Ένα ντοκιμαντέρ για το bodybuilding, που δεν θέλει να είναι ούτε αγιογραφία αλλά ούτε και απόλυτα καταγγελτικό για όσους το έχουν επιλέξει ως άθλημα, δεν είναι εύκολη περίπτωση. Όταν ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κλιούμης αποφάσισε να το γυρίσει, όχι μόνο δεν είχε σχέση με τον συγκεκριμένο χώρο αλλά είχε και πλήρη άγνοια του θέματος. Νόμιζε, μάλιστα, ότι ήταν κάτι που δεν είχε αρκετούς οπαδούς στην Ελλάδα, αλλά ανθεί αποκλειστικά στην Αμερική.
Μέχρι που ένας φίλος με πρόβλημα βάρους επέλεξε να το εξασκήσει για να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του. Έτσι, έγινε μάρτυρας των αλλαγών στη σωματική και μυϊκή εικόνα του αλλά και στην κοινωνική συμπεριφορά του. Αυτές οι αλλαγές συνοδεύτηκαν από μια αλλαγή πλεύσης στη ζωή του.
Τότε ήταν που ο Κλιούμης σκέφτηκε να κάνει την περίπτωση του φίλου του σενάριο μυθοπλασίας, ωστόσο, όσο βαθύτερα έμπαινε στην ιστορία, τόσο περισσότερη κατάπληξη του προκαλούσαν όλα εκείνα που άκουγε και έβλεπε. Έθεσε, λοιπόν, ένα ερώτημα στον εαυτό του: «Γιατί όλοι αυτοί οι αθλητές και οι αθλήτριες επιλέγουν ένα τόσο απαιτητικό άθλημα, όπως το bodybuilding, χωρίς να αμείβονται; Γιατί όχι κάποιο άλλο άθλημα, που να τους πληρώνει και όχι να το πληρώνουν;».
Το bodybuilding δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια μικρογραφία της κοινωνίας, έρχεται αντιμέτωπο με ίδιας υφής στερεότυπα που εντοπίζει κανείς σε κάθε επαγγελματικό και αθλητικό χώρο.
Αναζητώντας μια απάντηση, αποφάσισε ότι θα έκανε μια ταινία τεκμηρίωσης με τίτλο τελικά «Made in Vain», μετά από μια ατάκα που άκουσε στο γύρισμα.
Χρειάστηκαν πέντε χρόνια έρευνας και γυρισμάτων για να ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ και ο στόχος του πια είναι να αποτελέσει διεθνώς μια πρωτοβουλία όπου θα θίγονται όλα όσα συνήθως δεν λέγονται και δεν ομολογούνται μπροστά από τις κάμερες.
Εξηγεί: «Πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα, πήγαινα καθημερινά στα γυμναστήρια κατά την προπόνησή των αθλητών, ακόμα και σε προσωπικούς τους χώρους, ώστε να με μάθουν και να τους μάθω. Θεωρώ ότι αυτό ήταν αναγκαίο για να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου, να παρακολουθήσω βήμα-βήμα τη δύσκολη προετοιμασία για τους αγώνες και τη μεταμόρφωσή τους. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν αίσθηση ήταν το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των bodybuilders είναι ερασιτέχνες, δηλαδή δεν αμείβονται παρά μόνο αν καταφέρουν να γίνουν επαγγελματίες και διακριθούν σε μεγάλους αγώνες με σημαντικά χρηματικά έπαθλα, όπως το Mr. Olympia, το “μουντιάλ” του bodybuilding. Καθώς τους έβλεπα τόσο πειθαρχημένους και στοχοπροσηλωμένους, κάτι που μου προκαλούσε θαυμασμό, αποφάσισα να προχωρήσω βαθύτερα. Αναρωτιόμουν, ήθελα να καταλάβω την ψυχοσύνθεση τους, το κίνητρό τους».
Συνάντησε παλιές δόξες, τον πρώτο ιδιοκτήτη γυμναστηρίου της χώρας στο Κολωνάκι, τον 92χρονο σήμερα Χρήστο Καρβέλα, τον τέσσερις φορές Mr. Olympia, Jay Cutler, κατέγραψε τις μαρτυρίες τους, επισκέφθηκε τις ομοσπονδίες, κινηματογράφησε αγώνες, τόσο στα παρασκήνια όσο και στη σκηνή, μίλησε σε όλους. Αλλά συναντώντας όλο και περισσότερους αθλητές, άντρες και γυναίκες, το κουβάρι ξετυλιγόταν.
Λέει σήμερα: «Ήθελα να δείξω γιατί ένας άνθρωπος θέλει να γίνει bodybuilder. Ο καθένας είχε τη δική του ιστορία και τον δικό του λόγο: θύμα bullying, ανασφάλειες, υγιεινός τρόπο ζωής, ένα καλογυμνασμένο κορμί, το κυνήγι της τελειότητας, ματαιοδοξία, για να αρέσει στις γυναίκες, ελκυστικό lifestyle, sense of belonging. Η απάντηση από πολλούς ήταν ότι η “μάζα κρέας”, όπως αποκαλούν τους μυς τους, ντοπάρει την αυτοπεποίθησή τους. Το θέμα της εικόνας μπήκε σύντομα στην εξίσωση: ποια παρέμβαση στην εικόνα ενός ανθρώπου είναι τελικά αποδεκτή και από ποιον; Άλλοι κάνουν πλαστικές, άλλοι προσθέτουν μάζα στο σώμα τους, άλλοι κάνουν botox. Ο καθένας μας κάνει τις επιλογές και τις παρεμβάσεις που ορίζει η ανάγκη του για επιβεβαίωση και αυτό οφείλουμε να το σεβόμαστε, όσο δεν ενοχλεί τον διπλανό μας. Το τσουβάλιασμα και η δαιμονοποίηση είναι εύκολα. Το bodybuilding δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια μικρογραφία της κοινωνίας, έρχεται αντιμέτωπο με ίδιας υφής στερεότυπα που εντοπίζει κανείς σε κάθε επαγγελματικό και αθλητικό χώρο. Ελπίζω να έχω καταφέρει να δείξω την ωμή πραγματικότητα, κάθε πτυχή που μπορεί να προκύψει, μέσα από την παρατήρηση κατά κύριο λόγο. Είναι εντυπωσιακό αλλά και επίπονο να παρακολουθεί κάποιος την υπερπροσπάθεια που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι για μια στιγμή πάνω στη σκηνή, όπου κρίνονται οι κόποι χρόνων. Δείχνω τα πάντα, από την περίοδο προετοιμασίας και την ψυχολογία τους off season μέχρι την περίοδο των αγώνων. Όπου μπορούσα να στήσω την κάμερα, το έκανα. Ανά πάσα στιγμή ψάρευα στιγμές: τον θαυμασμό ενός 17χρονου πιτσιρικά για έναν 37χρονο συναθλητή στα παρασκήνια την ώρα του βαψίματος σε αγώνες στο Βελλίδειο της Θεσσαλονίκης, μια γυναίκα bodybuilder, ντυμένη σαν στρίπερ, με τη μητέρα της να την προετοιμάζει στοργικά ‒ τη στιγμή που πολλοί δεν έχουν την αποδοχή των γονιών τους. Πιστεύω ότι διεθνώς δεν έχει ξαναγίνει ανάλογο ντοκιμαντέρ για το bodybuilding, το οποίο να είναι αντικειμενικό, χωρίς να κάνει κήρυγμα εναντίον του ή υπέρ του, αλλά αποτυπώνοντας, χωρίς “διαθλάσεις”, καθετί που συνέβαινε μπροστά από τον φακό της κάμερας».
Η ταινία «Made in Vain» του Μιχάλη Κλιούμη θα προβληθεί στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.