Ο ΦΡΑΝΣΙΣ ΦΟΡΝ ΚΟΠΟΛΑ ποντάρει την περιουσία και εν μέρει την τιμή του στο πανάκριβο Megalopolis. Ο Πολ Σρέιντερ επανέρχεται με το Oh, Canada, συναντώντας ξανά τον πρωταγωνιστή του από το American Gigolo, Ρίτσαρντ Γκιρ. Και ο Τζορτζ Λούκας θα δεχθεί χαλαρά κι επίσημα τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για μια καριέρα που ουσιαστικά βασίστηκε σε μία ταινία, αλλά με πόση επίδραση! Το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει, άραγε, τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής για να επικυρωθεί ή τους προσκαλεί για τα φλας;
• Ογδόντα πέντε ετών, μύθος της κινηματογραφικής βιομηχανίας και αγαπημένος του κοινού (ένας σπάνιος και άξια κερδισμένος συνδυασμός), ο Κόπολα θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει το σινεμά πριν από 45 χρόνια, έτσι, για να πει πως καλύτερα δεν γίνεται: είχε ήδη παραδώσει τους δυο αριστουργηματικούς Νονούς, έχοντας 5 προσωπικά Όσκαρ (μαζί με το σενάριο του Πάτον), και κατάφερε να αποσπάσει δύο Χρυσούς Φοίνικες με την ανατριχιαστική Συνομιλία το 1974 και το επικό Αποκάλυψη Τώρα το 1979. Τεράστιο έργο πριν κλείσει τα 40 του χρόνια.
Οι Κάννες χρειάζονται στην προμετωπίδα τους τους αλληλένδετους Αμερικανούς δημιουργούς, τον παραδειγματικό δονκιχωτισμό του Κόπολα, τις λόγιες, αυστηρές παραβολές του Σρέιντερ, τον τεχνολογικό οραματισμό του Λούκας και την επένδυσή του στο μέσον.
Λίγο αργότερα συνέλαβε το μεγάλο του πρότζεκτ, βαφτίζοντάς το ανάλογα. Το Megalopolis, μια υπαρξιακή επιστημονική φαντασία με τον Άνταμ Ντράιβερ στην τελική εκδοχή του κάστινγκ, μετά από πολλές αλλαγές ονομάτων και συντελεστών μέσα στις δεκαετίες, άλλαξε μορφές και σχηματισμούς και έμοιαζε με όνειρο θερινής νυκτός, σχεδόν σαν ψέμα που βγήκε από τη φαντασία του σκηνοθέτη, αφού ελάχιστοι πίστευαν πως θα κατάφερνε να το γυρίσει και διαπιστωμένα κανείς δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη. Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του, ενώ είχε πει πως ποτέ ξανά δεν θα ακουμπούσε το χώμα που έτρεφε τη φαμίλια του μετά το οικονομικό φιάσκο του One from the heart, και με 120 δικά του εκατομμύρια δολάρια σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά – ο Όρσον θα ήταν υπερήφανος γι’ αυτόν.
Απαλλαγμένος από κάθε υποψία καλλιτεχνικής κοκεταρίας, ο Κόπολα συνέχισε να εργάζεται μετά την πρώτη φάση δόξας, έχοντας ίσως στον νου το magnum opus του. Οι Κάννες τον υποδέχονται, επιτρέποντάς του να το μοιραστεί. Καλό το παραμύθι της μεγάλης επιστροφής, αλλά το ρίσκο είναι εξίσου γιγαντιαίο: ακόμα και ανάμεικτες να είναι οι κριτικές, οι διανομείς και τα στούντιο ενδέχεται να μην τσιμπήσουν στην υψηλή τιμή πώλησής. Έστω κι έτσι όμως, ο Κόπολα θα είναι ήρωας, αφού δίνει μάχη στα ίσα, στο επίσημο διαγωνιστικό, μεταξύ νεότερων και πιο διψασμένων σκηνοθετών και άλλων, όπως ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ και η Άντρεα Άρνολντ, που δεν έχουν δοκιμάσει τη χαρά της ανώτατης διάκρισης.
• Ο Χρυσός Φοίνικας πιστώνεται στον σκηνοθέτη, ωστόσο ο Ταξιτζής, που νίκησε στις Κάννες το ’76, ανήκει και στο υποδειγματικό σενάριο του πρώην κριτικού Πολ Σρέιντερ. Ως σκηνοθέτης έστειλε στις Κάννες το υπέροχο και άδικα παραγνωρισμένο Μισίμα και το Πάτι Χερστ. Η τριλογία των μοναχικών και προβληματισμένων ανδρών διαγωνίστηκε στη Βενετία, ενώ στο Oh, Canada μεταφέρει στην οθόνη έναν από τους λογοτεχνικούς βασιλιάδες της μοναξιάς, τον Ράσελ Μπανκς – έχουμε δει το Sweet Hereafter από τον Εγκογιάν και το δυσβάσταχτο Affliction, και πάλι με την υπογραφή του Σρέϊντερ.
Ο 77χρονος δημιουργός συχνά παραλείπεται από τη γενιά των μουσάτων, το νέο Χόλιγουντ της ανατροπής των Σκορσέζε, Τσιμίνο, Κόπολα, Ντε Πάλμα και Σπίλμπεργκ, ίσως επειδή τότε άστραφτε περισσότερο η πένα του, αν και το έργο του, βλοσυρό και πυκνό, με επιλογές εκτός της πεπατημένης, μόνο αμελητέο δεν είναι.
• Οι ταινίες που έκαναν διάσημο και πάμπλουτο τον Τζορτζ Λούκας, ο Πόλεμος των Άστρων και οι συνέχειές του δηλαδή, συνορεύουν επικίνδυνα με το είδος που το Φεστιβάλ Καννών δείχνει να αντιπαλεύει, τουλάχιστον από τη συνειδητοποίηση του ρυθμιστικού του ρόλου κι έπειτα. Κι όμως, ήμουν παρών στην πανηγυρική πρεμιέρα του Phantom Thread, την πιστοποίηση πως το blockbuster μπορεί να διαρκέσει ως franchise στον αιώνα τον άπαντα, και θυμάμαι κρυστάλλινα πως οι αξιωματούχοι του Φεστιβάλ εγκωμίαζαν ακριβώς το genre που εκπροσωπούσε και την ικανότητά του να τραβάει τα πλήθη στις αίθουσες που τόσο πολύ στηρίζουν – αναδρομικά, αυτός ήταν ένας κοινός στόχος μπροστά στη σμίκρυνση και την αναζήτηση κάθε λογής περιεχομένου για τις πλατφόρμες.
Και για όσους θυμούνται, ο Λούκας ξεκίνησε με τη φροντίδα και την παραγωγή του Κόπολα με ένα sci-fi διαμάντι για τα android και τα ναρκωτικά, το THX 1138, και δεν πρόδωσε τη νοσταλγία του για ένα σινεμά που μοιάζει να ξεπηδά από το παλιό Χόλιγουντ, σκηνοθετώντας το American Graffiti και συνδημιουργώντας τον Ιντιάνα Τζόουνς. Αντίθετα με τον Φράνσις Φορντ, συγχωριανό από την Bay Area, ο 80χρονος Λούκας αυγάτισε την υστεροφημία του μαζί με τους λογαριασμούς του στην τράπεζα, αφήνοντας νωρίς την καρέκλα του σκηνοθέτη για άλλους, ικανότερους από αυτόν. Δεν βασανίστηκε ποτέ από το άγχος του πλατό, ο πυρετός του ανέβαινε στα πεδία της καινοτομίας και της έρευνας, αλλά να που τώρα τιμάται ως καλλιτέχνης και όχι ως μόνο ως εφευρέτης της οπτικοακουστικής όπερας του μέλλοντος – κι αυτό σινεμά είναι…
• Οι Κάννες χρειάζονται στην προμετωπίδα τους τους αλληλένδετους Αμερικανούς δημιουργούς, τον παραδειγματικό δονκιχωτισμό του Κόπολα, τις λόγιες, αυστηρές παραβολές του Σρέιντερ, τον τεχνολογικό οραματισμό του Λούκας και την επένδυσή του στο μέσον. Κατά βάθος, εκτιμούν και εκείνους και το σινεμά που κανείς άλλος δεν μπορεί να φτιάξει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι οι διάσημοι κράχτες για να στραφούν τα βλέμματα προς τους νεοεμφανιζόμενους διαγωνιζόμενους, που αλλιώς θα έμεναν αόρατοι στις μηχανές αναζήτησης, περιορίζοντας τις Κάννες σε μια παρέλαση σνομπίστικης γκρίνιας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.