχρι σήμερα. Χρυσές παραλίες, ηλιοκαμένα σώματα, αστικά τοπία που κοχλάζουν από τη ζέστη, ανοιχτά παράθυρα διαμερισμάτων και η Πανεπιστημίου δίχως αυτοκίνητα συνθέτουν, μεταξύ άλλων, την εικονογραφία του ελληνικού καλοκαιριού, όπως έχει αποτυπωθεί στο σινεμά.
Την τελευταία δεκαετία, με την άνοδο του ρεύματος που μερίδα της κριτικής βάφτισε «weird wave» και τη διείσδυση της ελληνικής παραγωγής στα ξένα φεστιβάλ η θεματολογία έγινε εξωστρεφής, στόχευσε σε ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό κι έτσι το ιδιότυπο φαινόμενο του ελληνικού καλοκαιριού απασχόλησε λιγότερο το εγχώριο σινεμά.
Αν υπάρχει μια ταινία στην οποία αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί δομικό στοιχείο, αυτή είναι το Suntan (2016) του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Όπου ιατρός χαμηλών τόνων διορίζεται στην Αντίπαρο, θέλει να βιώσει τη διονυσιακή εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού και καταλήγει να γνωρίσει το τελευταίο και από την καλή και από την ανάποδη. Γυμνά σώματα, μίνι-μάρκετ, greek καμάκι και απωθημένα που βράζουν σε μια στυλιζαρισμένη ιστορία καθυστερημένης ενηλικίωσης. Στο Wasted Youth (2011) του ίδιου σκηνοθέτη οι καλοκαιρινές συνθήκες εξυπηρετούν τη δραματουργία και η υψηλή θερμοκρασία οξύνει τη νευρικότητα του μεσήλικα οικογενειάρχη που μοιάζει να ψάχνει αφορμή για να εκτονωθεί.
Χρυσές παραλίες, ηλιοκαμένα σώματα, αστικά τοπία που κοχλάζουν από τη ζέστη, ανοιχτά παράθυρα διαμερισμάτων και η Πανεπιστημίου δίχως αυτοκίνητα συνθέτουν, μεταξύ άλλων, την εικονογραφία του ελληνικού καλοκαιριού, όπως έχει αποτυπωθεί στο σινεμά.
Ανάλογη η λειτουργία του καύσωνα και στο μεταμοντέρνο Άφτερλωβ (2016) του Στέργιου Πάσχου, όπου πρώην εραστές κλείνονται σε βίλα στην Αθήνα και μένουν εκεί μέχρι να τα ξαναβρούν, με τη θερμοκρασία να ανεβάζει την ένταση των αψιμαχιών τους και το χλωριούχο νερό της πισίνας να υπόσχεται τη λύτρωση. Το μπλε της πισίνας ‒και το υγρό στοιχείο γενικότερα‒ είναι πανταχού παρόν και στην Άπνοια (2010) του Άρη Μπαφαλούκα, από τις ωραιότερες και δυστυχώς άγνωστες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας. Πρόκειται για δράμα μυστηρίου με εντυπωσιακές υποβρύχιες σκηνές και άφθονα σκηνοθετικά τρικ προς εξυπηρέτηση μιας συγκινητικής ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος, αρετή διόλου αυτονόητη για την εγχώρια μυθοπλασία.
Μέσα στη δεκαετία επανήλθε και ο Γιώργος Πανουσόπουλος. Από τους ηδονοβλεπτικούς Απέναντι (1981), που εκτυλίσσονται σε μια Αθήνα που καίγεται από τον καύσωνα, μέχρι το ηδονικό Μ' αγαπάς; (1988), όπου τα γυμνά σώματα γίνονται ένα με το φυσικό τοπίο, ο Γιώργος Πανουσόπουλος είναι πιθανότατα ο κατεξοχήν σκηνοθέτης του ελληνικού καλοκαιριού και του ερωτισμού που το συνοδεύει. Στο γυρισμένο στην Ικαρία Σ' αυτήν τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει (2018) ένας Γάλλος ευρωβουλευτής και μια Ελληνίδα οικονομολόγος καταφθάνουν στη φανταστική νήσο Αρμενάκι για να πραγματοποιήσουν οικονομικό έλεγχο –προφανείς και όχι ιδιαίτερα λεπτοί οι παραλληλισμοί‒, για να βρεθούν μπροστά σε μια αυτάρκη κοινωνία εμπράγματης οικονομίας, ελευθέρων ηθών και διαλλακτικής στάσης ζωής. Τα στιγμιότυπα από την καθημερινότητα των κατοίκων παρουσιάζουν σποραδικό ενδιαφέρον, στη σκηνή του χορού, στη φωτιά, υπό το σεληνόφως, θαρρείς πως ο φακός συνέλαβε λαθραία απόσπασμα από κάποιο βακχικό δρώμενο.
Η Ικαρία δεν είναι το μοναδικό νησί που έχει φιλοξενήσει ελληνική παραγωγή θερινών διαθέσεων στις παραλίες του. Στη Νήσο (2009) του Χρήστου Δήμα –βγήκε 29.12.2009 στις αίθουσες‒ και στο σίκουέλ της η γραφική Σίφνος και μια σειρά από ακόμα πιο γραφικούς χαρακτήρες πρωταγωνιστούν σε μία από τις εμπορικότερες κωμωδίες της δεκαετίας. Η Νάξος ήταν η τοποθεσία που επέλεξε ο Νίκος Ζαπατίνας για να επιχειρήσει μια σύγχρονη ανάγνωση του παλιού, λαϊκού ελληνικού σινεμά με ατυχή αποτελέσματα στο Περιμένοντας τη Νονά (2019).
Τέλος, η Άνδρος φιλοξενεί τέσσερις νεαρές κοπέλες στη Winona (2019) του Αλέξανδρου Βούλγαρη, μια φέτα θερινής ραστώνης, ένα αβαρές, σαν την εποχή, παιχνίδι με τα κινηματογραφικά είδη.
Στο πεδίο του σινεμά μικρού μήκους, που έχει αποκτήσει με τα χρόνια το δικό του πιστό κοινό και διακρίνεται διαρκώς στο εξωτερικό, το ελληνικό καλοκαίρι διεκδίκησε (και πήρε) το μερίδιο που του αναλογούσε μέσα στη δεκαετία. Στο γυρισμένο στη Σύρο Postcards from the end of the world (2019) του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου οι καλοκαιρινές διακοπές μιας οικογένειας συμπίπτουν με το τέλος του κόσμου. Η voice-over αφήγηση βγάζει αρκετό γέλιο, γίνεται συχνά κυνικό, αλλά κατά βάθος πιστεύει πως, έστω και λίγο πριν από το τέλος, θα φιλιώσουμε. Στη σουρεαλιστικών διαθέσεων και υπαρξιστικού υποστρώματος Έκδυση (2015) της Φαίδρας Τσολίνα ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος περιφέρει την απόγνωσή του απ' όσα τον ταλανίζουν στο αφιλόξενα ηλιόλουστο μανιάτικο τοπίο και βρίσκει το εφαλτήριο μιας νέας αρχής στην παραλία.
Η Αλεπού (2016) της Ζακλίν Λέντζου εκτυλίσσεται μια πολύ ζεστή καλοκαιρινή μέρα στην Αθήνα, όπου ένας έφηβος περνά λίγες στιγμές νωθρότητας και ανεμελιάς με τα μικρότερα αδέρφια και τη φίλη του, πριν έρθει απότομα μια βίαιη μετάβαση στην ενηλικίωση. Στην Joanna (2017) ο Παναγιώτης Φαφούτης επιστρατεύει την Υβόννη Μαλτέζου, εμπνέεται από την ιστορία της Γιαννούλας της Κουλουρούς, η οποία ντυνόταν νύφη κάθε μέρα και περίμενε στο λιμάνι έναν γαμπρό που δεν έφτανε ποτέ, και γυρίζει κάτω από τον ήλιο της Πάτρας ένα καυστικό φιλμάκι που απο-ρομαντικοποιεί (και) το ελληνικό καλοκαίρι.
Πάνω απ' όλα, όμως, το Heatwave (2019) του Φωκίωνος Ξένου ήταν εκείνο που έχτισε, μέσω της τεχνικής του stop motion animation, μια μικρογραφία του καλοκαιριού μας, αναπλάθοντας ευρηματικά γνώριμους ανθρωπότυπους και εικόνες που συναντάς κάθε καλοκαίρι στις ελληνικές παραλίες. Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, θα συνεχίσεις να συναντάς, γιατί μερικά πράγματα μένουν αναλλοίωτα στον χρόνο.