Το σινεμά είναι σχέση οργανική. Τη μετράς στις ώρες που περνάς μπροστά από οθόνες, ή στον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο από συγκεκριμένες γωνίες, που έχεις ξεσηκώσει από αμέτρητα πλάνα. Μετριέται στις συλλογές σου, στις αναφορές σου και στις άχρηστες πληροφορίες που συλλέγεις. Σε ώρες συζητήσεων και αντιπαραθέσεων. Τη μετράς, τέλος, όταν σου ζητάνε να κάνεις μια λίστα με δέκα ταινίες και συνειδητοποιείς στα μισά ότι το 10 δεν σου φτάνει ούτε για πλάκα. Σε παρηγορεί ίσως κάπως το συμπέρασμα ότι είσαι ερωτευμένος μάλλον με την ιδέα του σινεμά κι αν ήταν να αποτελείται από μια λέξη η λίστα σου θα μπορούσε να είναι αυτή και μόνο και θα ήσουν ήσυχος με τη συνείδησή σου.
Οι παρακάτω ταινίες είναι οι πρώτες δέκα που μου ήρθαν στο μυαλό. Όταν τις ξανακοίταξα, ντράπηκα γιατί είχα αφήσει άλλες τόσες –ίσως και πιο σημαντικές– απέξω. Που είναι το «Όσα παίρνει ο άνεμος» και το «Sunset Boulevard»; Πού το «Πρωινό στο Tiffany’s» και το «Cabaret»; Είναι δυνατόν να παρέλειψα τον Ophuls, τον Bergman, τον Godard, τον Wilder και τον Fassbinder; Το 'πιασες, φαντάζομαι το νόημα, ακόμα και σ’ αυτό το εισαγωγικό προσπαθώ να χωρέσω όσο το δυνατόν περισσότερα ονόματα και τίτλους. Άδικος κόπος. Φαντάσου με πνιγμένο σε αμέτρητα χιλιόμετρα σελιλόιντ να πασχίζω να ξεμπλέξω κι έχεις την εικόνα. Ας είναι. Δέκα είπαμε, δέκα παραδίδω.
1.
JACQUES DEMY
Les Parapluies de Cherbourg
Αυτή η ταινία δεν θα μπορούσε να λείπει ποτέ από την πρώτη θέση οποιασδήποτε λίστας μου, απλούστατα γιατί την κουβαλάω ως ταυτότητα της σινεφιλικής μου υπόστασης. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν γιατί τη θεωρώ την πιο επιδραστική ταινία της ζωής μου κι ίσως κι εγώ δεν είμαι απόλυτα σε θέση να το εξηγήσω. Ο τρόπος που ο Jacques Demy κινηματογραφεί και την ίδια στιγμή αναιρεί τον έρωτα, την αθωότητα, το ανθρώπινο «για πάντα» και στο φινάλε την ίδια τη φύση του σινεμά με φέρνει κάθε φορά αντιμέτωπο με την προσωπική μου αλήθεια κι επαναπροσδιορίζει τη σχέση μου με την απόδραση του κινηματογράφου. Μπορεί πάλι απλώς να με πέτυχε σε μια ευάλωτη φάση της ζωής μου και να κούμπωσε σε κάποιο απροσδιόριστο καρφάκι. Το θέμα είναι το εξής: μετά τις «Ομπρέλες» αποδέχτηκα ότι καμιά απώλεια στη ζωή δεν είναι αναπόφευκτη και καμία ευτυχία δεν είναι ιδανική.
2.
AGNES VARDA
Cléo de 5 à 7
Mια νέα, όμορφη και πετυχημένη σαντέζα περιμένει τα αποτελέσματα των ιατρικών της εξετάσεων. Πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια. Πριν τους τίτλους αρχής ένα μέντιουμ που της ρίχνει τα χαρτιά τραβάει την κάρτα του Θανάτου. Από κει και πέρα το χρώμα της ταινίας χάνεται κι η Cleo περιφέρεται στους δρόμους του Παρισιού προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με το τέλος της ομορφιάς, της ζωής και της πραγματικότητας. Τι είναι ουσιαστικό και τι όχι; Τι κρατάμε τελικά απ’ όλα όσα τρέχουμε σαν τρελοί να προλάβουμε; Κι άραγε, υπάρχει κάποια σωτηρία από τον θάνατο; Η ψύχραιμη και εγκεφαλική Agnes Varda, το έτερον ήμισυ του συναισθηματικού Jacques Demy, σε μια κομψή σπουδή πάνω στη διάρκεια της ομορφιάς και της ζωής. Και μια ταινία που, όσο σκληρή κι αν είναι, σου δείχνει πως η ζωή τελικά είναι όλες οι στιγμές που προσπερνάς ως αυτονόητες.
3.
ALFRED HITCHCOK
The Rope
O Χίτσκοκ είναι το αγαπημένο παιχνίδι κάθε σινεφίλ. Ένα ατέλειωτο λούνα παρκ καρέ, εντυπώσεων και μυστηρίου. Κανένα πλάνο δεν είναι τυχαίο και αδιαμφισβήτητος στόχος του δημιουργού είναι να παίξει με κάθε κύτταρο του εγκεφάλου σου. Αυτό που αγαπώ (και ίσως με ξεκουράζει στον Μετρ) είναι η πλήρης απουσία συναισθήματος. Ο Χίτσκοκ δεν νοιάζεται να σε συγκινήσει, μόνο να σε εντυπωσιάσει, κι αυτό χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός, αλλά σαν να πηγάζει από μια φυσική ροπή αντίδρασης προς στην ίδια τη ζωή και την ασυμμετρία της. Σαν ένα παιδί που παίζει με τα υλικά του κόσμου των μεγάλων. Είναι αδύνατον να επιλέξω μία ταινία του. Επικράτησε η «Θηλιά» λόγω της θεατρικής φύσης της, της πειραματικής (κι ωστόσο απόλυτα φιλικής προς τον θεατή) χρήσης του μονοπλάνου και της υπέρτατης κομψότητας. Α ναι, και του σασπένς! Ποτέ στην ιστορία του σινεμά ένα αντικείμενο δεν έκλεψε τόσο απόλυτα την παράσταση από τους πρωταγωνιστές όσο αυτό το μπαούλο της «Θηλιάς».
4.
JACK CLAYTON
The Innocents
H σημαντικότερη κινηματογραφική μεταφορά του «Στρίψιμου της βίδας» του Henry James. Η Deborah Kerr στον ρόλο της γκουβερνάντας που προσλαμβάνεται στον απομονωμένο πύργο ενός μυστηριώδους ιδιοκτήτη. Πέρα από τα φιλολογικά, πρόκειται για την πιο ατμοσφαιρική ταινία γοτθικού τρόμου που έχει γυριστεί ποτέ και μια εγγυημένη πηγή ανατριχίλας (για όσους ισχυρίζονται ότι δεν τους τρομάζει τίποτα). O Jack Clayton δίνει μαθήματα κινηματογραφικού τρόμου (καθορίζοντας ένα πλήθος πιστών μαθητών, με προεξάρχοντα τον Alejandro Amenabar, ο οποίος τον χρησιμοποίησε ως κανονικό αλφάδι στο «Τhe Others»). Η ταινία έχει γίνει σημείο αναφοράς ανάμεσα στις ταινίες τρόμου. Αξίζει να σημειωθεί –για την ιστορία– ότι το soundtrack της καταραμένης βιντεοκασέτας του «Τhe Ring» περιέχει samples από το «Τhe Ιnnocents».
5.
FEDERICO FELLINI
Nights of Cabiria
Το μαγικό ξωτικό που ονομάζεται Giulietta Masina αφήνει την τρομπέτα της αθώας Gelsomina κι ανάβει το τσιγάρο της καλόκαρδης πόρνης Cabiria. Ο Fellini σε έναν ακόμα ύμνο στην αγαπημένη του Ρώμη και στη δισυπόστατη φύση των κατοίκων της, παραδίδει μια ταινία-χρονικό για την απόλυτη υποταγή και αγνότητα, για τον ρομαντισμό και την επιμονή του ενάντια στη διαφθορά και την αλήθεια και προικίζει την ιστορία του σινεμά με μια από τις πιο καθαρές και γοητευτικές ηρωίδες. Το βλέμμα της Cabiria στο φινάλε, όταν έχει χάσει τα πάντα και ψάχνει ένα σημάδι από οπουδήποτε για το αν αξίζει να συνεχίσει να ζει για κάτι, σημαίνει περισσότερα απ' όσα τολμά κανείς να σκεφτεί. Για πρώτη φορά η οθόνη κλείνει το μάτι με τόση ευθύτητα στην πραγματικότητα. Πριν προλάβεις να παρηγορήσεις την Cabiria, σε έχει παρηγορήσει εκείνη, για όλα όσα σε έκαναν να χρειάζεσαι ένα χτύπημα στην πλάτη και το αγνοούσες.
6.
FRANCOIS TRUFFAUT
La peau douce
Aπό τους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague ο Truffeau είναι ίσως ο πιο αγαπημένος, για τη ζεστασιά και την τρυφερότητα με την οποία χειρίζεται τα θέματά του, αλλά και για την ισορροπία που κρατάει ανάμεσα στους Γάλλους προγόνους του και στο αμερικάνικο σινεμά (κάτι που, ας πούμε, ο Goddard εσκεμμένα αρνείται να κάνει). Στο «Απαλό Δέρμα» καταπιάνεται με ένα τυπικό μελόδραμα, ακολουθώντας όλους τους κανόνες του είδους: ευτυχής οικογενειάρχης γοητεύεται από μια όμορφη αεροσυνοδό, μπλέκει σε μια παράνομη σχέση και φτάνει στην καταστροφή. Τυπικό ρομάντζο. Μόνο που ο Truffeau σε αυτή την απλή ιστορία βρίσκει το έδαφος για μαθήματα στυλ και ψυχογράφησης χαρακτήρων. Κανείς δεν είναι ένοχος‧ ακόμα και το τρίτο πρόσωπο (μια πανέμορφη Francoise Dorleac) είναι θύμα των περιστάσεων, ενώ κι ο μεγαλύτερος ηθικολόγος αποκλείεται να μη δικαιολογήσει τον παραστρατημένο Jean Desailly. Γιατί απλούστατα ο Truffeau ορίζει έτσι το σύμπαν του φιλμ ώστε η αποφυγή της αμαρτίας να μοιάζει ως η μέγιστη ανηθικότητα.
7.
PIER PAOLO PASOLINI
Mamma Roma
H Άννα Μανιάνι είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα κάθε σινεφίλ. Και όσο κλισέ κι αν διαβάζεται, στην ταινία αυτή η Μανιάνι είναι η Ρώμη αυτοπροσώπως. Δεν υποδύεται τη Ρώμη, ούτε μια σύγχρονη Παναγία. Δεν τις συμβολίζει καν. Είναι μια πόλη και μια αγία άθελά της και εν αγνοία της, όπως όλες οι ιστορικές πόλεις κι οι μεγάλες αγίες. Ο Μέγας Παζολίνι δεν θέτει παραμέτρους αγιοποίησής της, δεν τη βάζει πάνω σε κινηματογραφικό θρόνο, ούτε την προμηθεύει με βαρυσήμαντες ατάκες και κοντρ πλονζέ για να προκαλέσει το δέος. Την κάνει μάνα, πλανόδια μανάβισσα και πόρνη και την αφήνει να περιφέρεται σε μια πόλη σε μετάβαση, αναζητώντας την ησυχία της και τη θέση της στον κόσμο. Η Μάμα Ρόμα νιώθεις πως μπορεί να νικήσει ακόμα και τον θάνατο ή έστω να τον παλέψει μέχρι τέλους. Στον αντίποδα της Cabiria, στο φινάλε, ένα στιγμιαίο βλέμμα της Μανιάνι προς τον ορίζοντα, όταν πληροφορείται τον θάνατο του μικρού Χριστού της, μοιάζει ικανό να συντρίψει τα θεμέλια του κόσμου.
8.
VERA CHYTILOVA
Sedmikrasky
O τσέχικος κινηματογράφος της δεκαετίας του '60 έχει δώσει μερικά διαμάντια που στέκονται αυθύπαρκτα στο δικό τους σύμπαν. Οι «Μαργαρίτες» είναι ένα από αυτά τα παράξενα έργα τέχνης που σου ασκούν μια γοητεία ανεξήγητη και την ίδια στιγμή απόλυτα αυτονόητη. Η μαχητική φεμινίστρια Vera Chytilova σκηνοθετεί με πρωτοποριακές και αξεπέραστες φιλμικές μεθόδους και εφέ μια ξέφρενη slapstick κωμωδία για τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία, αποφεύγοντας τα βαρύγδουπα μανιφέστα. Δυο μυστήρια πλάσματα, που δεν μαθαίνουμε ποτέ ούτε ποιες είναι πραγματικά, ούτε ποια είναι η μεταξύ τους σχέση, παρά μόνο ότι μοιράζονται το ίδιο όνομα, περιφέρονται σαν ξωτικά στον κόσμο των ανδρών προσπαθώντας να τον καταστρέψουν. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από ξεκαρδιστικά gags σε ένα εκρηκτικό, πολύχρωμο ψυχεδελικό αριστούργημα, το οποίο (εννοείται) κρίθηκε υπερβολικά προκλητικό κι απαγορεύτηκε από την τσέχικη κυβέρνηση με το που κυκλοφόρησε.
9.
WOODY ALLEN
Interiors
O Woody Allen είναι για μένα ο ουσιαστικότερος καθρέφτης στην ιστορία του κινηματογράφου. Κάθε ταινία του, από την πρώτη ως την τελευταία, είναι ένας φόρος τιμής σε κάποια αισθητική αναφορά του (αντίστοιχη περίπτωση είναι κι ο Pedro Almodovar). Ωστόσο, επειδή πρόκειται για έναν εξαιρετικά ταλαντούχο και οξυδερκή διανοούμενο, καταφέρνει πάντα να προσαρμόζει την πηγή στις δικές του αναζητήσεις, φτιάχνοντας ένα δικό του σύμπαν. Γιατί ποιος άλλος σκηνοθέτης θα μπορούσε να αναμετρηθεί μετωπικά με τον γερμανικό εξπρεσσιονισμό, τον Φελίνι, τον Χίτσκοκ ή τον Μπέργκμαν και να βγει νικητής; Παρόλο που μου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διαλέξω μία ταινία του Allen, επιλέγω το «Interiors» ακριβώς γι’ αυτή την εξαιρετική μεταγραφή του Μπέργκμαν στη σύγχρονη νεύρωση των αστών του Long Island. Ο Allen ξεσηκώνει την κίνηση της κάμερας, τη φωτογραφία, τα ονόματα των ηρώων, την αισθητική, ακόμα κι ολόκληρες σεκάνς από τον μέντορά του, το αποτέλεσμα όμως δεν παύει ούτε μια στιγμή να είναι πρωτότυπο και άκρως προσωπικό. Πέρα από αυτό όμως, το «Interiors» αποτελεί το πρώτο πέρασμα του σκηνοθέτη στο δράμα, αλλά και μια (νομίζω διόλου τυχαία) υποκριτική αναμέτρηση δύο εκ των σημαντικότερων θεατρικών πρωταγωνιστριών του Tennessee Williams: της Geraldine Page και της Maureen Stapleton.
10.
PETER GREENAWAY
The cook, the thief, his wife and her lover
Oι ταινίες του Peter Greenaway είναι εικαστικα παραισθησιογόνα. Η σύνθεση των εικόνων του, η οργανική σχέση με τη μουσική, το στυλιζάρισμα στην κίνηση και τον λόγο, η άρρηκτη σχέση της πραγματικότητας με το όνειρο είναι ορισμένα μόνο από τα χαρακτηριστικά που κάνουν το έργο του ακαταμάχητο. Στον «Μάγειρα» δημιουργεί μια άχρονη θρησκευτική αλληγορία, σαν ένα εναλλακτικό ευαγγέλιο για το τέλος του κόσμου. Κάτι σαν τον Κήπο της Εδέμ από την ανάποδη. Οι ένοχοι που ανακαλύπτουν τη γνώση, μέσω της αμαρτίας εξαγνίζονται, πληρώνουν το τίμημα, αλλά καταφέρνουν να εκδικηθούν. Αυτός που κοινωνεί το σώμα και το αίμα των αγίων ενόχων είναι ο ίδιος ο δυνάστης Θεός, σε μια κινηματογραφική τελετή ανεξάντλητης γοητείας, που αποτελεί μοναδική εμπειρία σε κάθε της θέαση.
σχόλια