Tα «Closet Picks» της Criterion είναι μια πολύ αγαπητή σειρά βίντεο. Το concept θέλει έναν άνθρωπο του κινηματογράφου να επισκέπτεται το closet με τη συλλογή, να ξεχωρίζει τίτλους από τα ράφια, να τους σχολιάζει και να φεύγει με όσα περισσότερα δισκάκια μπορεί να κρατήσει ή χωρούν στην τσάντα που έφερε – κάποιοι καλεσμένοι προκύπτουν πιο λαίμαργοι και καθόλου δεν τους αδικούμε. Αν μερικά χρόνια πριν έλεγες στον μέσο σινεφίλ ότι ένα από τα καλύτερα επεισόδια της σειράς θα ήταν εκείνο της επίσκεψης της Πάμελα Άντερσον, όπου θα μιλούσε για τον Φελίνι, το Ασανσέρ για δολοφόνους και για το πόσο την ενέπνευσε η Μπάρμπαρα Λόντεν, θα σε κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Και το πρόβλημα θα ήταν δικό του και δικό σου, αλλά και μιας ολόκληρης βιομηχανίας κι ενός συστήματος αξιών που μας δίδαξε να βλέπουμε την Άντερσον –και κάθε γυναίκα σαν την Άντερσον– με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο.
Στα '90s η Πάμελα υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα ονόματα της showbiz – τρανή απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι την αποκαλούμε με το μικρό της όνομα και συνεννοούμαστε. Ο αδυσώπητος υλισμός, που γιγαντώθηκε στα '80s, είχε πια προσεγγίσει το ζενίθ του, η σχεδόν κρονενμπεργκική μεταμόρφωσή μας από πολίτες σε καταναλωτές είχε ολοκληρωθεί και τα πάντα γύρω μας είχαν διαμορφωθεί για να ικανοποιήσουν (και να εκμεταλλευτούν) την ανάγκη μας για κατανάλωση. Κάπως έτσι οι διασημότητες μετατράπηκαν σε καταναλωτικά «αντικείμενα», περισσότερο οι γυναίκες και ακόμα περισσότερο μια γυναίκα σαν την Πάμελα Άντερσον, στο σώμα της οποίας θα έβρισκε εφαρμογή το αντικειμενικοποιημένο (sic) κοστούμι της εποχής.
Κανείς δεν έμοιαζε διατεθειμένος να δώσει μια σοβαρή ευκαιρία στην ξανθιά ναυαγοσώστρια του Baywatch, στη γυναίκα που «τόλμησε» να κινηματογραφήσει τις ερωτικές της περιπτύξεις με τον σύντροφό της, στο it girl μιας ευτελούς σκηνής, η οποία, βέβαια, απασχολούσε την πλειοψηφία σε καθημερινή βάση.
Έχοντας βρεθεί στο εξώφυλλο του «Playboy» περισσότερες φορές από κάθε άλλο μοντέλο, η Άντερσον πέρασε στη μυθοπλασία και από εκεί στη μυθολόγηση χάρη στη συμμετοχή της στο καστ της σειράς Baywatch ως CJ Parker. Η αναγωγή της σε sex symbol υπήρξε άμεση, με την εικόνα της να αποτελεί την πλατωνική ιδέα της ξανθιάς bimbo των '90s – όλοι τους διόλου σεξιστικά φορτισμένοι όροι, όπως θα παρατηρήσατε. Η ίδια, νεαρή ακόμα, και σε αναζήτηση του εαυτού της, ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες του παιχνιδιού και φόρεσε ως παράσημο τον τίτλο που της απέδωσαν –κρατήστε το αυτό, θα επανέλθουμε–, έστω κι αν μέσα της υπήρχε η λαχτάρα να κάνει περισσότερα.
Η κλοπή προσωπικού της βίντεο και η διάδοσή του ως sex tape έδωσε την τέλεια αφορμή σε λιμασμένους νοικοκυραίους να εκδηλώσουν τον χυδαίο ερεθισμό τους για την Πάμελα επιθετικά. Την περίοδο εκείνη αντίστοιχες διαρροές αποτελούσαν μομφή για τις συμμετέχουσες στα βίντεο και όχι για τους χαμερπείς δράστες της διαρροής – αν και, επί της ουσίας, δεν έχουν αλλάξει πολλά σήμερα, απλώς ακούγεται δυνατότερα ο αντίλογος. Η προσπάθειά της να λανσαριστεί ως κινηματογραφική πρωταγωνίστρια μέσω των camp κομιξάδικων περιπετειών του Barb Wire (1996) υπήρξε παταγώδης αποτυχία – αν και αποτέλεσε ένοχη απόλαυση πολλών σινεφίλ, με την ταινία να αποκτά ένα σχετικό cult status και να αγαπιέται στη χώρα μας λόγω της υπερ-προβολής της από την ιδιωτική τηλεόραση.
Κανείς δεν έμοιαζε διατεθειμένος να δώσει μια σοβαρή ευκαιρία στην ξανθιά ναυαγοσώστρια του Baywatch, στη γυναίκα που «τόλμησε» να κινηματογραφήσει τις ερωτικές της περιπτύξεις με τον σύντροφό της, στο it girl μιας ευτελούς σκηνής, η οποία, βέβαια, απασχολούσε την πλειοψηφία σε καθημερινή βάση. Στην πραγματικότητα, χρειαζόμασταν την Άντερσον λιγότερο για να ερεθιστούμε και περισσότερο για να νιώσουμε ανώτεροι –πνευματικά, ηθικά, αξιακά–, να καγχάσουμε με εκείνο το σιχαμερό μικροαστικό χαμόγελο που, συγκρινόμενο, κάνει εκείνο του Γιουράια Χιπ από τον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» γλυκύτατο.
Ήταν εμφανές ότι δεν υπήρχε άλλος χώρος και άλλος ρόλος για εκείνη πέρα από εκείνον της «χαζοχαρούμενης, πλαστικής ξανθιάς με το γενναιόδωρο μπούστο». Η ίδια, ενώ στη δημόσια σφαίρα ενσάρκωνε τον ρόλο ευλαβικά, καθώς η όποια δυσαρέσκειά της δεν εισακουγόταν, ιδιωτικά διάβαζε Τενεσί Ουίλιαμς και Σαμ Σέπαρντ, έβλεπε πολύ σινεμά και περίμενε μια ευκαιρία. Ότι δεν επρόκειτο για την περίπτωση μιας σπουδαιοφανούς, κενής και ναρκισσιστικής περσόνας της showbiz το ψυλλιαστήκαμε από τη συμμετοχή της στον Borat (2006) – μια κίνηση που λίγοι τής πίστωσαν κι ας αποδείκνυε, πέρα από το χιούμορ της, την πρόθεση υπονόμευσης της εικόνας της και όσων την έπλασαν και τη συντηρούσαν.
Τα χρόνια πέρασαν, το lifestyle σταμάτησε να γίνεται αντιληπτό με όρους '90s, τα tabloids σταμάτησαν να ασχολούνται με την Πάμελα κι εκείνη περίμενε μια ευκαιρία στο σινεμά όχι για να επιστρέψει, καθώς η κινηματογραφική καριέρα της υπό μια έννοια δεν ξεκίνησε ποτέ, αλλά για να αποδείξει ότι αξίζει. Η ευκαιρία ήρθε μόλις τον τελευταίο χρόνο με το Last Showgirl (2024) της Τζία Κόπολα.
Στην ταινία η Πάμελα Άντερσον υποδύεται χορεύτρια στο show ενός καζίνο του Λας Βέγκας, το οποίο πρόκειται να κατέβει μετά από δεκαετίες παραστάσεων. Η ίδια, για να επιβιώσει, έχει πιστέψει στο παραμύθι της συμμετοχής της σε ένα λαμπρό, διαχρονικό καλλιτεχνικό show και όχι σε μια επίδειξη λευκής σάρκας στην ολόφωτη πόλη της ηδονής, και πορεύεται αρνούμενη την πραγματικότητα. Υπάρχει ένας χαρακτήρας για τον οποίο φαίνεται να μην επιφυλάσσεται άλλη θέση εκεί έξω από εκείνη του συμμετέχοντος σε ένα παρηκμασμένο show, υπάρχει μια αποξενωμένη κόρη που επανεμφανίζεται στο προσκήνιο, σαφείς οι συγγένειες με τον Wrestler (2008) του Αρονόφσκι. Όμως εκεί έχουμε έναν ήρωα που προσπαθεί να εξιλεωθεί, έχουμε μεστή δραματουργία σκορσεζικής σύλληψης κι έναν δημιουργό που αντιλήφθηκε το εγχείρημα σαν μπαλάντα του Σπρίνγκστιν και προσάρμοσε την αισθητική αναλόγως – όχι τυχαία το τραγούδι των τίτλων τέλους φέρει την υπογραφή του «Boss».
Στο Last Showgirl η ηρωίδα νιώθει ότι δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν, ούτε καν στην (δικαιολογημένα αγανακτισμένη και πικραμένη) κόρη της, κατά ένα μέρος επειδή η ταινία έρχεται μετά το MeΤoo, κατά ένα άλλο επειδή η Τζία Κόπολα (ας πούμε ότι) επικαλείται τον Κασαβέτη και, ως εκ τούτου, έχει χαρακτήρες που δεν τους νοιάζει αν θα τους συμπαθήσεις. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ταινία δίχως την Πάμελα Άντερσον, το εξωκινηματογραφικό δράμα της οποίας έρχεται για να συμπληρώσει τα κενά και να δικαιολογήσει τη στάση της δημιουργού αλλά και ολόκληρο το εγχείρημα. Βλέπεις, ίσως και η ίδια η Πάμελα στην πραγματική της ζωή βυθίστηκε μέσα στο παραμύθι για να επιβιώσει, φόρεσε περήφανα τον ρόλο που της επιφύλαξαν, πίστεψε ότι πρωταγωνιστεί σε κάτι σημαντικό και κατά πολύ ευγενέστερο.
Θέλεις επειδή ο χαρακτήρας είναι κομμένος και γραμμένος στα μέτρα της, θέλεις επειδή η Κόπολα πίστεψε σε εκείνη και της άφησε το περιθώριο να ξεγυμνωθεί στον φακό για πρώτη φορά με δική της πρωτοβουλία και διαφορετικούς όρους, θέλεις η χαρά από τη συμμετοχή της σε φιλμ σαν εκείνα που θαύμαζε όλα αυτά τα χρόνια, ως μανιώδης σινεφίλ, και την ενσάρκωση ρόλου που ποτέ κανείς δεν πίστεψε ότι της αξίζει, ε, η εμφάνισή της στην ταινία είναι πραγματικά αποκαλυπτική. Φανερώνει μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει, με την προσήλωση και την πίστη σε όσα καλείται να ενσαρκώσει. Προσέξτε πως κατά τη μανιακή αναπόληση των καλύτερων ημερών, η Πάμελα θα προσθέσει μια μικρή συστολή στο βλέμμα της γυναίκας υπό την επήρεια του παραμυθιού, ένα φευγαλέο κόμπιασμα στην ομιλία, μια υπόνοια συνενοχής στην πλάνη που δεν υπάρχει στο σενάριο της Κόπολα αλλά το φέρνει η ίδια η ηθοποιός – και κάνει μια πολύ απλή, διόλου διαλεκτική ταινία λίγο πιο σύνθετη.
Με την ερμηνεία της η ηθοποιός κέρδισε μια υποψηφιότητα στις Χρυσές Σφαίρες στην κατηγορία της Καλύτερης γυναικείας ερμηνείας σε δράμα, χωρίς μάλιστα τη συνδρομή ομοβροντίας οχλήσεων από τους publicists – ως ψηφοφόρος των Σφαιρών μπορώ να σας το επιβεβαιώσω, υπήρξαν άλλα ονόματα για τα οποία μάς πυροβολούσαν από παντού επί καθημερινής βάσεως. Τελικά δεν κέρδισε, ο ανταγωνισμός ήταν ισχυρός και η νικήτρια Φερνάντα Τόρες είναι πραγματικός δυναμίτης – παρεμπιπτόντως, πιστεύω ότι θα δούμε το I’m still here και σε άλλες κατηγορίες πλην του Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, τα έγραψε πολύ ωραία για τα «μηνύματα» των Σφαιρών ο συνάδελφος Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος. Παραμένει ερωτηματικό αν θα δούμε την Πάμελα στην οσκαρική πεντάδα. Η ανέλπιστη υποψηφιότητά της στα βραβεία του Σωματείου Ηθοποιών της δίνει μεν κάποιες ελπίδες, αλλά, πλην των αποκλεισμένων εκεί Τζολί και Κίντμαν, υπάρχει και η Φερνάντα Τόρες, που δεν είναι μέλος του Σωματείου, κι επίσης η απουσία του τραγουδιού της Miley Cyrus από τη shortlist του Όσκαρ Τραγουδιού υποδεικνύει το ενδεχόμενο η ταινία της Κόπολα να μην έχει ρεύμα αντίστοιχο των Σφαιρών στους ψηφοφόρους της Οσκαρικής Ακαδημίας. Μικρή σημασία έχει, η ίδια χαίρεται που έφτασε ως εκεί και νιώθει φανερή ευγνωμοσύνη που η κινηματογραφική κοινότητα και το ευρύτερο κοινό για πρώτη φορά την αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο, με καλλιτεχνικές ανησυχίες και φιλοδοξίες, και όχι ως αντικείμενο.
Επιστρέφοντας στο βίντεο της Criterion, βλέπεις έναν άνθρωπο που ακριβώς με αυτό φιλοδωρεί τον φακό, ευγνωμοσύνη. Σχεδόν ντρέπεται να τον κοιτάξει κατάματα και μιλά για τις ταινίες που αγαπά με ειλικρινή ενθουσιασμό αλλά και χαμηλή ένταση, σαν να φοβάται μήπως την παρεξηγήσουν για την τόλμη της να τοποθετηθεί για ζητήματα που, στα μάτια πολλών, δεν την περιλαμβάνουν. Ίσως αυτός ο φόβος να έκανε την ερμηνεία της στο Last Showgirl αρμοστά ευάλωτη αλλά και τόσο ατρόμητη.
Πριν κλείσουμε, να θυμίσουμε ότι το σινεμά δεν απαιτεί πάντα την τεχνική κατάρτιση. Χρειάζεται το πρόσωπο, χρειάζεται την (χτισμένη) εικόνα, χρειάζεται από τον ηθοποιό του να «είναι» και όχι απαραίτητα να παίζει. Με αυτά ως δεδομένα, μετά το τέλος του Last Showgirl αμφιβάλλουμε αν θα υπάρξει έστω κι ένας θεατής ικανός να αρνηθεί ότι η Άντερσον δικαιούται μια θέση εκεί μέσα. Κρίμα που έπρεπε να βρεθεί στην έκτη δεκαετία της ζωής της για να της επιτραπεί να τη διεκδικήσει.