«Ο λαός για τους αντάρτες είναι ό,τι το νερό για τα ψάρια. Αν θες να ξεφορτωθείς τα ψάρια, πρέπει πρώτα να ξεφορτωθείς το νερό» υποστηρίζει ο στρατηγός Ενρίκε Μοντεβέρδε σε ένα από τα μότο εκκαθάρισης που τον οδηγούν σε δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε δεκαετίες νωρίτερα, στην πολιτική αλληγορία του Χαϊρό Μπουσταμάντε, Η γυναίκα των δακρύων.
Ο χαρακτήρας βασίζεται στον μιλιταριστή και Πρόεδρο της Γουατεμάλας για μια διετία ‒και ενώ μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα‒ Εφρέν Ρίος Μοντ, τον παράφρονα ηγέτη με τις πλάτες των ΗΠΑ και του Ισραήλ, που κρατούσε στο ένα χέρι τη Βίβλο και στο άλλο το μυδραλιοβόλο, ξεπαστρεύοντας αυτόχθονες και διώκοντας αντιφρονούντες, ώσπου να ανατραπεί σε ένα μπαράζ από πραξικοπήματα. Ο εμφύλιος υπήρξε ισοπεδωτικός για μια χώρα που δεν αποτέλεσε εξαίρεση στη βασανισμένη Λατινική Αμερική του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα: περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 50.000 «εξαφανίστηκαν» και ολόκληρες φυλές άγγιξαν τα όρια του αφανισμού.
Μεταφράζοντας την πραγματική φρίκη που προκάλεσε ο Μοντ σε μια παραβολή με στοιχεία του φανταστικού, ο σκηνοθέτης του Tremors μεταμφιέζει ελάχιστα την ταυτότητα του δράστη, ωστόσο τον υποβιβάζει σε ένα ανθρωπάκι που κρύβεται από την αλήθεια και τον κόσμο, σκιά της εξουσίας που κάποτε ασκούσε με φονική αυταπάρνηση, απομονωμένο και απειλούμενο από το βεβαρημένο παρελθόν και τη λαϊκή κατακραυγή.
Κλειδαμπαρωμένος στο σπίτι του, ο πρώην ισχυρός άνδρας περιμένει, παρέα με συνεργάτες και συγγενείς, καπνίζοντας σε ασήκωτο κλίμα, την ίδια ώρα που, σε ένα διπλανό δωμάτιο, η σύζυγος, η κόρη, η εγγονή του και άλλες γυναίκες προσεύχονται για να ξορκίσουν το κακό, καλώντας πνεύματα, σαν να μοιρολογούν.
Eίναι βασικά μια δραματική ταινία με σαφώς πολιτικό προσανατολισμό, που ενσωματώνει το μεταφυσικό για να τονίσει τη φρίκη διά της υποβολής, όχι για να την εκβιάσει μέσω αχρείαστης, κουραστικής υπερβολής.
Η σκηνή της δίκης είναι συνοπτική και αντιπαραβάλλει τη μαρτυρία μιας γηραιάς εκπροσώπου της φυλής Ιξίλ των Μάγια, η οποία, αφού μιλά αποκλειστικά στη διάλεκτό της, αποκαλύπτει το πρόσωπό της για να ζητήσει από τη δικαστή την παραδειγματική τιμωρία του αυτουργού ώστε να δικαιωθούν οι νεκροί, με τη στεγνή ολοκλήρωση της κατάθεσης του κατηγορούμενου στρατηγού, που υποτίθεται πως είναι άρρωστος και έχει μεταφερθεί στο έδρανο από το νοσοκομείο. Ο Μοντεβέρδε καταδικάζεται για τη γενοκτονία και αναμένει την έφεση, ακούγοντας ανέκφραστος την ανατροπή της αρχικής καταδίκης του σε αναγκαστικό κατ' οίκον περιορισμό, αφού πρώτα αντιμετωπίζει την οργή του πλήθους σε κάθε του μετακίνηση.
Δείχνει αμετανόητος, χαλυβδωμένος πίσω από το μεγάλο ψέμα της δράσης του και η σύζυγός του τον στηρίζει, ενώ η προοδευτική κόρη του, η οποία τον συντροφεύει μαζί με την εγγονή στη δύσκολη δοκιμασία, σταδιακά αποκαλύπτει διαφορά απόψεων με τη μητέρα της. Λίγο πριν από την απόφαση της δίκης, μια πιεστική ρεπόρτερ τη ρωτά για τον σύζυγό της, ο οποίος έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς, αλλά εκείνη, περισσότερο θλιμμένη παρά ενοχλημένη, δεν απαντά.
Σε ένα εμφανώς πατριαρχικό περιβάλλον διαχωρισμού (θεωρούν τις Ινδιάνες ιθαγενείς αμόρφωτες πόρνες που εκλιπαρούν για μια δουλίτσα καθαρίστριας), η σύζυγος του στρατηγού ανήκει στο παλιό στρατόπεδο των συμβιβασμένων γυναικών που έχουν αφομοιώσει το παραμύθι και το διαιωνίζουν, τελώντας σε συνεχή άρνηση ‒ σε μια επίθεση, όπου πετούν στην οικογένεια αίμα αγελάδας, ανησυχεί κυρίως για το αν χάθηκαν ή χάλασαν τα σκουλαρίκια της μέσα στον γενικό χαμό!
Από το παράθυρό του ο Μοντεβέρδε κρυφοκοιτάζει τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονται έξω από το σπίτι και διακρίνει τη μορφή μιας νέας γυναίκας με επίμονο βλέμμα. Λίγο αργότερα, η λευκοφορεμένη Άλμα θα χτυπήσει την πόρτα και θα προσληφθεί ως οικιακή βοηθός της Βαλεριάνα που μπορεί και να είναι εξώγαμη κόρη του στρατηγού, αν και κανείς δεν έχει τολμήσει να τον ρωτήσει ευθέως για το συγκεκριμένο θέμα.
Η Άλμα είναι Μάγια (Mayan), όπως και η εντυπωσιακή ηθοποιός που την υποδύεται, η Μαρία Μερσέντες Κορόι, και η παρουσία της στο φρουρούμενο σπίτι φανερώνει ένα οξύμωρο: προέρχεται από τον λαό που επλήγη βάναυσα από τον εργοδότη της, κάτι που θα έπρεπε να απασχολεί αυτήν κι εκείνον εξίσου. Ως παραδουλεύτρα όμως, δεν ξενίζει, αφού είναι φυσικό, εδώ και πολλές γενιές, οι ιθαγενείς να υπηρετούν τους αφεντάδες, ακόμη κι αν αυτοί τους εξολοθρεύουν, δείχνοντάς τους ακριβώς πόσο τους υπολογίζουν.
Σαν αερικό ή, μάλλον, σαν αινιγματική νεράιδα, η Άλμα, που έχει χάσει τα παιδιά της, όπως ομολογεί χωρίς έκφραση πόνου, φέρει τον θρύλο της Llorona, της γυναίκας που κλαίει, θρηνώντας τα παιδιά που σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια πριν αυτοκτονήσει ‒ ειδεχθής πράξη-ταμπού που δεν της επιτρέπει να τα συνοδεύσει στην άλλη ζωή.
Περιφερόμενο φάντασμα με πολλές και διαφορετικές παραλλαγές και ερμηνείες ανά τους αιώνες, η καταλυτική Κλαίουσα του Μπουσταμάντε είναι μια αθόρυβη Νέμεση, που σαν τον διάβολο μπαίνει στον οίκο του υποψήφιου θύματος με την άδειά του και γρήγορα ξεδιπλώνει τα υγρά χαρακτηριστικά που την καθορίζουν, διατηρώντας το παρθενικό της παρουσιαστικό, σαν απαρασάλευτη ψυχή που διασχίζει τον ωκεανό του χρόνου.
Η πισίνα είναι το φυσικό της καταφύγιο, συνοδεύει ένα βατράχι στο σπίτι, μαθαίνει στη μικρή της οικογένειας (με την οποία αμέσως πιάνει φιλία) να κρατάει την αναπνοή της πολλή ώρα μέσα στο νερό και διαβρώνει τους τοίχους με υγρασία ‒ αυτή η αόρατη αίσθηση της αργής αρρώστιας.
Αφού έχει προηγηθεί μια σκηνή στο ξεκίνημα της ταινίας όπου ο Μοντεβέρδε νομίζει πως ακούει γυναικείο κλάμα μέσα στη νύχτα, ξυπνά θορυβημένος και πυροβολεί στα τυφλά, ο έντομος (πλέον) δικτάτορας διαισθάνεται την υπαρκτή απειλή στο πρόσωπο της Άλμα και είναι σίγουρος πως έχει έρθει για να τον τιμωρήσει εξ ονόματος όλων των θυμάτων του. Στο χαμένο μυαλό του αναγνωρίζει την ενοχή του, χωρίς φυσικά να την παραδέχεται, με την ανάσα της τιμωρίας να τον πλησιάζει σαν επιθανάτια προειδοποίηση.
Η κόρη του απομακρύνεται όσο εξελίσσεται η πλοκή: ο αρχικός σκεπτικισμός της παραχωρεί τη θέση του στη βάσιμη υποψία πως έχει μπροστά της, και μάλιστα στη ζωή της, έναν εγκληματία που ενδέχεται μάλιστα να αθωωθεί. Ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας είναι εκείνος της συζύγου του Μοντεβέρδε. Μέσα από μια σειρά ονείρων, ο τοίχος που έχει χτίσει τόσες δεκαετίες γκρεμίζεται. Το υποσυνείδητό της την καταδιώκει και η ηθική επαναφορά σωματοποιείται στην καλύτερη σκηνή του έργου.
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει βαθύτερο χάσμα ανάμεσα σε τόσο παρεμφερείς ταινίες πρόσφατης παραγωγής, όσο μεταξύ της Γυναίκας των Δακρύων, που προβλήθηκε στα Φεστιβάλ Βενετίας, Σαν Σεμπαστιάν και Τορόντο, και της Κατάρας της Γιορόνα, του αμερικανικού horror χαμηλού προϋπολογισμού σε παραγωγή Τζέιμς Γουάν ‒ιδρυτή του Conjuring «πολυκαταστήματος»‒ και σκηνοθεσία Μάικλ Τσάβες, που βγήκε στις αίθουσες τον Απρίλιο του 2019. Βασισμένο στον ίδιο μύθο, το εμπορικά επιτυχημένο τρενάκι τρόμου ακολουθεί το προδιαγεγραμμένο πρωτόκολλο οπτικοακουστικών τιναγμάτων για φτηνές συγκινήσεις του πρώτου Σαββατοκύριακου στο box office σε μια δοκιμασμένη συνταγή της άψυχης μηχανής που περιλαμβάνει δοξασίες και τις ανακατεύει στο μίξερ της απρόσωπης φοβέρας.
Η Γιορόνα του Μπουσταμάντε δεν έχει τίποτα να φοβηθεί στην επικείμενη σύγκριση ‒ δεν μιλάμε καν για σύγχυση. Είναι βασικά μια δραματική ταινία με σαφώς πολιτικό προσανατολισμό, που ενσωματώνει το μεταφυσικό για να τονίσει τη φρίκη διά της υποβολής, όχι για να την εκβιάσει μέσω αχρείαστης, κουραστικής υπερβολής. Η κάμερα του σκηνοθέτη από τη Γουατεμάλα κινείται αργά, συχνά σπάζοντας το στατικό πλάνο με διακριτικά zoom in και zoom out, αξιοποιεί σινεμασκόπ τα διαστήματα της μεγαλοαστικής κατοικίας, τοποθετώντας τους χαρακτήρες σαν φιγούρες σε περιττό χώρο, σαν να βρίσκονται σε νοικιασμένο σπίτι, επισκέπτες που απειλούνται με έξωση, παρά νοικοκύρηδες που στενοχωριούνται πραγματικά γιατί θα παρατήσουν το βιος τους.
Η δραματική απειλή δεν υλοποιείται πάντα αποτελεσματικά. Υπάρχουν στιγμές που περιμένεις ένταση που δεν έρχεται, ίσως γιατί ο Μπουσταμάντε, που σίγουρα δεν φιλοδοξεί να ακολουθήσει την τρέχουσα σχολή του εμπορικού horror, έχει τη διατύπωση της δικαιοσύνης στο επίκεντρο της ιστορίας του και δεν διαθέτει ακόμη τα ακονισμένα αφηγηματικά εργαλεία που έκαναν, για παράδειγμα, τον Ντενί Βιλνέβ να ξεχωρίσει, ακόμη και πριν από τις ακριβές αλληγορίες του, όπως το αριστουργηματικό Μέσα από τις φλόγες (Incendies).
Ωστόσο, η Γυναίκα των Δακρύων λειτουργεί και με το παραπάνω. Δικαιώνει επάξια το συλλογικό αίτημα για την προβολή ενός σημαντικότατου ζητήματος με καλλιτεχνικούς όρους και χρησιμοποιεί σκεπτόμενα και ελεγχόμενα το είδος της φρίκης, με τη μυθική ηρωίδα να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και όχι να τις προκαταλαμβάνει.
Η «Γυναίκα των Δακρύων» κάνει πανελλήνια πρεμιέρα στη streaming πλατφόρμα του Cinobo στις 23 Φεβρουαρίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια