«Είσαι μόνο ένας συρφετός από μόρια μέχρι να κατανοήσεις ποιος είσαι πραγματικά», είχε γράψει κάποτε ο Κάρι Γκραντ στα σημειώματά του, τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση για μια συλλογή απομνημονευμάτων του κορυφαίου χολιγουντιανού ηθοποιού η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ. Είναι ένας απόσπασμα μόνο από τους αφορισμούς, τις σκέψεις, τις επιφοιτήσεις του ανθρώπου που γεννήθηκε το 1904 με το όνομα Άρτσι(μπαλντ) Λιτς στο Μπρίστολ της Αγγλίας (και έζησε αρκετά ζόρικα και τραυματικά χρόνια εκεί πριν αποδράσει και εφεύρει εκ νέου τον εαυτό του ως τον πιο κομψό, υπό κάθε έννοια, σταρ του πλανήτη) που ακούγονται στο «ντοκιμαντέρ» Becoming Cary Grant με τη φωνή του ηθοποιού Τζόναθαν Πράις.
Η ταινία του Μαρκ Κίντελ που έκανε την τηλεοπτική της πρεμιέρα πριν λίγο καιρό, είναι παραγωγή του καναλιού Showtime και αποτελεί περισσότερο ένα ονειρικό οπτικό δοκίμιο – χρησιμοποιώντας μάλιστα ιδανικά μπόλικο υπέροχο υλικό από τις ιδιωτικές ταινίες που τραβούσε ο ίδιος ο Γκραντ με την κάμερά του – παρά ένα συμβατικού τύπου βιογραφικό ντοκιμαντέρ. Και βέβαια, η ιδιαιτερότητά του, πέρα από την αισθητισμό της προσέγγισης (το soundtrack λόγου χάρη το υπογράφει ο Adrian Utley των Portishead) έγκειται στο ότι εστιάζει ακριβώς σε τέτοιου είδους λυτρωτικές επιφοιτήσεις αυτού του αινιγματικού ειδώλου. Επιφοιτήσεις που του άλλαξαν (σαφώς προς το διαυγέστερο και θετικότερο) την αντίληψη και προήλθαν από τη συστηματική χρήση LSD στα πλαίσια πειραματικής ψυχοθεραπείας περί τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν ακόμα αυτό το συνθετικό ψυχεδελικό παρασκεύασμα είχε μόνο μια εικοσαετία ζωής, ήταν εντελώς άγνωστο εκτός των φαρμακευτικών κύκλων, και απολύτως νόμιμο.
Τίποτα και παρά την ιδανική ζωή που φαινομενικά απολάμβανε, δεν μπορούσε να διευθετήσει τα σοβαρά προσωπικά του θέματα και την αίσθηση μιας ελλειμματικής / παρασιτικής ύπαρξης, ειδικά όσον αφορά στους βραχύβιους συνήθως γάμους του.
Δεν ήταν ο πρώτος ακριβώς που στην αναζήτηση μεθόδων αυτογνωσίας, αυτοσυνείδησης και «απαλλαγής από τις παραλυτικές υποκρισίες» (όπως είχε γράψει ο ίδιος), κατέφυγε στο ναρκωτικό που θα υμνούσαν πολλά χρόνια μετά ο Τίμοθι Λίρι, οι Beatles και σύσσωμη σχεδόν η γενιά της αντικουλτούρας, πριν αρχίσει η καταμέτρηση «απωλειών» των χρηστών εκείνων που άφησαν για πάντα το μυαλό τους σε κάποιο κακό τριπ. Ανάμεσα στον κλειστό κύκλο πάντως της «πρώτης γενιάς» χρηστών, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις καταγραφής τραυματικών και δυσοίωνων εμπειριών. Ακριβώς το αντίστροφο. Ένας από τους πρωτοπόρους χρήστες ήταν ο συγγραφέας Άλντους Χάξλεϊ, ο ενθουσιασμός του οποίου από αυτή την «εμπειρία ζωής» παρέσυρε κι άλλους φιλοπερίεργους εστέτ πάσης φύσεως στο Λος Άντζελες, όπως η Αναΐς Νιν. Ο σκηνοθέτης Σίντνεϊ Λιούμετ επίσης το είχε δοκιμάσει υπό την επίβλεψη ενός πρώην ψυχίατρου του Αμερικανικού Ναυτικού και είχε δηλώσει συγκλονισμένος κατόπιν, ειδικά από τη φορά που βίωσε ξανά τη γέννησή του. Όταν μάλιστα περιέγραψε το «τριπ» στον πατέρα του, διαπίστωσε έκθαμβος ότι η εμπειρία ήταν όχι μόνο βαθιά συμβολική, αλλά και ακριβής με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Κάρι Γκραντ είχε δοκιμάσει διάφορους τρόπους - γιόγκα, πνευματισμό, διάφορες συμβατικές και εναλλακτικές ψυχοθεραπείες - στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τους δαίμονες της παιδικής του ηλικίας: η απαιτητική και έντονης (τουλάχιστον) ιδιοσυγκρασίας μητέρα του είχε εξαφανιστεί όταν εκείνος ήταν δέκα και πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθει ότι την είχε κλείσει ο πατέρας του σε άσυλο φρενοβλαβών, να την αναζητήσει και να επανασυνδεθεί (όχι χωρίς δυσάρεστες τριβές) μαζί της. Μάταια όμως. Τίποτα και παρά την ιδανική ζωή που φαινομενικά απολάμβανε, δεν μπορούσε να διευθετήσει τα σοβαρά προσωπικά του θέματα και την αίσθηση μιας ελλειμματικής / παρασιτικής ύπαρξης, ειδικά όσον αφορά στους βραχύβιους συνήθως γάμους του. Ώσπου η τρίτη και με διαφορά η πιο «ανθεκτική» από τις τέσσερις συζύγους του (δεκατρία χρόνια κατάφερε πλάι της, διατηρώντας φιλική σχέση και μετά την τυπική λήξη της ένωσής τους, η ουσιαστική λήξη είχε επέλθει προ πολλού), η Μπέτσι Ντρέικ, η οποία είχε ήδη δοκιμάσει «αυτή τη νέα, επαναστατική θεραπεία με LSD», του συνέστησε να δοκιμάσει κι αυτός μια τέτοια συνεδρία.
Η πρώτη δοκιμή έγινε στα μέσα του 1958 (θα ακολουθούσαν καμιά εκατοστή ακόμα) και αποδείχτηκε μια αποκαλυπτική εμπειρία. Ο ίδιος την είχε περιγράψει ως μια συγκλονιστική ανάκληση «σκηνών από τρομακτικά και ευτυχισμένα οράματα υψηλής ευκρίνειας ... ένα μοντάζ έντονης αγάπης και έντονου μίσους, ένα μωσαϊκό από εντυπώσεις του παρελθόντος που τυλίγονταν και ξετυλίγονταν διαρκώς. Έφτασα επιτέλους εκεί που ήθελα. Όχι απόλυτα βέβαια, πάντα ανοίγεις το κέλυφος και υπάρχει ένα άλλο κέλυφος. Στη ζωή δεν υπάρχει τέλος στην προσπάθεια να γίνεις καλά». Περιέργως πάντως – ειδικά αν σκεφτεί κανείς τις ψυχοσεξουαλικής υφής ανασφάλειες που φαίνεται να τον ταλάνιζαν – απουσιάζει από το ντοκιμαντέρ ακόμα και η παραμικρή νύξη στην περίοδο της συγκατοίκησης, και ενδεχομένως ερωτικής σχέσης του Κάρι Γκραντ με τον συνάδελφό του Ράντολφ Σκοτ. Η μόνη υπόνοια που επιτρέπει η ταινία του Κίντελ σχετικά με στοιχεία αμφισεξουαλικής ταυτότητας, είναι η αναφορά του κορυφαίου σύγχρονου ιστορικού του σινεμά, Ντέιβιντ Τόμσον στην «αναπόφευκτη αλλά μέχρι σήμερα αναπόδεικτη και αβέβαια αίσθηση που είχε ο ίδιος για τη φύση της σεξουαλικότητάς του, από τη στιγμή ειδικά που μιλάμε για έναν σταρ που ξεκάθαρα γοήτευε εξίσου τις γυναίκες και τους άντρες».
Στο (μακροσκελές) λήμμα για τον Κάρι Γκραντ στη μνημειώδη ανθολογία «New Biographical Dictionary of Film», ο Τόμσον δηλώνει απερίφραστα ότι πρόκειται για τον καλύτερο και πιο σημαντικό ηθοποιό στην ιστορία του κινηματογράφου». Πάνω από χίλιες πεντακόσιες λέξεις αργότερα, καταλήγει: «Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, μίζερος και απελπιστικός ως άντρας, σύζυγος και πατέρας ακόμα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε κανείς άντρας να είναι ο «Κάρι Γκραντ»; Από την άλλη πλευρά, πώς θα μπορούσε κανείς άντρας όμως να μην σκεφτεί έστω να επιχειρήσει να γίνει;». Κι ο ίδιος άλλωστε είχε πει κάποτε (μετά το LSD): «Όλοι θέλουν να γίνουν Κάρι Γκραντ, ακόμα κι εγώ».