Σε λιγότερους από δυο μήνες θα δούμε τη Μελία Κράιλινγκ στον ρόλο της Μάρμως Πανθέου, ηρωίδας της μυθιστορηματικής σύνθεσης του Τάσου Αθανασιάδη «Οι Πανθέοι», που θα προβληθεί από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ. Η άγνωστη στο ευρύ ελληνικό κοινό πρωταγωνίστρια, που έχει μια αξιοσημείωτη καριέρα στο εξωτερικό, μας υποδέχεται μετά από ένα πολύωρο γύρισμα στο σπίτι του παππού της στο Χαλάνδρι που μοιάζει όαση μέσα στον καύσωνα των ημερών. Με διορθώνει λέγοντας ότι η είσοδός της στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή έγινε με την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Το τελευταίο σημείωμα. «Ήταν κάτι πολύ γρήγορο που έκανα για δύο εβδομάδες, ήρθα κι έφυγα, δεν πρόλαβα να καταλάβω και πολλά, αλλά μόνο καλά λόγια έχω να πω για τον Παντελή Βούλγαρη και την εμπειρία. Οι “Πανθέοι” είναι η πρώτη σειρά στην οπoία θα παίξω σε τόσo πολλά επεισόδια, πάνω από 100 ‒ στην Αμερική οι σειρές είναι συνήθως μικρές», λέει.
Η απόφαση να δουλέψει στην Ελλάδα είχε μεγάλα διλήμματα και δυσκολίες. Για να εργαστεί εδώ, ως μέλος του Σωματείου των Αμερικανών Ηθοποιών (SAG), εκτός των άλλων, έπρεπε να έχει άδεια, αλλά αυτή την περίοδο βρίσκονται σε απεργία. Της ζητώ να μου εξηγήσει όσα συμβαίνουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πόσο θα επηρεάσουν τον Ευρωπαίο θεατή και εκείνη, που έχει κάνει καριέρα παίζοντας σε σειρές όπως οι «Βοργίες» αλλά και το «Mammals», που θεωρεί ό,τι καλύτερο έχει κάνει, το «Filthy Rich» και το «Emily in Paris», που της χάρισε μεγάλη αναγνωρισιμότητα. Μου περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι 160.000 ηθοποιοί του SAG και άλλοι τόσοι που δεν έχουν μπει σε αυτό αλλά παίζουν σε σειρές και μεγάλες εμπορικές παραγωγές.
Οι οντισιόν γίνονται πια από τον υπολογιστή μας. Όταν πρωτοπήγα στο Λος Άντζελες υπήρχε η ενέργεια, ένα buzz, ένας ηλεκτρισμός, στοιχεία που σε ωθούσαν να συνεχίσεις να κυνηγάς, να προσπαθείς, ερχόσουν σε επαφή με κόσμο, αυτό όλο εξατμίστηκε. Πήγαμε όλοι και αγοράσαμε τριπόδια, μικρόφωνα, αγοράσαμε halo lights, φτιάξαμε τα σπίτια μας σαν να είναι στούντιο και κάνουμε έτσι τις οντισιόν, μόνοι μας, και συχνά δεν καταλαβαίνουμε και τι κάνουμε
«Αυτή είναι μια ιστορική στιγμή για πολλούς λόγους. Εδώ και σαράντα χρόνια δεν έχει γίνει τόσο μαζική απεργία, το 99% των παραγωγών να έχει νεκρώσει. Πιστεύω η απεργία θα κρατήσει μήνες, κάτι που σημαίνει ότι θα ξαναδουλέψουμε σε έναν χρόνο ή περισσότερο, αλλά αξίζει να πιάσουμε το νήμα από την αρχή.
Όταν έγιναν τα new media, όλοι χειροκροτήσαμε, άλλαξαν οι συνθήκες, άνοιξε η δουλειά, υπήρχε μεγάλη δημιουργικότητα. Ξαφνικά, ήρθε κόσμος του σινεμά στην τηλεόραση. Στην αρχή ήταν παράδεισος. Οι πλατφόρμες μάς πλήρωναν διαφορετικά, είχαν άλλους κανόνες. Όταν ήρθε αυτή η πελώρια ανάπτυξη και έγιναν κολοσσοί, οι όροι και οι συνθήκες δεν άλλαξαν για εμάς. Ο κόσμος των στούντιο, βέβαια, άλλαξε, μπήκαν executives και μάνατζερ από τράπεζες, καθότι η αγορά ρυθμίζεται από αλγόριθμους και κέρδη.
Πλέον δεν διοικεί ούτε αποφασίζει ο κόσμος της τέχνης αλλά των επιχειρήσεων. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Τυχαία μάθαμε ότι το “Mammals” δεν θα έχει δεύτερο κύκλο, ούτε mail δεν μας έστειλαν. Περίμενα ενάμιση χρόνο να πάρουν αυτή την απόφαση και στο μεταξύ ήμουν δεσμευμένη με συμβόλαιο, δεν μπορούσα να δουλέψω αλλού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν έχουμε καμία σημασία, καμιά αξία γι’ αυτούς, κι αυτό είναι τρελό γιατί χωρίς εμάς δεν θα έχουν τι να πουλήσουν. Η βιομηχανία είναι πολύ μεγάλη και πολύ ανταγωνιστική, γι’ αυτό και είναι συγκινητικό που οι μεγάλοι ηθοποιοί μάς στηρίζουν. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο γιατί δεν έχουν καμία ανάγκη, εμείς όμως χρειαζόμαστε τη Μέριλ Στριπ και τον Μπράντλεϊ Κούπερ και την Τζένιφερ Λόρενς με το μέρος μας, αλλιώς δεν έχουμε φωνή».
Ζώντας τα τελευταία εννέα χρόνια στο Λος Άντζελες, μου περιγράφει πόσο άλλαξε η πόλη στην οποία φτάνουν χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο, ψάχνοντας μια θέση στον χώρο του θεάματος. «Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω», λέει, «είναι ότι δεν παύεις ποτέ να ψάχνεις δουλειά, δεν υπάρχει αυτονόητο. Αμείβεσαι καλά, αλλά η επόμενη δουλειά μπορεί να έρθει σε ένα ή δύο χρόνια και πρέπει να αντέξεις, να ζεις λιτά, και δεν είναι λίγες οι φορές που σκέφτεσαι να εγκαταλείψεις». Πριν από λίγους μήνες πήρε την απόφαση να αφήσει πίσω της το Λος Άντζελες και να φτιάξει βαλίτσες για τη Νέα Υόρκη.
«Είχα κουραστεί πολύ, είχα αρχίσει να αισθάνομαι χαζή», εξηγεί. «Μετά τον Covid η ζωή ακρίβυνε πολύ. Πληρώνεις τρία δολάρια για μια ντομάτα και κάνεις είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο για να αγοράσεις ένα γάλα. Δεν έβλεπες γύρω σου ούτε ηλικιωμένους ούτε παιδιά, μόνο κόσμο που ήθελε απεγνωσμένα να συνεχίσει να κυνηγάει το όνειρό του, αλλά δεν συνέβαινε τίποτα, ήταν σαν να είχε νεκρωθεί η πόλη. Το μόνο κυρίαρχο ήταν ένα πολύ συγκεκριμένο lifestyle, αν και σιχαίνομαι τη λέξη γιατί είναι μια γενικότητα. Υπάρχει μια μανία με τα trends στο L.A. που τα ισοπεδώνει όλα, π.χ. κάνουμε όλοι γιόγκα, διαλογισμό. Δεν κρίνω κανέναν, αλλά η μόδα, ξαφνικά, γίνεται καταπιεστική, αντί να σε απελευθερώνει, ενώ, αν δεν συμμετέχεις, σε κοιτάνε όλοι περίεργα. Η καθημερινότητα είναι σαν βιομηχανία που πουλάει μια συγκεκριμένη συσκευασία με πολλά πρέπει. Δεν είναι στημένη η πόλη για να βγεις να πιεις ένα ποτό ‒ ταξιδεύεις μία ώρα για να το κάνεις και στο τέλος το βαριέσαι».
Όταν τη ρωτώ πώς ψάχνεις δουλειά μακριά από τα στούντιο, μου εξηγεί ότι οι οντισιόν δεν γίνονται πια διά ζώσης, γι’ αυτό οι περισσότεροι πηγαίνουν σε άλλες Πολιτείες, πιο φθηνές, για να έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής.
«Οι οντισιόν γίνονται πια από τον υπολογιστή μας. Όταν πρωτοπήγα στο Λος Άντζελες υπήρχε η ενέργεια, ένα buzz, ένας ηλεκτρισμός, στοιχεία που σε ωθούσαν να συνεχίσεις να κυνηγάς, να προσπαθείς, ερχόσουν σε επαφή με κόσμο, αυτό όλο εξατμίστηκε. Πήγαμε όλοι και αγοράσαμε τριπόδια, μικρόφωνα, αγοράσαμε halo lights, φτιάξαμε τα σπίτια μας σαν να είναι στούντιο και κάνουμε έτσι τις οντισιόν, μόνοι μας, και συχνά δεν καταλαβαίνουμε και τι κάνουμε».
Συνηθισμένη να ζει σε διαφορετικές πόλεις, διάλεξε να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη γιατί λαχτάρησε να είναι μέσα στον «κανονικό θόρυβο μιας πόλης» που έχει νεύρο και κινητικότητα. «Καλύτερα να με βρίσει κάποιος στον δρόμο», λέει, «από το να μη συναντώ άνθρωπο όλη μέρα».
Όμως η απόφασή της να μετακομίσει στην πόλη του ανεξάρτητου σινεμά, του θεάτρου και του χορού έμεινε στη μέση και τα πράγματά της σε μια νεοϋορκέζικη αποθήκη. «Αποφάσισα, πριν εγκατασταθώ στη Νέα Υόρκη, να κάνω διακοπές στην Ελλάδα, να δω τη μητέρα μου και τους φίλους μου. Έπαθα burn out και δεν το κατάλαβα: είχα κάνει δύο μεγάλες δουλειές, ήμουν πολύ στενοχωρημένη που ακυρώθηκε η δεύτερη σεζόν του “Mammals” και συνειδητοποίησα ότι χρειαζόμουν μια καλή ξεκούραση». Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόλαβε να ξεκουραστεί, ήρθε η πρόταση για τους «Πανθέους», λύθηκαν τα γραφειοκρατικά με το αμερικανικό σωματείο και τα γυρίσματα ξεκίνησαν.
Γεννημένη στη Γενεύη, μεγαλωμένη στην Αθήνα, η Μελία ήταν ένα παιδί ευγενικό, ντροπαλό και εσωστρεφές που δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει ηθοποιός. Είχε μια μπάσα φωνή για την οποία αισθανόταν άσχημα και οφείλει τα πάντα σε μια δασκάλα μουσικής που της έδωσε σημασία, την ενθάρρυνε, την έπεισε να μη φοβάται, την έμαθε να τοποθετεί τη φωνή της και τόνωσε την αυτοπεποίθησή. «Ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι καλό, είναι η πρώτη στην οποία τηλεφωνώ», λέει.
Έκανε χορό από τότε που θυμάται τον εαυτό της και ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια. Αποφοίτησε από την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης και έφυγε για σπουδές στην Αγγλία, αλλά οι τραυματισμοί και ο αφόρητος πόνος ματαίωσαν τα σχέδιά της για την καριέρα που ονειρευόταν. Η οικογένειά της την έπεισε να κάνει έναν χρόνο σε σχολή υποκριτικής και εκεί, ενώ ήταν τρομερά απογοητευμένη, έχοντας δει το όνειρό της να καταρρέει, πάλι ένας δάσκαλος την ενέπνευσε. Χάρη σε αυτόν λάτρεψε την υποκριτική, στην οποία μπήκε με μεγάλους ενδοιασμούς και καχυποψία, έκανε restart και «πάλεψε τη φάση της». «Πάνω απ’ όλα είναι ένας δάσκαλος που, αν είσαι τυχερός και τον συναντήσεις, θα σου αλλάξει την οπτική γωνία, θα σου αποκαλύψει ένα κόσμο, εκεί που νομίζεις ότι δεν υπάρχει δρόμος ή προοπτική», τονίζει.
Η πρώτη της δουλειά ήταν στους «Βοργίες» σε σκηνοθεσία Νιλ Τζόρνταν και εκεί κατάλαβε τι σημαίνει να δουλεύεις με μεγάλες προσωπικότητες. «Δεν μιλούν πολύ», διευκρινίζει, «δεν δείχνονται, αλλά νιώθεις από την ατμόσφαιρα που δημιουργούν ότι έτσι είναι η δουλειά, είναι κάτι πολύ σοβαρό. Δεν χωράει επιπολαιότητα, νάζια, θέλει σοβαρότητα, πολύ σκληρή δουλειά, προσήλωση και θυσίες. Είμαι τυχερή γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να το καταλάβω μαζί τους από την αρχή, να αντιμετωπίσω τις απορρίψεις, να μην παίρνω προσωπικά ό,τι συμβαίνει και να επιμένω, να αποτυγχάνω και να ξεκινάω πάλι από την αρχή, να έχω υπομονή και να προχωρώ, και με τα τραύματά μου».
Τη ρωτώ πώς της φαίνεται τώρα που έχει ενσωματωθεί σε μια ομάδα δημιουργικών ανθρώπων και δραστηριοποιείται σε μια αγορά απείρως μικρότερη και πιο «οικογενειακή». «Δεν έχω δει ανθρώπους να δουλεύουν πιο σκληρά από τους Έλληνες ηθοποιούς, είναι απίθανο», λέει. «Να τρέχουν μετά τα γυρίσματα, ατελείωτες ώρες, ασταμάτητα, να κάνουν πρόβες, να παίζουν στο θέατρο και το επόμενο πρωί να είναι έτοιμοι και πάλι από την αρχή. Δεν έχω δει συνεργεία να δουλεύουν πιο σκληρά και να σώζουν κυριολεκτικά το αποτέλεσμα ‒ και δεν εννοώ το να βγαίνουμε όμορφοι, αλλά ότι φροντίζουν κάθε λεπτομέρεια. Τους θαυμάζω και θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην το λέω δημοσίως και διαρκώς. Το ότι είμαι μέρος αυτής της ιστορίας με τιμά απεριόριστα.
Εδώ κάνουμε είκοσι σκηνές, στην Αμερική είναι άλλος ο τρόπος δουλειάς, κάνουμε επτά, με πολλαπλάσιο budget και άπειρους τεχνικούς, τα συνεργεία είναι πελώρια. Εδώ οι ελλείψεις αναπληρώνονται από την προθυμία και τη διαθεσιμότητα όλων, δεν θα το συναντήσεις πουθενά αλλού αυτό. Είναι λάθος να είμαστε απορριπτικοί με την ελληνική τηλεόραση, οι ποιότητες που έχουμε δεν είναι καθόλου αμελητέες και όσο περισσότερο επενδύουμε τόσο πιο σημαντικές δουλειές θα βλέπουμε. Η ελληνική αγορά είναι μικρή, χρειαζόμαστε χρόνο, πίστη και κεφάλαια, αλλά εμένα αυτός ο τρόπος της σκληρής δουλειάς όλων με εμπνέει, με ενθουσιάζει και με κάνει πολύ υπερήφανη».
ΟΙ ΠΑΝΘΕΟΙ | Μάρμω Πανθέου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.