ΣΤΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑΚ ΑΝΒΑΡΙ, το «Under the Shadow» (2016), η ανησυχία μιας γυναίκας, η οποία καλείται να επιβιώσει στο νεοσύστατο θεοκρατικό και πατριαρχικό καθεστώς του Αγιατολάχ Χομεϊνί, και η αγωνία για την κόρη της, που θα μεγαλώσει εντός αυτού, μετουσιώνονται σε μεταφυσική δραστηριότητα. Ακολούθησε το «Wounds» (2019), μια κατά διαστήματα γοητευτική αποτυχία με αντικείμενο το κυρίαρχο topic της εποχής, την «τοξική αρρενωπότητα», την οποία το κοινό μίσησε – έχει βαθμολογία 4,1 στο IMDb.
Αν κάτι έχει γίνει σαφές μέχρι στιγμής είναι ότι ο Ανβάρι πάντα καθιστά σαφές ποιο είναι το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται, ποιες είναι οι θεματικές του έργου του. Δεν χρειάζεται να σκάψεις πολύ για να εντοπίσεις την ιδέα. Δεν λέει το ένα και εννοεί το άλλο, όπως συμβαίνει συνήθως στο είδος του τρόμου. Η ιδέα βρίσκεται εκεί, στην επιφάνεια, ώστε να μπορούν να τη δουν όλοι.
Το «I Came By», η νέα του δουλειά, δεν διαφέρει. Το φιλμ ξεκινά με δύο νεαρούς –τον ένα εκ των οποίων υποδύεται ο εξαιρετικός Τζορτζ Μακέι του «1917»– οι οποίοι εισβάλλουν σε σπίτια πλουσίων και, γενικότερα, ανθρώπων ευρισκόμενων σε θέσεις βαρύνουσας σημασίας εντός του πολιτειακού συστήματος.
Kατά τη διάρκεια της διάρρηξης γράφουν στον τοίχο τους με σπρέι τη φράση «I Came By». Αμφότεροι προερχόμενοι από την εργατική τάξη, θέλουν να περάσουν το μήνυμα στην υψηλότερη ότι δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ανενόχλητη, ότι τα μέλη της δεν είναι ανέγγιχτα, ότι η λογοδοσία δεν είναι νεκρή.
Εκείνο που της δίνει μια ιδιαιτερότητα είναι ότι τα γεγονότα, που σε άλλες ταινίες του είδους θα συνιστούσαν την κορύφωση τους, όχι μόνο συμβαίνουν εκτός κάδρου, αλλά τις περισσότερες φορές παραλείπονται.
Και εδώ η ιδέα είναι ολοφάνερη. Το ταξικό μήνυμα της ταινίας είναι γραμμένο με σπρέι στον τοίχο, η απάντηση στο εύλογο ερώτημα «και πόσο θα τους βλάψει ένα σύνθημα στον τοίχο τους» δίνεται από την αίσθηση ήττας που αποπνέει το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, και η απάντηση στο πώς δίνεται με το φινάλε.
Φυσικά, όπως και στις προηγούμενες ταινίες του Ανβάρι, η διαχείρισή της ιδέας μένει στο προφανές και όσα έχει να πει εξαντλούνται γρήγορα. Είτε παρακολουθήσεις μισή ώρα, είτε μιάμιση, έχεις λάβει το μήνυμα. «Και τότε γιατί να παρακολουθήσω την υπόλοιπη ταινία και να μη σταματήσω στο μισάωρο;» θα ρωτήσεις.
Γιατί μπορεί να χάσεις μια σκηνή, μια εικόνα, ένα εύρημα από εκείνα για τα οποία οι φαν του τρόμου και της αγωνίας συνεχίζουμε να καταγράφουμε ώρες προϋπηρεσίας, παρακολουθώντας ταινίες του είδους. Ο Ανβάρι ξέρει τους κανόνες της απαιτούμενης προπαρασκευής για ένα καλό jump scare, γνωρίζει τη δοσολογία φρίκης που απαιτείται ώστε ένα αποκρουστικό ενσταντανέ να έχει τον μέγιστο αντίκτυπο.
Ένα δείγμα των δυνατοτήτων του θα βρεις και στο «I Came By», όπου ο χαρακτήρας του Μακέι μπαίνει στο σπίτι ενός δικαστή, τον οποίο υποδύεται απολαυστικά και, όπου πρέπει, απειλητικά, ο Χιου Μπόνεβιλ του Downton Abbey, και κάνει μια μακάβρια ανακάλυψη. Περισσότερα δεν κάνει να πούμε – θα χαλάσουμε τις εκπλήξεις μιας ταινίας που, ως έναν βαθμό, στηρίζεται σ’αυτές.
Εκείνο που της δίνει μια ιδιαιτερότητα είναι ότι τα γεγονότα, που σε άλλες ταινίες του είδους θα συνιστούσαν την κορύφωση τους, όχι μόνο συμβαίνουν εκτός κάδρου, αλλά τις περισσότερες φορές παραλείπονται. Είναι σαν ο Ανβάρι να έχει βαλθεί να μας προκαλέσει ανησυχία δίνοντας στο (συνήθως) μη δραματικό, διαστάσεις δραματικότητας.
Δεν λέμε ότι δεν γίνεται ποτέ καταδεικτικός –στο Under The Shadow π.χ. έχει ένα καλοσχεδιασμένο τερατάκι που εμφανίζεται συχνά– αλλά ότι πάει το γνωστό παραδοσιακό μοτίβο «εκείνο που δεν φαίνεται είναι πιο τρομακτικό» ένα βήμα παραπέρα.
Εδώ όχι μόνο δεν φαίνεται, αλλά παραλείπεται εντελώς, αφήνοντάς σε να φαντάζεσαι τι συνέβη στο μεσοδιάστημα και να κάνεις ανατριχιαστικά σενάρια.
Επειδή αυτή η αφαίρεση του στοίχισε στο «Wounds», εδώ δίνει κάποιες διευκρινίσεις –είναι ένα μικρό θαύμα αυτό που κάνουν οι Χιου Μπόνεβιλ και Κέλι Μακ Ντόναλντ με τους διαλόγους που καλούνται να ερμηνεύσουν στη σχετική σκηνή– μα η γενική αρχή παραμένει ίδια και δίνει μια ιδιαιτερότητα στις ταινίες του.
Τώρα, αν κάποτε μπορέσει να συνοδεύσει τις ικανότητες του στην εξυπηρέτηση του είδους με ένα πιο μεστό σενάριο και μια πιο σύνθετη και λιγότερο προφανή σημειολογία, ίσως να παραδώσει μια ταινία για την οποία θα μιλάμε για καιρό.
Προς το παρόν, βολευόμαστε με εύπεπτες σαχλαμαρίτσες σαν αυτή εδώ, που στέκουν μεν λίγο παραπάνω από αντίστοιχες απόπειρες του Netflix, αλλά έχουν ξεχαστεί μετά από λίγο καιρό.