Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος πέρασε το καλοκαίρι σε περιοδεία για τον καινούργιο δίσκο του με τη Νατάσα Μποφίλιου και τον Θέμη Καραμουρατίδη, και χωρίς διάλειμμα βρίσκεται στις πρόβες του «Blue Train», του νέου έργου που έγραψε, το οποίο θα κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Άλμα σε σκηνοθεσία Γιώργου Σουλεϊμάν, με τους Σπύρο Χατζηαγγελάκη, Γιώργο Μπένο, Αναστασία Στυλιανίδη, Γιάννη Τσουμαράκη και Λουκία Πιστιόλα. Αυτό που θέλω φυσικά να μάθω είναι πόσο έχει αλλάξει το κοινό που γεμίζει τις συναυλίες τους και έχει φτάσει να είναι γύρω στα σαράντα.
«Το κοινό ηλικιακά όλο και μικραίνει∙ αυτό είναι αισιόδοξο και μαζί λίγο τρομακτικό», λέει. «Μιλάμε για μια άλλη γενιά. Αυτό που νόμιζες ότι είναι το κοινό σου και ο βασικός πυρήνας σου σού δίνει ένα νέο μάθημα όταν εμπλουτίζεται με νέους ανθρώπους».
― Ποιο είναι το μάθημα;
Αφορά τη ζωή, την έκφραση του συναισθήματος, δίνει ένα σήμα και είναι πολύ κομβικό και για τους τρεις μας, γιατί συμβαίνει στα σαράντα μας. Όταν ξεκινήσαμε με τον Θέμη και τη Νατάσα, ήμασταν γύρω στα είκοσι. Αυτή είναι μια στιγμή που ο καλλιτέχνης, είτε είναι δημιουργός είτε εκτελεστής, αρχίζει λίγο να φοβάται τον χρόνο που περνάει. Νιώθω ότι με αυτή την ανανέωση του κοινού κερδίσαμε λίγα χρόνια.
Το έργο μιλάει πολύ για τη σεξουαλική ελευθερία και την ελευθερία της ταυτότητας. Βλέπουμε πόσο διαφορετικά το χειρίζονται οι άνθρωποι αυτό το ζήτημα. Η δική μου γενιά έχει τεράστιο τραύμα σχετικά με την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας.
― Σε τρομάζει ο χρόνος;
Δεν τον βίωσα κυριολεκτικά αυτόν τον φόβο, επειδή έχω μια μεταιχμιακή σχέση με τον χρόνο. Δεν ήμουνα ποτέ η ηλικία μου, παρατηρούσα όλες τις ηλικίες και έπαιρνα στοιχεία από διάφορα χαρακτηριστικά. Κάποια πράγματα με βόλευαν και έλεγα «τι ωραίο που είναι να μεγαλώνεις». Οπότε δεν τον υπολογίζω με έναν αριθμό. Δεν θα πω όμως ψέματα, η κρίση ηλικίας εμφανίστηκε γιατί έκλεισα τα 40 μου μέσα στο lockdown. Βίωσα πολύ διαφορετικά και παράλληλα την ηλικιακή, τη βιολογική και την ψυχολογική μετάβαση. Από κει και πέρα, άρχισα να μετράω τον χρόνο διαφορετικά. Σαν υποσημείωση θα πω ότι μέσα σε αυτή την περίοδο ήρθαν κοντά μας πολλά νέα παιδιά και συνδέθηκαν με τα τραγούδια μας.
― Δηλαδή, λες στον εαυτό σου «δεν είσαι πια μικρός»; Πώς επηρεάζει αυτό τις αποφάσεις σου;
Το λέω και ζυγίζω διαφορετικά τα πράγματα. Αποδέχομαι ότι δεν μπορώ, όπως παλιότερα, να ξενυχτήσω, να κάνω καταχρήσεις, να κινηθώ με την ίδια ευκολία. Είμαι σε άλλη φάση, αλλά δεν την αντιμετωπίζω με μελαγχολία ή πένθος, προχωρώ σε κάτι άλλο. Υπάρχουν πράγματα που χάνονται και ενδεχομένως δεν θα γυρίσουν, ωστόσο προσπαθώ να έχω το βλέμμα μου σε αυτά που έρχονται. Κερδίζεις το βαθύτερο, μια ησυχία που εγκυμονεί νέες συγκινήσεις, οπότε βλέπω τον χρόνο που περνάει περισσότερο με ενδιαφέρον παρά με τρόμο.
― Υπάρχει κάτι που σου λείπει πολύ;
Οι αντοχές που είχα, να βγαίνω από το πρωί και να επιστρέφω ξημερώματα και η πρωτογενής συγκίνηση όταν άκουγα ένα τραγούδι ή έβλεπα μια ταινία. Αυτό μου λείπει, αλλά προσπαθώ να το κατασκευάζω.
― Δημιουργικά πώς εκφράζεται αυτό;
Είτε είσαι δημιουργός είτε καταναλωτής τέχνης, πρέπει να στέκεσαι απέναντι στο έργο με την αθωότητα ενός παιδιού, να μηδενίζεις. Ως δημιουργός ανακαλώ τη συναισθηματική πείνα και δίψα, ως καταναλωτής θυμάμαι τι σημαίνει «έρχομαι πρώτη φορά σε επαφή με κάτι».
― Με τους ανθρώπους γύρω σου τι αλλάζει;
Όσο περνά ο χρόνος, γίνομαι πιο κλειστός. Παλιότερα αγαπούσα να έχω δίπλα μου ανθρώπους διαφορετικών υφών, προσωπικοτήτων, ιδιαίτερους ανθρώπους. Με τον καιρό δεν μπορώ να είμαι πολύ ανοιχτός και διαθέσιμος, έχω περιορίσει τον κύκλο μου σε αυτούς με τους οποίους μπορούμε να επικοινωνήσουμε ακόμα κι αν δεν χρειάζεται να μιλήσουμε πάρα πολύ. Εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν άνθρωποι γύρω μου στους οποίους βασίζομαι, φορτώνομαι και περπατάμε μαζί στην αναζήτηση επόμενων συγκινήσεων.
― Αφήνεις περιθώριο για νέους ανθρώπους στη ζωή σου;
Δεν είναι εύκολο, δεν με συγκινούν ούτε με γοητεύουν οι άνθρωποι όπως παλιά. Φαντάζομαι γιατί είμαστε πιο υποψιασμένοι, έχουμε αποκαθηλώσει τους μυστηριώδεις ανθρώπους που θα μας γοήτευαν στο παρελθόν. Με τα χρόνια γινόμαστε λίγο πιο πρακτικοί, δεν αφηνόμαστε στο παραμύθιασμα και στη γοητεία του άλλου, στο παιχνίδι. Δεν πας εύκολα σε άγνωστο πεδίο.
― Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους στο «Blue Train», που ο τίτλος του έρχεται να μας θυμίσει ένα παλιό, ήσυχο γκέι μπαρ στο Γκάζι, το οποίο έκλεισε όταν άλλαξε η περιοχή εντελώς.
Ακριβώς. Το έργο αυτό γράφτηκε μέσα στο lockdown. Κάθε Κυριακή πήγαινα στο πατρικό μου. Περπατούσα μέχρι τον Κεραμεικό και έπαιρνα το μετρό για Κορυδαλλό. Ήταν όλα έρημα και κάθε φορά αυτά τα εγκαταλελειμμένα σχεδόν loft στο Γκάζι μού θύμιζαν το όνειρο που υπήρχε στη γενιά μου να γίνει η περιοχή η νέα Tribeca. Όταν άνοιξε το μετρό, η περιοχή έγινε φάντασμα και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα. Θέλησα να φτιάξω ένα έργο για αυτήν τη γενιά που νόμιζε ότι μπορεί να έχει τα πάντα, έβγαλε χρήματα για να νομίζει ότι μπορεί να έχει τα πάντα, όπως στο Γκάζι που αγοράστηκαν και νοικιάστηκαν αυτά τα σπίτια πολύ ακριβά και ξαφνικά έγινε το απόλυτο τίποτα. Μετά την «Απλή Μετάβαση» με ενδιέφερε να μιλήσω για τη γενιά μου, για τους συνομίληκούς μου και τους λίγο μεγαλύτερους ή μικρότερους.
― Και γιατί έγραψες ένα θεατρικό έργο και όχι ένα τραγούδι;
Συνειδητοποίησα ότι το θέατρο μού δίνει τη δυνατότητα να είμαι εξίσου ειλικρινής, όπως όταν γράφω τραγούδια, και πιο σαφής. Ακούγεται η φωνή μου και η ανάγκη μου καθαρά και δεν έχει την ευκολία της μουσικής.
― Στην «Απλή Μετάβαση» μίλησες για το brain drain, εδώ ποιος είναι ο πυρήνας;
Κοινό στα δυο έργα είναι το πρόβλημα επικοινωνίας και το πρόβλημα έκφρασης της επιθυμίας. Να μπορείς να αρθρώσεις το «σε έχω ανάγκη». Νομίζω είναι χαρακτηριστικό της γενιάς μας ότι μεγαλώσαμε μαθαίνοντας να είμαστε αυτάρκεις και μείναμε σε αυτή την κατάσταση τόσον καιρό που το πιστέψαμε, ενώ στην πραγματικότητα δεν ενηλικιωθήκαμε ποτέ πραγματικά. Δεν μάθαμε να ζητάμε βοήθεια, μάθαμε να τη θεωρούμε δεδομένη όσο βρισκόταν γύρω μας και όταν σταματούσαν να μας την παρέχουν, λέγαμε «οk, εγώ δεν τη χρειάζομαι, μπορώ και μόνος μου».
― Μπορείς μόνος σου;
Πρέπει να μάθεις να λες «δεν μπορώ». Αυτό έχει το έργο, κάτι πολύ ειλικρινές, πολύ δικό μου, που με εκθέτει. Αποφεύγω να το σκέπτομαι, αλλά νιώθω ότι καλό θα μου κάνει όταν συμβεί. Ταυτίζομαι επικίνδυνα με τον κεντρικό χαρακτήρα και την ιστορία ενός ανθρώπου γύρω στα 45, πολύ κοντά στην ηλικία και το δικό μου βίωμα.
―Στον οποίο τι συμβαίνει;
Ξυπνάει μια Κυριακή, από αυτές τις καμένες με χανγκόβερ, και δέχεται τέσσερις διαδοχικές επισκέψεις από τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους της ζωής του, που καθένας φέρνει το δικό του συναισθηματικό φορτίο και τον δικό του τρόπο να τον βλέπει. Έρχεται η μαμά του − μια από τις υπέροχες μαμάδες μας που επειδή δεν τις παίρνεις τηλέφωνο παίρνουν την ελευθερία ή τα δεύτερα κλειδιά για να έρθουν να σε φροντίσουν, κουβαλώντας μαζί με την αγάπη και την προσωπική τους ατζέντα∙ η κολλητή του από τα παλιά που έχει το δικό της θέμα, είναι μια γυναίκα που μεγαλώνει το 2024 με ό,τι σημαίνει αυτό∙ ένας σύντροφος νεότερος, μιλένιαλ που έρχεται πολύ πιο συγκροτημένος στα θέλω του∙ και ένα αγόρι γύρω στα 20 που έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Συναντιούνται χαρακτήρες που εκπροσωπούν άλλες γενιές: η μητέρα είναι μια baby boomer από αυτές που είδαν τον κόσμο να αλλάζει αλλά δεν ίδρωσε και πολύ το αυτί τους, ο βασικός χαρακτήρας ανήκει στα τελειώματα της γενιάς Χ, υπάρχει ένας μιλένιαλ και ένας εκπρόσωπος της γενιάς Ζ που λέει «ξεχάστε τα όλα, έρχεται μια νέα εποχή».
― Ποιο χαρακτηριστικό συνδέει όλες τις γενιές;
Η διάψευση της βεβαιότητας με την οποία μεγάλωσαν. Έζησαν την απόλυτη διάψευση του ονείρου −με εξαίρεση τον 20χρονο−, και την ίδια στιγμή λένε «η ζωή συνεχίζεται ό,τι και να συμβεί». Είναι λαθρεπιβάτες των γενεών τους, γεννήθηκαν στα τελειώματα κάθε εποχής, έχουν πάρει τη βασική πληροφορία από την επόμενη γενιά, γι’ αυτό νιώθουν και λίγο μετέωροι.
― Και η μεγάλη ανάγκη τους ποια είναι σήμερα;
Να επικοινωνήσουν. Αυτή η ανάγκη είναι όσο μεγάλη που σου κόβονται τα πόδια, γιατί δεν ξέρεις πώς να διεκδικήσεις. Στην πραγματικότητα είναι ένα έργο ανθρώπων που έρχονται ζητώντας να αγαπηθούν, δεν ξέρουν τον τρόπο και απλώς περιμένουν κάποιος να τους προσφέρει αυτό που θέλουν. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που έχουν οι άνθρωποι από κάθε γενιά, σε όποιο πλαίσιο και αν ανήκουν.
― Οι αλλαγές γύρω μας είναι ραγδαίες και κάθε γενιά βλέπει τον κόσμο με άλλο μάτι και έχει άλλα ζητούμενα. Αυτά τα στοιχεία πώς τα παρουσιάζεις;
Αυτό το βλέπουμε σε πολύ πρακτικά ζητήματα. Ας πούμε, «να έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου», η δική μου γενιά δεν το ‘χει. Οι γονείς μας δούλεψαν σε όλη τους τη ζωή προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι μεγαλώνοντας θα έχουμε ένα σπίτι. Όταν έφτασε η στιγμή να τα πάρουμε, σπίτια, εξοχικά, ήταν βραχνάς. Είτε δεν μπορούσαμε να τα συντηρήσουμε είτε δεν μπορούσαμε να τα εκμεταλλευτούμε, ήταν τεράστια διάψευση. Από την άλλη, αν δεν έχεις κληρονομήσει, σήμερα δεν μπορείς να αποκτήσεις σπίτι, δεν υπάρχει στο πλάνο σου, κάτι που παλιότερα ήταν αυτονόητο. Αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή για μια γενιά, τη δική μου, που παζαρεύει τα γεράματά της, τα καθυστερεί μόνο και μόνο γιατί δεν έχει μάθει άλλον τρόπο να ζει.
― Μπορείς να μου πεις το πιο δύσκολο που διαχειρίζεται κάθε γενιά, ίσως κοινό σε όλες;
Κάθε γενιά που ενηλικιώνεται και βγαίνει στον κόσμο προσπαθεί να εφαρμόσει αυτά που έχει μάθει από την οικογένεια ως δεδομένα. Οι γονείς μάς μαθαίνουν τον κόσμο με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, με απόλυτη σιγουριά. Εμείς με τη σειρά μας νομίζουμε ότι έχουμε όλο το αλφάβητο, μπορούμε να γράψουμε και να μιλήσουμε, ενώ ο κόσμος αλλάζει, μας προσπερνάει και δεν μιλά τη γλώσσα μας. Έρχεται η ματαίωση, πρέπει να βρούμε νέο τρόπο να επικοινωνήσουμε. Μαθαίνουμε κακήν κακώς πώς παίζεται το παιχνίδι και μέχρι να το κάνουμε έρχεται μια άλλη γενιά και λέει «Όπα, όπα! Δεν είναι αυτός ο τρόπος». Οπότε κάθε γενιά έχει να διαχειριστεί την επώδυνη διαπίστωση ότι είμαστε περαστικοί και φιλοξενούμενοι και ασήμαντοι στη μεγάλη εικόνα της εξέλιξης των πραγμάτων.
― Αναρωτιέμαι τι σημαίνει ελευθερία σε κάθε γενιά από αυτές.
Το έργο μιλάει πολύ για τη σεξουαλική ελευθερία και την ελευθερία της ταυτότητας. Βλέπουμε πόσο διαφορετικά το χειρίζονται οι άνθρωποι αυτό το ζήτημα. Η δική μου γενιά έχει τεράστιο τραύμα σχετικά με την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας. Η νεότερη γενιά έχει ξεφύγει από αυτό, μοιάζει να μην την αφορά η δήλωση και βλέπουμε την επιστροφή της σε έναν νεορομαντισμό, μέχρι και σε έναν νεοσυντηρητισμό σε ορισμένα σημεία. Η δική μου γενιά έμαθε τελικά να λέει το όνομά της, αρθρώσαμε την ταυτότητά μας, άνοιξε ο δρόμος στην ελευθερία, να μπορεί ο καθένας μας να δηλώνει αυτό που είναι και να μη χρειάζεται καν να το διεκδικεί − τουλάχιστον σε ένα ασφαλές περιβάλλον, που δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι υπάρχει παντού. Τουλάχιστον τώρα οφείλεις να υπερασπίζεσαι ευθαρσώς ότι ο δρόμος πρέπει να είναι ανοιχτός για κάθε άνθρωπο, μένουν ωστόσο να γίνουν πολλά χιλιόμετρα για να μείνει ανοιχτός και μελλοντικά.
― Θα μου πεις την αισιόδοξη διαπίστωση που απορρέει από όλα τα γύρω μας;
Έχουμε ανθρώπους. Βρίσκονται γύρω μας, είναι αυτοί που μας καταλαβαίνουν, μπορούν να μας ακούσουν. Καμιά φορά δεν τους ανοίγουμε κουβέντα, τους θωρούμε δεδομένους, αλλά είναι εκεί, το στοίχημα είναι να τολμήσουμε να τους απλώσουμε το χέρι. Κάθομαι και τους μετράω όταν είμαι στα ζόρια και νιώθω ασφάλεια γιατί υπάρχουν. Είμαστε προγραμματισμένοι με τέτοιον τρόπο και φοβόμαστε μη φανούμε ευάλωτοι ή αδύναμοι, ότι δεν είμαστε επαρκείς. Αυτός ο διάλογος ανοίγει στο «Blue Train»∙ στη θέση του πρωταγωνιστή θέλω ο καθένας να βάλει τον εαυτό του και αυτά που νιώθει. Αν οι άνθρωποι μιλούσαμε μεταξύ μας, θα μπορούσαμε να κερδίσουμε πάρα πολλά και στο προσωπικό ταξίδι και στη συνύπαρξη. Μας βουβαίνει ο φόβος ότι είμαστε αναλώσιμοι, ότι κανένας δεν μας έχει ανάγκη. Σκέφτομαι πόσο διαφορετικοί θα ήμασταν, πόσο θα άλλαζαν όλα, αν μαθαίναμε την αμοιβαιότητα σε κάθε σχέση και πόση ενέργεια και δύναμη θα μας έδινε για να πατάμε στα πόδια μας.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση Blue Train εδώ